Για όλες εκείνες τις γυναίκες που σήμερα τολμούν να μιλήσουν, να καταγγείλουν, να δείξουν το σκληρό πρόσωπο της βίας που, πίσω από σφραγισμένες πόρτες, βασανίζει κορμιά και ψυχές. Είναι η φωνή της ωμής πραγματικότητας, η οποία επιτέλους ακούγεται και σπάει σαν κραυγή τα κοινωνικά στερεότυπα.
Το έγκλημα του βιασμού τραυματίζει βαθιά την ανθρώπινη ψυχή και καταρρακώνει την αξιοπρέπεια του ατόμου. Αυτό σημαίνει ότι απαιτείται πολύ μεγάλη κοινωνική ευαισθησία στην προσέγγισή του, τόσο από τα ΜΜΕ που προβάλλουν αυτές τις υποθέσεις στο ευρύ κοινό, όσο και από τους αρμόδιους φορείς που τις χειρίζονται και αποδίδουν δικαιοσύνη. Αναμφίβολα, ο ρόλος των ΜΜΕ διαφοροποιείται σημαντικά από τον ρόλο των αστυνομικών και δικαστικών αρχών. Ο ρόλος των ΜΜΕ δεν είναι η εύρεση των ενόχων, ούτε η απονομή δικαιοσύνης και το τεκμήριο της αθωότητας, ακόμα και σε αυτές τις τόσο σοβαρές υποθέσεις που προκαλούν κοινωνική αντίδραση, δεν πρέπει να παραβιάζεται. Οι δημοσιογράφοι δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τους δικαστές και να επιβάλλουν τιμωρίες ή να αθωώσουν. Ρόλος των ΜΜΕ όμως είναι η σε βάθος ενημέρωση και η ευαισθητοποίηση του κοινού, όπως και η ανάδειξη προτάσεων για αποτελεσματική αντιμετώπιση καίριων πτυχών και διαστάσεων σε τόσο κρίσιμης σημασίας ζητήματα, με εγκληματολογικές, νομικές και ασφαλώς κοινωνικές προεκτάσεις.
Ως εκ τούτου η κοινωνική ευθύνη των ΜΜΕ είναι μεγάλη, δεδομένου ότι οι δημοσιογράφοι αναλαμβάνουν την ενημέρωση του κοινού για το έγκλημα και το εγκληματικό φαινόμενο και μάλιστα δυστυχώς, όπως φαίνεται, χωρίς να χρειάζεται να είναι πάντα ο δημοσιογράφος εξειδικευμένος στο αστυνομικό και δικαστικό ρεπορτάζ για να αναδείξει το θέμα, όπως θα περιμέναμε. Η γνώση όμως είναι δύναμη και χωρίς γνώση του θέματος δεν μπορεί να γίνει η κατάλληλη εμβάθυνση σε αυτό, ούτε η ανάλυση τόσο σοβαρών εγκλημάτων μπορεί να γίνεται σε ένα χαλαρό πλαίσιο ψυχαγωγίας, διότι έτσι υποβαθμίζεται η σοβαρότητα της είδησης. Επομένως, πρέπει να υπάρξει ένα σαφές πλαίσιο ενημέρωσης και η κατάλληλη προσέγγιση αυτών των υποθέσεων από δημοσιογράφους που έχουν τη γνώση να τα χειριστούν και να αναδείξουν τα θέματα με την επιστημονική συμβολή των ειδικών. Σε αυτό το πλαίσιο τα κοινωνικά μηνύματα που περνούν τα ΜΜΕ οφείλουν να είναι σαφή και ξεκάθαρα. Η απερίφραστη καταδίκη του εγκλήματος του βιασμού, χωρίς αστερίσκους, χωρίς «μέν αλλά…», είναι απολύτως αναγκαία και διαχρονικά αναλύοντας το φαινόμενο διαπιστώνεται ότι ο τρόπος δημοσιογραφικής κάλυψης υποθέσεων βιασμού έχει οδηγήσει σε κοινωνικό στιγματισμό των θυμάτων, μέσω της επίρριψης ευθυνών, με άμεσο ή έμμεσο τρόπο, στα ίδια τα θύματα (victim blaming), ή μέσω της αναπαραγωγής μύθων και κοινωνικών στερεοτύπων σχετικά με το έγκλημα του βιασμού που έχουν καταρριφθεί από την επιστημονική έρευνα