Ένας κόσμος ο οποίος προσπαθεί να καταπολεμήσει την εγκληματικότητα. Ένας άλλος κόσμος ο οποίος προσπαθεί, όσο αρτιότερα δύναται, να πληροφορήσει τον κοινωνικό ιστό σχετικά με πράξεις ποινικά τιμωρητέες. Ο πρώτος κόσμος αντιπροσωπεύει την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, με τον δεύτερο κόσμο να αντιπροσωπεύει σημαντικό κομμάτι της ελευθερίας έκφρασης, λόγου και εκφοράς πολυφωνίας, απόψεων και αλήθειας, αμφότερα συνομολογημένα στοιχεία ως εκ των ων ουκ άνευ για μια ευνομούμενη, δημοκρατική και φιλελεύθερη κοινωνία. Και οι δύο αυτοί κόσμοι να επιτηρούνται από περιορισμούς, επιβληθέντες από την συνταγματική αρχή της αναλογικότητας. Από την μια πλευρά, η παροχή δικαιωμάτων στον ύποπτο/κατηγορούμενο τέλεσης ποινικού αδικήματος κατά το στάδιο της ποινικής προδικασίας (δικαίωμα σιωπής, δικαίωμα μη αυτοενοχοποίησης, τεκμήριο αθωότητας). Από την άλλη πλευρά, οι περιορισμοί της ελευθερίας του λόγου αφορώντες τη ρητορική μίσους, τις διαβαθμισμένες πληροφορίες, το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα. Το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τα οποία διαδραματίζουν έναν ιδιαίτερο ρόλο ως φορέας του γενικού δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης για όλους και είναι επιφορτισμένα με το δημόσιο καθήκον ενημέρωσης του Λαού. Για αυτό το λόγο καταλαμβάνουν και εθνικές συχνότητες ανήκουσες στην εκάστοτε κρατική κυριαρχία.
Όλο το προπεριγραφέν οικοδόμημα φαντάζει ιδεατό, ειδικά όταν η δικαστική δημοσιογραφία προσεγγίζει θέματα βαριάς εγκληματικότητας με διακριτικότητα και σεβασμό στην αξία του ανθρώπου. Ωστόσο, αυτή η συνύπαρξη των δύο κόσμων αντί να λειτουργεί αρμονικά, απολείπει λίγο λίγο τις ταχθείσες εκ της κείμενης νομοθεσίας ισορροπίες. Έχουμε καταστεί θιασώτες της τάσης των Μ.Μ.Ε. να προσπαθούν να σφετεριστούν την δικαστική εξουσία και να απονείμουν παράλληλη δικαιοσύνη σχολιάζοντας νομικές πτυχές χωρίς την απαραίτητη νομική κατάρτιση προκειμένου να προσελκύσουν τηλεθεατές. Σημειώνεται, ότι η αναπαραγωγή του γεγονότος αυτή καθεαυτή είναι ορθότατη προκειμένου να πληροφορηθεί η κοινή γνώμη αλλά μόνο όταν λαμβάνει χώρα με τον ενδεδειγμένο τρόπο όπως έχουν προβλέψει οι νομοθετικές κωδικοποιήσεις. Ας μη ξεχνάμε τον στιγματιστικό χαρακτήρα του ποινικού δικαίου, δηλαδή όλων αυτών των υποθέσεων, που άγονται στα ποινικά δικαστήρια.
