Δεν μπορεί να περάσει ασχολίαστη η τουρκική τηλεοπτική σειρά με τίτλο «Κάποτε στην Κύπρο» η οποία έχει ως στόχο να δαιμονοποιήσει την Ελλάδα, τους Έλληνες της Κύπρου, την ΕΟΚΑ και να γράψει ξανά την ιστορία. Δεν θα ασχοληθώ με τις στρεβλώσεις στην ιστορική αλήθεια που επιχειρεί η σειρά, σε βαθμό που και ο Γκαίμπελς θα ένοιωθε ότι τον έχουν ξεπεράσει. Είναι όμως σημαντικό να καταγραφούν έστω και συνοπτικά ορισμένοι σταθμοί στην ιστορία της Κύπρου.
Ενώ η Οθωμανική/τουρκική παρουσία στην Κύπρο αρχίζει το 1571 με την κατάκτηση της Μεγαλονήσου, η ιστορία της Κύπρου εμπεριέχει ένα ιστορικό βάθος καθώς από τον 13οαιώνα π.Χ. η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων ήταν Έλληνες. Και μετά το 1571 παρά την Οθωμανική κατοχή και τον εξισλαμισμό Ελλήνων και άλλων κατοίκων η Μεγαλόνησος παρέμεινε δημογραφικά και πολιτισμικά ελληνική.
Η Οθωμανική κατοχή της Κύπρου 1571-1878 υπήρξε μια από τις μελανότερες περιόδους της ιστορίας της Μεγαλονήσου. Αναφέρεται, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι οι Χριστιανοί κάτοικοι της Κύπρου αποτελούσαν αντικείμενο δυσμενούς διάκρισης στις φορολογίες που επέβαλλαν οι κατοχικές αρχές. Πέραν τούτου υπήρχαν διαφόρων ειδών εξευτελισμοί και βιασμοί της αξιοπρέπειας των Ελλήνων. Ήταν αυτά τα δυσμενή δεδομένα που συνέβαλαν καθοριστικά στον εξισλαμισμό πολλών Ελλήνων και άλλων κατοίκων της Κύπρου. Παρά ταύτα η Κύπρος διατήρησε την ελληνική της ταυτότητα. Υπογραμμίζεται επίσης ότι στις 9 Ιουλίου 1821 οι Τούρκοι κατακτητές και οι Τουρκοκύπριοι συνεργάτες τους προχώρησαν στη δολοφονία του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού, των Μητροπολιτών και πολλών άλλων παραγόντων για να τρομοκρατήσουν τους Έλληνες και να πνίξουν οποιαδήποτε επαναστατική σπίθα. Το ποίημα-έπος της 9ης Ιουλίου του Βασίλη Μιχαηλίδη αποτυπώνει παραστατικά σημαντικά ιστορικά δεδομένα και περιγράφει την καταπίεση των Ελλήνων Κυπρίων από τους κατακτητές.
Όταν, ως αποτέλεσμα εξωγενών παραγόντων, η Οθωμανική Τουρκία παρέδωσε τη διοίκηση της Κύπρου στη Βρετανία το 1878, οι Έλληνες κάτοικοι της Μεγαλονήσου δέχθηκαν με ικανοποίηση την αλλαγή αυτή προσδοκώντας στην τελική αυτοδιάθεσή τους και την ένωση με την Ελλάδα. Στο βιβλίο του «Η Κύπρος από τη συγκρότηση στη διχοτόμηση» ο Σπύρος Σακελλαρόπουλος υπογραμμίζει ότι «σε αντίθεση με ότι πιστεύεται, σχεδόν ταυτόχρονα με τον ελληνικό εθνοτισμό άρχισε να σχηματίζεται και ο τουρκικός εθνοτισμός». Ο συγγραφέας σημειώνει επίσης και το εξής:
«Τον Οκτώβριο του 1907, επίσης, αντιπροσωπεία Τουρκοκυπρίων, στην οποία συμμετείχαν και δύο από τους τρεις μουσουλμάνους Βουλευτές, οι ShevketBey και Mehmet Zei, θα επισκεφτεί την Κωνσταντινούπολη και σε σειρά επαφών με Τούρκους επισήμους θα παρουσιάσει τα προβλήματα της κοινότητας, θέτοντας έμμεσα το ζήτημα της επιστροφής της Κύπρου σε Οθωμανικό κράτος».