διεθνώς και στα οποία έχουμε αναλυτικά αναφερθεί (βλ. σχετικά: Το «σκοτεινό» έγκλημα του βιασμού και η σπουδαιότητα του να «σπάσει» η σιωπή – propago.gr), όπως ότι «θύματα βιασμού αποτελούν μόνο οι νέες σε ηλικία, γοητευτικές γυναίκες που φοράνε στενά ρούχα και έχουν μία ‘προκλητική’ συμπεριφορά». Πρόκειται, θα μπορούσαμε να πούμε, για το πιο διαδεδομένο κοινωνικό στερεότυπο που οδηγεί σε απαράδεκτες διαπιστώσεις, ιδίως στο πλαίσιο κλειστών κοινωνιών, τύπου «τα ήθελε», «τον προκάλεσε», «της άξιζε με τη συμπεριφορά της». Αυτές οι στερεοτυπικές εικόνες αποδεικνύουν ότι οι γυναίκες, παρά την πρόοδο που συντελείται στις σύγχρονες κοινωνίες, εξακολουθούν να αγωνίζονται για να αποδείξουν τα αυτονόητα, ακόμα και μέσα σε δικαστικές αίθουσες…. Η διεθνής έρευνα καταρρίπτει, ωστόσο, το παραπάνω στερεότυπο, υπογραμμίζοντας ότι άνθρωποι όλων των ηλικιών και φύλων, όλων των κοινωνικών και οικονομικών τάξεων, ανεξαρτήτως εξωτερικής εμφάνισης και συμπεριφοράς, δύναται να αποτελέσουν θύματα βιασμού. Είναι άλλωστε δικαίωμα κάθε ατόμου να ντύνεται όπως εκείνο θέλει και να εκφράζεται με τον τρόπο με τον οποίο νιώθει όμορφα και άνετα. Δεν ποινικοποιούνται ούτε τα ρούχα που φοράμε, ούτε οι συμπεριφορές που υιοθετούμε στο πλαίσιο της διασκέδασής μας, εφόσον ασφαλώς δεν θίγουμε τα δικαιώματα άλλων ατόμων. Αυτά τα βασικά θέματα, στη σημερινή τουλάχιστον εποχή, πρέπει να επιλυθούν, να είναι σαφή και ξεκάθαρα! Ο βιασμός θεωρούμε ότι είναι πρωτίστως μία πράξη βίας και ελέγχου και στόχος του δράστη είναι να επιβάλλει την εξουσία του. Το πόσο ελκυστικό, επομένως, είναι ή δεν είναι το θύμα, το τι ρούχα φοράει και πώς συμπεριφέρεται, δεν πρέπει να μας απασχολεί ούτε να αποτελεί θέμα συζητήσεων.
Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι αρκετοί μύθοι και στερεότυπα που έχουν διαχρονικά επικρατήσει αφορούν το θέμα της συναίνεσης και γι’ αυτό είναι αναγκαίο να μιλήσουμε ανοιχτά γι’ αυτό, καθώς κυρίως νεαρά σε ηλικία άτομα που αρχίζουν να έχουν σεξουαλικές επαφές δύναται να «παγιδευτούν» σε αυτούς τους μύθους από άγνοια. Είναι ρόλος των γονέων και των εκπαιδευτικών να μιλήσουν με σοβαρότητα, υπευθυνότητα και ωριμότητα στους ανήλικους. Συνεπώς, είναι εξαιρετικά σημαντικό να επενδύσουμε στην εκπαίδευση και στην παιδεία της νέας γενιάς. Να αλλάξουν νοοτροπίες, να κατανοήσουν οι νέοι το βάθος και την ουσία των ανθρώπινων σχέσεων. Να μιλήσουμε για την έννοια της «συναίνεσης» και για τον σεβασμό στα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Ο πιο επικίνδυνος μύθος σχετικά με το ζήτημα της συναίνεσης συνοψίζεται στο ότι: «πολλές γυναίκες το παίζουν δύσκολες, αλλά στην πραγματικότητα το όχι τους ισοδυναμεί με ναι». Το «όχι» είναι «όχι» και σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει «ναι»! Ούτε καν η σιωπή τους, ή το «ίσως» σημαίνει «ναι».