“Κάθε κατηγορούμενος για ποινικό αδίκημα πρέπει να θεωρείται αθώος μέχρι να διαπιστωθεί η ενοχή του σύμφωνα με το νόμο, σε ποινική δική”
Εξίσου το ευρωπαϊκό, ελληνικό, κυπριακό νομοθετικό πλαίσιο, το νομοθετικό πλαίσιο του Ο.Η.Ε. και η αντίστοιχη νομολογία προστατεύουν απαρέγκλιτα το τεκμήριο αθωότητας του υπόπτου/κατηγορουμένου ως έκφανση του δικαιώματος κάθε ανθρώπου για δίκαιη δίκη. Καταρχήν ρητή προστασία του τεκμηρίου αθωότητας του υπόπτου/κατηγορούμενου γίνεται σε όλες τις Διεθνείς Συμβάσεις και ειδικότερα στα άρθρα 1,3,57-12 της Οικουμενικής Διακήρυξης του Ο.Η.Ε. του 1948, άρθρα 3,5,7 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και στα άρθρα 47,48,50 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδική μνεία κάνω στο άρθρο 11 της Οικουμενικής Διακήρυξης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του Ο.Η.Ε. (1948) όπου προβλέπεται ότι: «Κάθε κατηγορούμενος για ποινικό αδίκημα πρέπει να θεωρείται αθώος μέχρι να διαπιστωθεί η ενοχή του σύμφωνα με το νόμο, σε ποινική δική, κατά την οποία θα του έχουν εξασφαλιστεί όλες οι απαραίτητες για την υπεράσπιση εγγυήσεις. Κατά την προδικασία δεν διαπιστώνεται καμία ενοχή με βεβαιότητα. Μόνο ο Δικαστής είναι επιφορτισμένος με αυτό το έργο στη διάρκεια της ποινικής δίκης».
Διευκρινιστικά και πρώτού προχωρήσω περαιτέρω επί του ζητήματος, πρέπει να καταστούν ξεκάθαρα τα εξής σημεία: α) η ποινική διαδικασία αποτελείται από δύο στάδια ήτοι την προδικασία όπου εμπίπτουν η προανάκριση/κύρια ανάκριση, στην Ελλάδα και το ανακριτικό στάδιο στην Κύπρο και τη δίκη ενώπιον του ακροατηρίου, β) και στις δυο έννομες τάξεις οι συνεδριάσεις των δικαστηρίων είναι δημόσιες. Η προανάκριση/κύρια ανάκριση/ανακριτικό στάδιο κυριαρχείται από την αρχή της λαϊκής μυστικότητας και δεν επιτρέπεται σε κανένα πολίτη να παρίσταται καθ’ οιονδήποτε τρόπο κατά τη διενέργεια των ανακριτικών πράξεων, με πλήρη αποκλεισμό της δημοσιότητας άμεσης ή έμμεσης. Να ειπωθεί ότι η δημοσιότητα μιας δίκης δεν εξυπηρετεί κανένα άλλο σκοπό εκτός από την προστασία του κατηγορουμένου σε αυθαίρετες ενέργειες της δικαστικής εξουσίας και ποτέ για να ασκηθεί ψυχολογική πίεση στην δικαστική έδρα. Ακόμα και αυτή η δημοσιότητα της δίκης μπορεί να αποκλειστεί με ειδική και πλήρως αιτιολογημένη απόφαση του επιληφθέντος δικαστή, όταν ο τελευταίος κρίνει ότι αυτή η δημοσιότητα της δίκης θα βλάψει τα χρηστά ήθη ή εάν συντρέχουν ειδικοί λόγοι προστασίας της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του κατηγορούμενου ή του θύματος, γ) ο Δικαστής και μονάχα αυτός έχει την αρμοδιότητα να κρίνει απερίσκεπτος την ενοχή ή αθωότητα του κατηγορούμενου.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, μια απλή ανάγνωση των θεσμοθετημένων νομοθετικών εργαλείων και της εμπεριεχόμενης σε αυτά φρασεολογίας, οδηγεί στο αναπόδραστο συμπέρασμα της εκ διαμέτρου διαφορετικής ποινικής μεταχείρισης του ποινικού υποκειμένου έως την πιθανή καταδίκη του και του τρόπου προσέγγισης που θα έπρεπε να τηρεί απέναντι του η κοινή γνώμη. Το άρθρο 7 της υπ’ αριθμό 2012/13/ΕΕ Οδηγίας υποδεικνύει στις έννομες τάξεις των κρατών μελών να παρέχουν στον ύποπτο/κατηγορούμενο όλα τα απαραίτητα μέσα προκειμένου να είναι σε θέση αυτοί να αμφισβητήσουν αποτελεσματικά τη νομιμότητα της σύλληψης ή κράτησης τους. Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η Οδηγία 2016/343/ΕΕ. Επίσης, ο Γενικός Εισαγγελέας του Δ.Ε.Ε., κος Yves Bot, στην σκέψη 99 της υπ’ αριθμό C-612/15 απόφασης διατύπωσε το εξής: «Η πράξη απαγγελίας κατηγοριών, όπως και η πρόσβαση του κατηγορούμενου/υπόπτου στα στοιχεία της δικογραφίας, σκοπούν στην ακριβή ενημέρωση του προσώπου που ΠΙΘΑΝΟΛΟΓΕΙΤΑΙ ότι διέπραξε το αδίκημα…..».