Επιπρόσθετα, ο Σακελλαρόπουλος γράφει ότι «η τουρκοκυπριακή μειονότητα δεν αποδεχόταν τα δημοκρατικά δικαιώματα των Ελληνοκυπρίων ως πλειοψηφούσα κοινότητα».
Μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η εντατικοποίηση των προσπαθειών των Ελλήνων Κυπρίων για αυτοδιάθεση-ένωση ήταν αναμενόμενη. Η τουρκική θέση ήταν ότι το νησί έπρεπε «να επιστραφεί στην Τουρκία». Η διχοτόμηση θεωρείτο από τους Τούρκους της Κύπρου ως ένας συμβιβασμός. Κατά τη διάρκεια του αγώνα της ΕΟΚΑ οι Βρετανικές αποικιοκρατικές αρχές επιστράτευσαν Τουρκοκύπριους επικουρικούς αστυνομικούς στην προσπάθειά τους να καταπνίξουν την επανάσταση.
Οι Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου οι οποίες οδήγησαν στη δημιουργία της Κυπριακής Δημοκρατίας ήταν εν πολλοίς αποτέλεσμα του ανισοζυγίου δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο. Το δοτό Σύνταγμα παρέπεμπε σε μια δυαρχία, σε μια μορφή διοικητικής ομοσπονδίας. Υπήρχαν πολλά προβλήματα λειτουργικότητας. Πάνω απ’ όλα όμως το νεοσύστατο κράτος αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα νομιμοποίησης. Οι Έλληνες θεωρούσαν ότι όχι μόνο ο στόχος της ένωσης δεν επιτεύχθηκε αλλά το δοτό Σύνταγμα έδινε υπερβολικά προνόμια στην τουρκική μειονότητα, η οποία είχε αντιταχθεί στον αγώνα της ΕΟΚΑ στηρίζοντας τις αποικιοκρατικές δυνάμεις. Παρά τα υπερβολικά προνόμια που απέκτησαν οι Τουρκοκύπριοι υπέσκαπταν το νόμιμο κράτος με τη στήριξη της Τουρκίας.
Μετά τις διακοινοτικές συγκρούσεις του 1963-64 οι Τουρκοκύπριοι αποχώρησαν από το κράτος. Το Ψήφισμα 186 του Συμβουλίου Ασφαλείας του Μαρτίου του 1964 αποτέλεσε μια μεγάλη νίκη για την Κυπριακή Δημοκρατία και ήττα για την Τουρκία. Η ελληνοκυπριακή πλευρά δεν αξιοποίησε επαρκώς τις νέες συνθήκες καθώς και την Έκθεση του ειδικού αντιπροσώπου του ΓΓ του ΟΗΕ, Galo Plazza, του 1965 που κατ’ ουσίαν προέκρινε ένα ενιαίο κράτος τονίζοντας ότι δεν υπήρχε η γεωγραφική βάση στην Κύπρο για ένα ομοσπονδιακό πολίτευμα.
Μετά την άνοδο της Χούντας στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1967, τα γεγονότα στην Κοφίνου και την αποχώρηση της ελληνικής μεραρχίας από την Κύπρο τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου, ο Μακάριος επέλεξε την πολιτική του εφικτού. Με την έναρξη των ενδοκυπριακών συνομιλιών το 1968 δημιουργήθηκε μια μεγάλη ευκαιρία για κατάληξη σε μια δίκαιη λύση στη βάση ενός ενιαίου κράτους. Όμως διάφοροι παράγοντες αλλά κυρίως η αποσταθεροποίηση, η οποία τροφοδοτείτο από έξωθεν δυνάμεις, οδήγησαν στην αποτροπή μιας τέτοιας εξέλιξης με βαρύτατο τίμημα για την Κύπρο. Δυστυχώς οι συνέπειες του δίδυμου εγκλήματος, πραξικόπημα και εισβολή το καλοκαίρι του 1974, όχι μόνο εξακολουθούν να υφίστανται αλλά και εμβαθύνονται.