Ένα άλλο μεγάλο θέμα συζήτησης αφορά το σεξουαλικό παρελθόν που μπορεί να είχαν δύο άτομα. Το ότι στο παρελθόν είχαν σεξουαλικές σχέσεις, δεν σημαίνει ότι το άτομο δεν δικαιούται να αρνηθεί να έχουν εκ νέου σχέσεις. Αντίθετα, είναι αναφαίρετο δικαίωμά του και το «όχι» του πρέπει να γίνει απολύτως σεβαστό. Ένα ακόμα κρίσιμης σημασίας θέμα που έχει αποτελέσει κατασταλτικό παράγοντα για την καταγγελία του εγκλήματος του βιασμού ή έχει οδηγήσει θύματα στην αυτοενοχοποίησή τους ή/και στη δευτερογενή θυματοποίηση τους από το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο έγκειται στην αντίσταση που μπορεί να μην έχει προβάλλει το θύμα και εδώ οφείλουμε να τονίσουμε ότι το άτομο μπορεί να μην έχει αντισταθεί, γιατί έχει δεχτεί απειλές, ή γιατί ο δράστης έχει χρησιμοποιήσει μαχαίρι ή άλλο όπλο ή μέσο (όπως η χρήση χαπιών) για να κρατήσει το θύμα σε καταστολή. Δεν πρέπει ακόμα να μας διαφεύγει το ότι ο φόβος και η ντροπή μπορούν να καταστήσουν ένα θύμα αδύναμο να αντιδράσει, ακόμα και να φωνάξει για να ζητήσει «βοήθεια». Κατά συνέπεια, δεν είναι άξιο απορίας ούτε πρέπει να μας προκαλεί εντύπωση το γιατί το θύμα μίας τόσο βίαιης πράξης μπορεί σε κάποια υπόθεση να μην έχει προβάλλει αντίσταση.
Αναμφίβολα όλα τα παραπάνω ζητήματα είναι πολύ σοβαρά και απασχολούν σε μεγάλη έκταση και σε μεγάλο βαθμό το άτομο που έχει θυματοποιηθεί, το οποίο άλλωστε καλείται να αποδείξει ότι έχει υποστεί βία στο σώμα (και την ψυχή του, ας μην ξεχνάμε). Συνεπώς, η ολοκληρωμένη, τεκμηριωμένη πέρα από στερεότυπα, προσέγγιση του εγκλήματος του βιασμού από τα ΜΜΕ είναι αναγκαία για να φωτιστούν όλες οι σκοτεινές πλευρές αυτού του εγκλήματος. Εξίσου σημαντικό να είναι άμεσα τα αντανακλαστικά των θεσμών και να λειτουργούν με αρτιότητα, ώστε να μην υπάρχει χρονοτριβή στην εκδίκαση των εν λόγω υποθέσεων και να απονέμεται δικαιοσύνη. Με αυτό τον τρόπο θα δοθεί επίσης ένα πολύ σημαντικό μήνυμα στην ευρύτερη κοινωνία και θα τονωθεί η εμπιστοσύνη του πολίτη στους θεσμούς.