Περαιτέρω, κομβικής σημασία για το ζήτημα του βέλτιστου τρόπου μεταχείρισης του υπόπτου/κατηγορούμενου και θεώρησης της θέσεως αυτού από τις ανακριτικές/εισαγγελικές αρχές, τα Μ.Μ.Ε. και την κοινή γνώμη διαδραματίζει και η ευρωπαϊκή νομολογία, η οποία έχει παγιώσει τις απόψεις της προς το ζήτημα αυτό παρέχοντας τις απαραίτητες κατευθύνσεις όπως κατωτέρω παρατίθενται. Αρχικά, πρέπει να ειπωθεί ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρώπινων Δικαιωμάτων έχει κρίνει ότι το τεκμήριο αθωότητας δεν κάμπτεται ακόμα και όταν ο κατηγορούμενος προσάγεται στο Δικαστήριο με χειροπέδες για λόγους ασφαλείας. Διαφωτιστική είναι η απόφαση του ΕΔΑΑ της 21.07.2015 (Naegoe v Ρουμανίας) σύμφωνα με την οποία η δήλωση εκπροσώπου τύπου του δικαστηρίου της Ρουμανίας σχετικά με την ενοχή ενός ατόμου πριν εκδοθεί δικαστική απόφαση αποτελεί παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 2 (τεκμήριο αθωότητας) της ΕΣΔΑ. Το Στρασβούργο έκρινε ειδικότερα ότι ο εκπρόσωπος τύπου του δικαστηρίου είχε ανακοινώσει την προσωπική του άποψη για την ενοχή του προσφεύγοντος στο κοινό πριν εκδώσει την απόφαση του το Εφετείο. Το δικαστήριο υπενθύμισε ότι η μεταγενέστερη καταδίκη του δεν επηρέαζε το δικαίωμα στο τεκμήριο αθωότητας, το οποίο έπρεπε να τηρηθεί πριν την έκδοση της οποιασδήποτε δικαστικής απόφασης. Βαρύτητα έχουν και τα διατυπωθέντα στην απόφαση του ΕΔΑΑ ημερομηνίας 11.10.2016 (Turyev v Ρωσίας) σύμφωνα με την οποία το ΕΔΑΑ έκρινε ότι αποτελούν παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας του κατηγορούμενου οι δηλώσεις εισαγγελέα στην προδικασία ότι ο κατηγορούμενος είναι «δολοφόνος» ενός των θυμάτων και «συνένοχος στη δολοφονία του άλλου θύματος». Κατά το ΕΔΑΑ οι ανακοινώσεις του εισαγγελέα στα Μ.Μ.Ε. ήταν μακριά από τη γενική και διακριτική ενημέρωση του κοινού. Αντίθετα, οι δηλώσεις του συνιστούν ανεπιφύλακτη δήλωση ενοχής καθώς προδίκασαν την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από την αρμόδια δικαστική αρχή. Τέλος, σύμφωνα με το Πράσινο Βιβλίο της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων «2.1. Προδικαστική κρίση της ενοχής: Κανένα δικαστήριο ούτε άλλος δημόσιος λειτουργός δεν μπορεί να κρίνει τον κατηγορούμενο ένοχο για οποιοδήποτε αδίκημα, αν δεν έχει δικαστεί και καταδικαστεί γι’ αυτό. «Το τεκμήριο αθωότητας παραβιάζεται εάν, χωρίς προηγουμένως να έχει αποδειχθεί η ενοχή του κατηγορουμένου σύμφωνα με τον νόμο και […] χωρίς να του έχει δοθεί η ευκαιρία να ασκήσει τα δικαιώματα υπεράσπισής του, διατυπώνεται η γνώμη ότι είναι ένοχος σε δικαστική απόφαση που τον αφορά». Ωστόσο, οι αρχές μπορούν να ενημερώνουν το κοινό για τις διεξαγόμενες ανακρίσεις και να εκφράζουν υποψίες για την ενοχή του κατηγορουμένου, εφόσον οι εν λόγω υποψίες δεν αποτελούν δήλωση περί ενοχής του και γίνονται με διακριτικότητα και περίσκεψη».