Είναι γεγονός ότι η περίοδος 1960-1974 ήταν πολυτάραχη. Και υπήρχαν διακοινοτικές και ενδοκοινοτικές τριβές και σε διάφορες περιπτώσεις βία. Επιπρόσθετα, υπήρχαν δημοκρατικά ελλείμματα στα πρώτα χρόνια της Κυπριακής Δημοκρατίας. Επί τούτου, σημειώνεται ότι δεν ήταν μόνο οι Τουρκοκύπριοι που ένοιωθαν ότι ετύγχαναν δυσμενούς διάκρισης αλλά και μερίδα Ελληνοκυπρίων. Αυτό όμως δεν μπορεί να αποτελεί άλλοθι για το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή, που άλλωστε σχεδιάσθηκαν και εκτελέσθηκαν από την αμερικανοκίνητη Χούντα των Αθηνών και την Τουρκία και με την ανοχή άλλων δυνάμεων. Πέραν τούτου, είναι σημαντικό να αξιολογήσουμε τα γεγονότα υπό το πρίσμα της συγκεκριμένης περιόδου σε διεθνές επίπεδο καθώς και το ότι δεν υπήρχε επαρκής εμπειρία και δημοκρατική παράδοση στο νεοσύστατο κράτος.
Όταν η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο στις 20 Ιουλίου 1974 διακήρυξε ότι στόχος της ήταν «η αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης και η προστασία της τουρκοκυπριακής κοινότητας». Είναι προφανές όμως ότι η Τουρκία είχε/έχει ως στόχο τον στρατηγικό έλεγχο ολόκληρης της Κύπρου. Υπογραμμίζεται επίσης ότι η Τουρκία χρησιμοποίησε την τουρκοκυπριακή μειονοτική κοινότητα, όπως η Ναζιστική Γερμανία χρησιμοποίησε τη Γερμανική μειονότητα στη Σουδετία για κατάληψη της Τσεχοσλοβακίας λίγο πριν από το δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η ούτω καλούμενη «ΤΔΒΚ» οικοδομήθηκε πάνω στις κλεμμένες περιουσίες των Ελλήνων και στην εθνοκάθαρση στην οποία προέβη η Τουρκία. Ούτε είναι δυνατό να παραγνωρισθεί ο εποικισμός, ο συνεχιζόμενος υβριδικός πόλεμος εις βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας και η βεβήλωση ιερών μας καθώς και της πολιτισμικής μας κληρονομίας.
Στη σημερινή συγκυρία οι Τουρκοκύπριοι χρησιμοποιούν την ταυτότητα και τα ταξιδιωτικά έγγραφα της Κυπριακής Δημοκρατίας και επικαλούνται τα δικαιώματα του Συντάγματος του 1960 καθώς και της ΕΕ, παραγνωρίζοντας παντελώς τις οποιεσδήποτε υποχρεώσεις τους. Και παρά τις οδυνηρές υποχωρήσεις των Ελληνοκυπρίων, ως αποτέλεσμα των κατοχικών δεδομένων και του ανισοζυγίου δυνάμεων, δεν κατέστη δυνατή μια υποφερτή ομοσπονδιακή λύση καθώς υπάρχει η τουρκική εμμονή για τον παραμερισμό του νόμιμου κράτους και της δημιουργίας μιας συνομοσπονδιακής τρικέφαλης οντότητας η οποία θα τελεί υπό την κηδεμονία της Άγκυρας.
Είναι εκπληκτικό ότι η Τουρκία, μια χώρα 800.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων και με πληθυσμό περίπου 80 εκατομμύρια, ακολουθεί τη φιλοσοφία «μια πατρίδα, μια χώρα, ένας λαός» αρνούμενη να δεχτεί οποιαδήποτε ξεχωριστά μειονοτικά δικαιώματα για εκατομμύρια Κούρδους και άλλους, ενώ στην περίπτωση της Κύπρου, ενός κράτους με έκταση λιγότερο από 10.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα και πληθυσμό γύρω στο 1 εκατομμύριο, προκρίνει μια στρεβλή τρικέφαλη συνομοσπονδιακή οντότητα. Αλλά και οι απαιτήσεις της εκάστοτε τουρκοκυπριακής ηγεσίας καθώς και η συστηματική υπόσκαψη του νόμιμου κράτους είναι άνευ ορίων.
Παρά τα δυσμενή δεδομένα και το ανισοζύγιο δυνάμεων ο Κυπριακός Ελληνισμός καλείται να συνεχίσει τον αγώνα για ελευθερία και αξιοπρέπεια. Η Κυπριακή Δημοκρατία θα πρέπει να προστατευθεί ως κόρη οφθαλμού.
Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.