Οι δύο καταγγελίες για βιασμό που είδαν πρόσφατα το φως της δημοσιότητας, της ενήλικης που κατήγγειλε βιασμό σε πρωτοχρονιάτικο πάρτι σε σουίτα ξενοδοχείου και της ανήλικης που κατήγγειλε ιερέα για κατ’ εξακολούθηση βιασμό από τα μέσα του 2019 έως και τις αρχές του 2020, μετά μάλιστα από κάθε εξομολόγησή της, οι οποίες ασφαλώς διερευνώνται από τη δικαιοσύνη η οποία είναι αρμόδια για να αποφανθεί, καταδεικνύουν τη συνθετότητα και την πολυπλοκότητα του εγκλήματος του βιασμού που μπορεί να λάβει χώρα σε διαφορετικά περιβάλλοντα και μπορεί -σε κάθε υπόθεση- να σκιαγραφεί διαφορετικά προφίλ δραστών, που ακόμα και μέσα από την επαγγελματική τους ιδιότητα ή το κοινωνικό status τους δύναται να παγιδεύσουν τα θύματά τους και να επιδιώξουν να κρατήσουν τα στόματά τους κλειστά, ακόμα και για χρόνια. Οι δράστες του εγκλήματος του βιασμού, οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις, όπως δείχνουν και οι έρευνες σε διεθνές επίπεδο, δεν είναι άγνωστοι του θύματος μπορεί να καταφέρουν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των θυμάτων τους και στη συνέχεια -μετά τη διάπραξη του εγκλήματός τους- να επιχειρήσουν να διασφαλίσουν τη σιωπή τους με διάφορους τρόπους, όπως με απειλές και εκφοβισμούς. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι αυτό το έγκλημα χαρακτηρίζεται «σκοτεινό» ή αλλιώς «αφανές» λόγω του υψηλού αριθμού των υποθέσεων που δεν καταγγέλλονται εξαιτίας ντροπής και φόβου. Γι’ αυτό σκόπιμο θα ήταν να σταματήσουν οι «επικριτές» να επιρρίπτουν ευθύνες στα θύματα ότι εμπιστεύτηκαν τους «λάθος» ανθρώπους και σε κάθε περίπτωση να γίνει κατανοητό ότι το «όχι» είναι «όχι, είτε διατυπώνεται σε ένα πάρτι, είτε στον χώρο της εκκλησίας, είτε σε εργασιακό χώρο, είτε στο σχολικό περιβάλλον, είτε σε μία πλατεία, ή οπουδήποτε άλλου.
Το έγκλημα του βιασμού, αναμφίβολα, λαμβάνει σημαντικές ποινικές και εγκληματολογικές διαστάσεις που δεν αφήνουν ανεπηρέαστες την ευρύτερη κοινωνία. Είναι άξιο σχολιασμού ότι στη χώρα μας μόλις το 2006 ο συζυγικός βιασμός θεωρήθηκε κακούργημα. Επίσης, εκτενείς συζητήσεις μεταξύ των ειδικών έχουν διεξαχθεί διαχρονικά για τη στενότητα του όρου και τις δυσχέρειες που δημιουργούνται για το θύμα για να αποδείξει ότι έχει υποστεί βιασμό, για παράδειγμα εάν δεν έχει προβάλλει σθεναρή αντίσταση. Σήμερα, το έγκλημα του βιασμού στο Άρθρο 336 του νέου Ποινικού Κώδικα[1], ορίζεται και τιμωρείται ως ακολούθως:
1. Όποιος με σωματική βία ή με απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής ή σωματικής ακεραιότητας εξαναγκάζει άλλον σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών.
2. Γενετήσια πράξη είναι η συνουσία και οι ίσης βαρύτητας με αυτήν πράξεις.
3. Αν η πράξη της παρ. 1 έγινε από δύο ή περισσότερους δράστες που ενεργούσαν από κοινού ή είχε ως συνέπεια τον θάνατο του παθόντος ή αν ο παθών είναι ανήλικος, επιβάλλεται ισόβια κάθειρξη.
4. Όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ. 1, τελεί γενετήσια πράξη χωρίς τη συναίνεση του παθόντος, τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη.
Ως προς τη νομική προσέγγιση του εγκλήματος του βιασμού, έγκριτοι επιστήμονες έχουν κάνει σημαντικές επισημάνσεις κι έχουν προχωρήσει στην κατάθεση σκέψεων και προτάσεων, γιατί είναι σημαντικό, λόγω της ιδιαίτερης φύσης αυτού του εγκλήματος που καταρρακώνει την αξιοπρέπεια του θύματος, η αποδεικτική διαδικασία να μην «εξουθενώνει» το θύμα που εκ των πραγμάτων είναι αναγκασμένο να αναβιώσει όλα όσα έζησε και να απαντήσει σε σκληρές ερωτήσεις, συνεπώς είναι αναγκαίο να αισθάνεται ασφαλές και να μη βιώνει εκ νέου, σε πολλαπλά επίπεδα, τον εξευτελισμό. Κρίνουμε σκόπιμο να αναφερθούμε -και στο παρόν άρθρο- στην άποψη του Ομ. Καθηγητή Εγκληματολογίας Παντείου Πανεπιστημίου, κ. Αντώνη Μαγγανά, ο οποίος έχει υπογραμμίσει την αναγκαιότητα χρήσεως ενός παραβάν στη δικαστική αίθουσα, ώστε να μην είναι υποχρεωμένα τα θύματα να βλέπουν τα πρόσωπα και τις αντιδράσεις του κατηγορουμένου, ούτε τα οργισμένα ακόμα και απειλητικά βλέμματα του κατηγορουμένου και των συγγενών του. Επιπροσθέτως έχει μιλήσει εκτενώς για τη σημασία της εκπαίδευσης και της επιμόρφωσης αστυνομικών, δικαστικών, δημοσιογράφων -θα συμπληρώσουμε στο σημείο αυτό-, ως προς την αντιμετώπιση των ατόμων που κάνουν την καταγγελία, προκειμένου τα θύματα να μην αποθαρρύνονται και να μην κάνουν πίσω, δεδομένου ότι απαιτείται μεγάλη ψυχική δύναμη για να φτάσουν μέχρι τέλους τη δικαστική διαδικασία[2].