Απασχολώντας με κατά βάση η υφιστάμενη ελληνική νομοθεσία και νομολογία οφείλω να αναφέρω πως, κρατά αναλλοίωτη θέση σχετικά με το θέμα της δημοσιότητας της προδικασίας και είναι η εξής: «Απαγορεύεται η μετάδοση από τα Μ.Μ.Ε. η προσαγωγή πολιτών ενώπιον των δικαστικών, εισαγγελικών και αστυνομικών αρχών» (άρθρα 71 και 241 ΚΠοινΔικ). Στο στάδιο της προανάκρισης δίδεται προτεραιότητα στη αρχή της μυστικότητας προς προστασία του δικαιώματος του κατηγορούμενου για σεβασμό της προσωπικότητας του ο οποίος δεν πρέπει να διασύρεται, μη αποδυνάμωσης του τεκμηρίου αθωότητας, προς αποφυγή αποδυνάμωσης της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας και προς αποφυγή υπονόμευσης της εγκυρότητας των δικαστικών λειτουργών. Το ελληνικό νομοθετικό πλαίσιο στο οποίο εμπίπτουν όλες οι ανωτέρω προβλέψεις αποτελείται κυρίως από τους νόμους 2172/1993 και 3090/2002. Ειδικότερα το άρθρο 35 παρ. 4 εδ. α,β,γ είναι σαφέστατο καθότι προβλέπει ότι «απαγορεύεται η τηλεοπτική μετάδοση της προσαγωγής των κατηγορούμενων στις ανακριτικές αρχές για να απολογηθούν εάν οι τελευταίοι δεν συναινούν ρητά». Προσοχή οφείλεται να δοθεί στην έννοια της συναίνεσης του κατηγορούμενου καθότι, απόρροια της συνήθους πλέον λανθασμένης πρακτικής να τους ακολουθούν παντού τα Μ.Μ.Ε., ο κατηγορούμενος στο τέλος της ημέρας αποκτά τη θεώρηση ότι ενέχει υποχρέωση να μην εναντιωθεί στην οποιαδήποτε τηλεοπτική κάλυψη. Δηλαδή, η συναγόμενη συναίνεση του τις πλείστες φορές δεν αντικατοπτρίζει την πραγματική του βούληση. Ακριβώς αυτό το κενό, αλλά και άλλες ατέλειες του Νόμου αυτού ήρθε να καλύψει η θέση σε εφαρμογή του Νόμου 3090/2002, ο οποίος κατάργησε αυτή τη συναίνεση. Επίσης στο άρθρο 8 Ν.3090/2002 προβλέπεται ότι «η μετάδοση από την τηλεόραση ή η φωτογράφηση των προσώπων που οδηγούνται ενώπιον των δικαστικών ή εισαγγελικών ή αστυνομικών και λοιπών αρχών απαγορεύεται».
Άξια προσοχής είναι και η απόφαση 471/2005 του ΣυμβΠλημΛαρ όπου ορίζεται ότι «Με το άρθρο 241 του ΚΠοινΔικ καθιερώνεται η αρχή της μυστικότητας της ανακρίσεως, διασφαλίζοντας τόσο τα δικαιώματα του κατηγορούμενου ώστε να μην υπάρξει δημόσια διαπόμπευση του προτού αποφασισθεί εάν υπάρχουν αρκετές ενδείξεις ή όχι για την παραπομπή του σε δίκη όσο και τη απρόσκοπτη και αποτελεσματική συλλογή του αποδεικτικού υλικού. Η υποχρέωση αυτή της τήρησης της μυστικότητας της ανακρίσεως (και της προανακρίσεως) απαγορεύει σε τρίτους την γνωστοποίηση των στοιχείων και των πορισμάτων αυτής, από τους εντεταλμένους να διερευνήσουν ανακριτικές πράξεις, υπό την έννοια ότι οι εκκρεμείς στο στάδιο της προδικασίας δικογραφίες, δεν επιτρέπεται να είναι προσιτές στον οποιωνδήποτε». Ο Γερμανός νομοθέτης έχει προχωρήσει σε ένα ορθό πρωτοποριακό βήμα για την προστασία της αρχής της μυστικότητας της προδικασίας η οποία αρχή έχει ως πρωταρχικό σκοπό της προστασία του τεκμηρίου αθωότητας. Σύμφωνα λοιπόν με το άρθρο Nr 3 παρ. 353d του γερμανικού ποινικού κώδικα η παράνομη κοινοποίηση όσων διαδικαστικών πράξεων διέπονται από την αρχή της μυστικότητας επισύρει τον ποινικό κολασμό της. Ως εκ τούτου έχει περιοριστεί ικανοποιητικά η εκμετάλλευση της ποινική προδικασίας ως μέσο επίτευξης τηλεθέασης.
