Εβδομάδες πριν την έναρξη της πανδημίας αρχίσαμε ως Νοσοκομείο αναφοράς να προετοιμαζόμαστε για να αρχίσουμε να φιλοξενούμε και να νοσηλεύουμε ασθενείς με κορωνοϊό. Όλα με μυστικότητα, τι θα γίνει αν διαρρεύσει ότι θα είμαστε Νοσοκομείο αναφοράς; Τι αντιδράσεις θα έχουμε; Θα υπάρξει άραγε πανδημία; Θα έρθει σε μας; Τι είναι ο κορωνοϊός; Πώς γράφεται;
Ο όρος αόρατος εχθρός μπαίνει στη ζωή μας. Ξαφνικά βλέπουμε τι συμβαίνει στην Ιταλία. Όλοι σιγοψιθυρίζαμε, θα συμβεί και σε μας το ίδιο; Ο προβληματισμός έφτασε στην κορύφωση.
Αυτό που όλοι αναμέναμε έγινε. Τα πρώτα θετικά κρούσματα και ως αναμενόμενο οι πρώτες εισαγωγές. Νέοι όροι μπαίνουν στη ζωή μας, καραντίνα, lockdown, αριθμός κρουσμάτων, μεταδοτικότητα.
Δεν ξέρω αν έχει συμβάλει και το γεγονός ότι βρισκόμασταν λίγες μέρες πριν το Πάσχα. Λες και υπήρχε μια αγιοσύνη βγαλμένη από τα Αγία Πάθη. Εντοπίσαμε τον ρεαλισμό και ταυτόχρονα τον ανθρωπισμό αποκλείοντας από την άλλη τον πανικό της ευθύνης. Η πορεία στο άγνωστο, που αναβαθμίζει άγχη και αγωνίες, ο φόβος της μετάδοσης, ο φόβος για τους αγαπημένους μας, η ανασφάλεια για τις αντοχές μας έπρεπε να δαμαστούν και να επιστρατευτούν όλες οι επιστημονικές και ανθρωπιστικές μας δυνατότητες, για να στηρίξουμε αλλά και να δικαιώσουμε τους ασθενείς μας, που μας έβλεπαν, ως την μοναδική σανίδα σωτηρίας τους. Η επιθυμία των ασθενών μας για θεραπεία έγινε ο φάρος των ενεργειών μας. Ασθενείς από κάθε γωνιά της Κύπρου, αρκετοί από αυτούς για πρώτη φορά στη Αμμόχωστο, τι ειρωνεία, όχι για προσκύνημα αλλά για να καταφέρουν να επιζήσουν.
Πρωί στη δουλειά, καθημερινά, με ελάχιστο ύπνο. Άδειοι δρόμοι, όλοι κρυμμένοι στα σπίτια τους να κρυφοκοιτάζουν από τα παράθυρα. Μήπως έρχεται το τέλος του κόσμου; Υποσυνείδητα σου έρχονται στο μυαλό εικόνες βιβλικής καταστροφής. Έζησα σαν παιδί την τουρκική εισβολή. Για άλλη μια φορά ζω και βιώνω τον πανικό, τον φόβο και την αβεβαιότητα. Αυτή τη φορά όμως ο εχθρός είναι αόρατος. Κάθε μέρα λες και ήταν Μεγάλη Παρασκευή.
Αυτά τα συναισθήματα όμως του καθενός μας, μας οδήγησαν για πρώτη φορά μετά από χρόνια σε μια πρωτοφανή αλληλεγγύη, τόσο της πολιτείας αλλά και της κοινωνίας και του απλού πολίτη. Στα μάτια όλων λες και έβλεπες τους γονείς σου, τα παιδιά σου την οικογένεια σου. Λες και όλοι γίναμε ένα.
Κλεισμένη σε τέσσερεις τοίχους, με το τηλέφωνο στο χέρι να συντονίζεις τα πάντα. Αγωνία, άγχος για τον κάθε ασθενή. Από συντονιστής να γίνεσαι ψυχοθεραπευτής, να πεις μια κουβέντα παρηγοριάς στον κάθε ασθενή και να προσπαθείς να εμψυχώσεις τους οικείους του. Να λυγίζεις και να λες Θεέ μου, Παναγιά μου βοήθησε μας.
Δάκρυα χαράς, να κρύβεσαι και να κλαις από χαρά, ακούγοντας χειροκροτήματα σε κάθε ένα από τα εξιτήρια. Από την άλλη να σκέφτεσαι ότι για αυτούς που δεν τα κατάφεραν δεν μπορούσαν οι δικοί του να τον θρηνήσουν. Ακόμη και αυτό το χάρισμά μας σαν λαός, του αποχαιρετισμού του δικού μας ανθρώπου το στερηθήκαμε.
Βράδυ μπροστά στην τηλεόραση να ακούσουμε τον αριθμό των νέων κρουσμάτων, η απόλυτη ησυχία, ακολουθώντας αναλόγως του αριθμού τον εφησυχασμό ή τον προβληματισμό.
Ο πανικός μπήκε στα σπίτια μας, Πάσχα, άνοιξη, καλοκαίρι, απόσταση, μάσκα. Μια καινούργια ζωή ξεκίνησε. Ένας χρόνος μετά, λες και ήταν χθες. Τίποτα δεν έχει τελειώσει. Όμως άρχισε και ανατέλλει η αισιοδοξία. Όλοι ονειρευόμαστε την ερχόμενη άνοιξη, και θα έρθει, χωρίς μάσκες.
Η Αμαλία Χατζηγιάννη MD, PhD, είναι Καρδιολόγος και Ιατρική Διευθύντρια Γ.Ν.Αμμοχώστου