Όσον αφορά τις επιστημονικές προσεγγίσεις του εγκλήματος του βιασμού έχουν διατυπωθεί πολλές, με κυρίαρχη, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, τη φεμινιστική θεώρηση, ενώ οι κυριότερες από τις υπόλοιπες είναι η ψυχοπαθολογική προσέγγιση, η ολοκληρωμένη θεωρία των Barron και Strauss, και η εξελικτική-βιολογική προσέγγιση. Ακολούθως, εξετάζουμε τι πρεσβεύει η κάθε θεώρηση, αφού πρώτα σημειώσουμε ότι κάθε θεώρηση έχει δεχτεί κριτική:
- Η ψυχοπαθολογική ή ψυχολογική προσέγγιση: Η προσέγγιση αυτή βασίζεται στα αξιώματα ότι: • ο βιασμός είναι αποτέλεσμα μίας «ιδιόμορφης πνευματικής διαταραχής» και • σχετίζεται με ανεξέλεγκτες σεξουαλικές ορμές. Σύμφωνα με την πιο ακραία ντετερμινιστική εκδοχή της προσέγγισης, ο δράστης θα διαπράξει αναπόφευκτα το έγκλημα επειδή αδυνατεί να επιβληθεί στον εαυτό του. Στις σύγχρονες διερευνήσεις η εκδοχή αυτή δεν απαντάται, στοιχεία όμως αυτής της προσέγγισης, εν γένει, ενυπάρχουν σε πολλές μελέτες που καταλήγουν σε ταξινομήσεις και τυπολογίες δραστών.
- Η φεμινιστική θεώρηση: Οι φεμινιστικές θεωρίες για τον βιασμό είναι πολλές και διαπλέκονται με όλες σχεδόν τις σύγχρονες κατευθύνσεις της Εγκληματολογίας. Τα κεντρικά αξιώματα αυτής της θεώρησης, στο σύνολό της, είναι τα εξής: • Το φύλο (χρησιμοποιείται κατά κανόνα για το φύλο ο όρος «γένος» (gender) που αποδίδεται και ως «κοινωνικό φύλο») δεν είναι βιολογικά δεδομένο αλλά αποτελεί κοινωνική κατασκευή • Οι πατριαρχικές δομές και σχέσεις στην κοινωνία είναι αδιαχώριστες από το φαινόμενο του βιασμού, ο οποίος αποτελεί μηχανισμό κοινωνικού ελέγχου των γυναικών από τους άνδρες • Τα πρότυπα κοινωνικοποίησης, οι πολιτισμικές διαφορές, οι δομικές διευθετήσεις, οι εικόνες των ΜΜΕ, και οι κοινωνικοί κανόνες που διέπουν τη γενετήσια συμπεριφορά και τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία, διαμορφώνουν μία «κουλτούρα βιασμού», υπό το πρίσμα της οποίας, τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες θεωρούν την ανδρική επιθετικότητα ως ομαλή συμπεριφορά ακόμα και στις γενετήσιες σχέσεις. Μέσα σε αυτή την κουλτούρα, ενοχοποιείται πάντοτε η γυναίκα για τον βιασμό της, καθότι ο άνδρας υπολαμβάνεται, συνήθως, ως φύσει ανίκανος να ελέγξει τις ορμές του!