Το οξύμωρο είναι ότι ενώ τα θεσμικά όργανα των δημοσιογράφων έχουν υιοθετήσει την ίδια γραμμή, ως προηγουμένως περιγράφηκε, κανείς δεν δείχνει να την σέβεται. Συγκεκριμένα, το άρθρο 2 στοιχ. γ του Κώδικα Επαγγελματικής Ηθικής και Κοινωνικής Ευθύνης των Δημοσιογράφων – Μελών της ΕΣΗΕΑ – προβλέπει ότι ο δημοσιογράφος δικαιούται και οφείλει να σέβεται το τεκμήριο αθωότητας και να μην προεξοφλεί τις δικαστικές αποφάσεις. Επίσης, στο άρθρο 8 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι οι παραβάσεις των υποχρεώσεων των δημοσιογράφων ελέγχονται από το Εποπτικό Όργανο Δεοντολογίας. Ωστόσο ενώ κανείς θα περίμενε, σύμφωνα και με το γεγονός ότι πολλές τηλεοπτικές εκπομπές και εφημερίδες καταπιάνονται όλο και περισσότερο με δικαστικό ρεπορτάζ ακολουθώντας πολλές φορές εσφαλμένες πρακτικές, αύξηση των πειθαρχικών υποθέσεων καθότι από τον Ιούλιο του 1998 ο κώδικας δημοσιογραφικής δεοντολογίας ψηφίστηκε ως δεσμευτικός από την Πανελλήνια Ομοσπονδία Ενώσεων Συντακτών, εντούτοις διαφαίνεται αδράνεια από τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα.
Επιπλέον των ανωτέρω ρυθμιστικών αρχών, το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης κατήρτισε τον κώδικα δεοντολογίας ειδησεογραφικών και άλλων δημοσιογραφικών και πολιτικών εκπομπών, ο οποίος κυρώθηκε με το Προεδρικό Διάταγμα 77/2003, και στο άρθρο 11 παρ. 1 προβλέπει ότι: «η αρχή ότι ο κατηγορούμενος τεκμαίρεται αθώος μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη του γίνεται σεβαστή και συνεπώς δεν προεξοφλείται το αποτέλεσμα της δίκης ούτε οι κατηγορούμενοι αναφέρονται άμεσα ή έμμεσα ως ένοχοι». Το Ε.Σ.Ρ. μόλις διαπιστώσει τέτοια παράβαση οφείλει να ενεργοποιήσει τα προβλεπόμενα της διάταξης 3 του ανωτέρω κώδικα, πράγμα που δεν συμβαίνει, δίνοντας την λανθασμένη αντίληψη στους επαγγελματίες του χώρου και της κοινής γνώμης ότι τέτοιες έκνομες ενέργειες ενδύονται νομιμότητας. Επομένως, αφ’ ης στιγμής εμφανισθεί ο ύποπτος ή οι ύποπτοι για κάποια ποινική υπόθεση αυξημένου ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης, οι δημοσιογράφοι στο βωμό της τηλεθέασης και επαγγελματικής ανέλιξης παρακάμπτουν το δεοντολογικό δεσμευτικό κώδικα τους, με τις ευλογίες των οργάνων στα οποία ανήκουν. Όχι μόνο παραβιάζεται η μυστικότητα της ποινικής προδικασίας αλλά πολύ περισσότερο καλλιεργείται κλίμα μίσους και λαϊκών δικαστηρίων εναντίον του κατηγορούμενου. Τελικώς, διαστρεβλώνεται και η συνταγματικά κατοχυρωμένη δημοσιότητα της δίκης καθότι έχει διαλάθει κάθε ίχνους αντικειμενικότητας.