- Μία ολοκληρωμένη θεωρία: Οι Barron και Strauss (1989), συνδυάζοντας στοιχεία από πολλές θεωρήσεις, δημιουργούν μία ολοκληρωμένη θεωρία, σύμφωνα με την οποία η ανισότητα ανάμεσα στα δύο φύλα, η κοινωνική αποδιοργάνωση και η υποστήριξη νομιμοποιημένης βίας συνεργούν έτσι ώστε να παραγάγουν υψηλά ποσοστά βιασμών. Κατά τους ερευνητές αυτούς, η ανισότητα των φύλων σχετίζεται με αυξομειώσεις στα ποσοστά αυτού του εγκλήματος, καθώς έχει παρατηρηθεί ότι ο βιασμός αμφισβητείται ως μηχανισμός ελέγχου των γυναικών σε κοινωνίες όπου τα κοινωνικά τους δικαιώματα αναβαθμίζονται. Η κοινωνική αποδιοργάνωση συνδέεται με την ανικανότητα των κοινοτήτων να διατηρούν βιώσιμους κοινωνικούς θεσμούς, με αποτέλεσμα την αύξηση της εγκληματικότητας.
- Η εξελικτική-βιολογική προσέγγιση: Αντιπροσωπευτική μελέτη αυτής της προσέγγισης είναι εκείνη των Thornhill και Palmer (2001). Οι ερευνητές αυτοί χρησιμοποιούν τον όρο «γενετήσια επιλογή», κατόπιν του δαρβινικής εμπνεύσεως όρου «φυσική επιλογή», που αναφέρεται στη διαδικασία εξέλιξης των ειδών μέσα από την οποία επιβιώνει το ισχυρότερο είδος. Ο όρος «γενετήσια επιλογή» υποδηλώνει τη διαφορετικότητα ανδρών και γυναικών, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την ερωτική συνεύρεση. Σύμφωνα με τον «νόμο» αυτής της επιλογής, ορισμένα χαρακτηριστικά, κυρίως στους άνδρες, επιβιώνουν και διαιωνίζονται, διότι ευνοούν τις επιδιώξεις τους να βρουν σύντροφο, όπως και τους αμυντικούς μηχανισμούς τους απέναντι στους ανταγωνιστές τους[3].
Αξίζει να αναφερθεί ότι η φεμινιστική θεώρηση, με την κριτική της προσέγγιση, ανέδειξε όλους εκείνους τους κοινωνικοπολιτικούς παράγοντες που καθιστούν τον βιασμό κατεξοχήν αδίκημα που περιβάλλεται από στερεότυπα και μύθους. Πρόκειται για το μοναδικό έγκλημα όπου, όπως έχει άλλωστε υπογραμμισθεί, το θύμα στιγματίζεται περισσότερο από τον δράστη (!), γεγονός που αποδεικνύει ότι η κοινωνία μας έχει δρόμο ακόμα να διανύσει ώστε να ξεριζωθούν οι βαθιά ριζωμένες, επικίνδυνες, στερεοτυπικές αντιλήψεις με τις οποίες μεγάλωσαν οι παλαιότερες γενιές. Στερεότυπα που διαδραμάτισαν έναν πολύ αρνητικό ρόλο στην εξέλιξη αυτών των υποθέσεων κρατώντας ερμητικά κλειστά τα στόματα και καλλιεργώντας με αυτό τον τρόπο γόνιμο έδαφος για να συνεχίζουν ανενόχλητοι την εγκληματική τους δράση οι δράστες.
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν ασφαλώς και τα πορίσματα ερευνών αλλά και οι προτεινόμενες τυπολογίες για το έγκλημα του βιασμού. Από παλαιά έρευνα που διεξήχθη στη Φιλαδέλφεια (1958 και 1960) προκύπτει ότι το 70% των βιασμών που καταχωρίζονται στα αρχεία της αστυνομίας είναι προσχεδιασμένοι, γεγονός που καταρρίπτει τον μύθο ότι ο βιασμός αποτελεί συνήθως πράξη αυθόρμητη και παρορμητική. Επίσης, από τα ευρήματα αυτής της έρευνας, όπως και από άλλες, μεταγενέστερες, καταρρίπτεται ο μύθος του «άγνωστου δράστη», καθώς προκύπτει ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις, ο δράστης και το θύμα του βιασμού γνωρίζονταν από πριν, χωρίς να έχουν, απαραίτητα, στενή ή προσωπική σχέση. Άλλες έρευνες επικεντρώνονται σε κρατούμενους και καταλήγουν σε τυπολογίες δραστών, όπως εκείνη του Groth (1979), όπου οι πράξεις ταξινομούνται με ψυχολογικά κυρίως κριτήρια, σε τρεις κατηγορίες: «βιασμός ισχύος», όταν oδράστης επιδιώκει να επιβληθεί στο θύμα και να δείξει την ισχύ και εξουσία του, «βιασμός θυμού», όταν ο δράστης επιτίθεται χωρίς προσχεδιασμό με σκοπό να εκδικηθεί το θύμα, και «σαδιστικός βιασμός», όταν ο δράστης εκδηλώνει εμμονές σε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του θύματος ή σε κατηγορίες θυμάτων που επιδιώκει να καταστρέψει. Οι περισσότεροι δράστες, κατά τον Groth, εμπίπτουν στην πρώτη κατηγορία (βιασμός ισχύος).[4].
Συνοψίζοντας, το έγκλημα του βιασμού πρεσβεύουμε ότι αποτελεί μία πράξη βίας, επίδειξης ισχύος και επιβολής ελέγχου, με δυσμενέστατες επιπτώσεις για τη ζωή του θύματος που επιβίωσε της εγκληματικής πράξης και για την ψυχική του κατάσταση. Γι’ αυτό στο επίκεντρο του κοινωνικού ενδιαφέροντος πρέπει να τεθεί το θύμα που επέζησε του εγκλήματος και καλείται να αντιμετωπίσει την επόμενη μέρα, έχοντας υποστεί στο σώμα και κυρίως στην ψυχή του τη βία, στην πιο ακραία της έκφανση και μορφή. Ο ρόλος των ΜΜΕ για την ενημέρωση του πολίτη και ο ρόλος των αρμόδιων φορέων για την απονομή δικαιοσύνης είναι πολύ σημαντικοί και σε ένα δεύτερο -αλλά εξίσου σημαντικό επίπεδο- τα μέλη του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου έχουν ανάγκη να διαπιστώνουν, έμπρακτα, ότι τελούνται χωρίς χρονοτριβή όλα τα δέοντα για την προστασία των ατόμων από βίαιες εγκληματικές πράξεις.
Στη σύγχρονη εποχή καταγράφονται σίγουρα αλλαγές με τα θύματα εγκληματικών ενεργειών να έρχονται πλέον στο προσκήνιο του κοινωνικού ενδιαφέροντος. Το πιο θετικό σημείο έγκειται στις ισχυρές κοινωνικές αντιδράσεις που πλέον προκαλούν αυτές οι υποθέσεις. Είναι όμως απαραίτητη η συνεχής επιμόρφωση των αρμόδιων φορέων και η εκπαίδευση των μελών της κοινωνίας, για να υπάρξει μία πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση αυτών των σοβαρότατων υποθέσεων και για να διασφαλιστεί η προστασία, σε όλα τα αναγκαία επίπεδα, των θυμάτων. Είναι σημαντικό όταν θα σβήσουν τα «φώτα της δημοσιότητας» το άτομο που επιβίωσε τις εγκληματικής πράξης να μπορέσει να συνεχίσει με ασφάλεια και δύναμη τη ζωή του!
[1] Βλ. Άρθρο 336 – Ποινικός Κώδικας (Νόμος 4619/2019) – Βιασμός ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΙΣΧΥΟΣ: 12/11/2021 Άρθρο 336 – Ποινικός Κώδικας (Νόμος 4619/2019) – Βιασμός | Νομοθεσία | Lawspot
Η διαδικτυακή πηγή ανακτήθηκε στις 23-1-2022.
[2] Καρδαρά, Α. (2021) Νέοι Παγιδευμένοι στα Παιχνίδια της Βίας: Εγκλήματα με Δράστες και Θύματα Νέους, Αθήνα: Παπαζήσης, σελ.236.
[3] Κρανιδιώτη, Μ. (2018) «Ανήλικος Παραβάτης» στο Σπινέλλη, Κ.Δ. Κουράκης, Ν. Κρανιδιώτη, Μ.Π. επ.. ΛΕΞΙΚΟ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ. Αθήνα: Τόπος, σσ. 156-157
[4] Ό.π.,σσ. 157-158.