Η ίδια νομοθετική πρόβλεψη συναντάται και στον κυπριακό Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, ο οποίος εφαρμόζεται επί όλων των Μ.Μ.Ε. και ορίζεται πως: «Οι λειτουργοί των Μ.Μ.Ε. σέβονται πλήρως την αρχή ότι ο ύποπτος ή κατηγορούμενος για διάπραξη αδικήματος είναι αθώος μέχρι αποδείξεως του αντίθετου κατόπιν νόμιμης διαδικασίας και συνεπώς αποφεύγουν να δημοσιοποιήσουν οτιδήποτε το οποίο να οδηγεί σε συμπεράσματα ως προς την ενοχή ή αθωότητα του υπόπτου ή/και κατηγορούμενου ή τείνει να τον διασύρει ή διαπομπεύσει». Αποτελεί διαπιστωμένη αλήθεια, ότι η κυπριακή μιντιακή πρακτική ως προς την προσέγγιση του δικαστικού ρεπορτάζ είναι εκ διαμέτρου αντίθετη με την ελληνική, και σύμφωνη με τις κατευθυντήριες θεμελιώδεις αρχές που διέπουν το ζήτημα μας. Αρκεί μονάχα να παρακολουθήσει κανείς δημοσιεύματα στα οποία οι σχολιαστές και δημοσιογράφοι αποκλείονται από την πρόσβαση, με οποιοδήποτε τρόπο στον εκάστοτε φάκελο δικογραφίας, και περιορίζουν τον σχολιασμό τους σε αντικειμενικές ψυχολογικές, νομικές και άλλες αναλύσεις χωρίς να εκφέρουν γνώμη ή να διαπομπεύουν τον κατηγορούμενο.
Είναι απαραίτητο για τους επαγγελματίες της δημοσιογραφίας αλλά και για την κοινή γνώμη να προσπαθήσουν να κατανοήσουν την βαρύτητα που επιφέρει ο ποινικός στιγματισμός για την προσωπικότητα και μελλοντική ζωή του κατηγορούμενου. Ουδείς διαφωνεί ότι η δημοσιότητα αποτελεί το κυρίαρχο μέσο για τον έλεγχο του τρόπου απονομής της δικαιοσύνης από τον κυρίαρχο λαό. Οι παράγοντες μιας δίκης, και ειδικά οι Δικαστές, πρέπει να διευκολύνουν και εξασφαλίζουν τη δημοσιότητα μιας δίκης μέσω της δημοσιογραφικής κάλυψης αυτών πάντα ωστόσο διασφαλίζοντας την αντικειμενική αναπαραγωγή των τεκτενόμενων της δίκης και με συντεταγμένο τρόπο, χωρίς να παρακωλύεται η διαδικασία. Αντιθέτως, όλοι οι αναφερθέντες στην παρούσα εκπόνηση παράγοντες οφείλουν να διασφαλίζουν τη μυστικότητα της προδικασίας υπακούοντας στο κείμενο, ως ανωτέρω παρατέθηκε νομοθετικό – νομολογιακό πλαίσιο. Η επικρατούσα κατάσταση τηλεδικών με παράνομη κυκλοφορία μαρτυρικού υλικού της ανάκρισης ή προανάκρισης είναι αναγκαίο να εκλείψει. Ως προς αυτή την κατεύθυνση το νομοθετικό υπόβαθρο υπάρχει, μένει να συμπληρωθεί από την βούληση και πρωτοβουλία των δικαστικών αρχών, αλλά και των ανακριτικών αρχών (εισαγγελικών και αστυνομικών) να προβούν στις ανάλογες διευθετήσεις/ρυθμίσεις, σε συνεννόηση και με τους έτερους εμπλεκόμενους φορείς όπως το ΕΣΗΕΑ και το ΕΣΡ, βελτιώνοντας παράλληλα και η ποιότητα πληροφόρησης της κοινής γνώμης.
Ο Ανδρέας Χρίστου είναι Δικηγόρος, Υποψήφιος Δρ. Νομικής ΑΠΘ