Για πολλούς από μας που ζήσαμε από πρώτο χέρι τα τραγικά γεγονότα του 1974 μας προκαλεί μελαγχολία και θλίψη για την τραγωδία που ζήσαμε το 74, αισθήματα που νιώθουμε εντονότερα αυτές τις μέρες. Ενθαρρυμένος από ένα φίλο ιστορικό που διαπρέπει στο Λονδίνο ο οποίος μου είπε: “Είναι σημαντικό αυτά που ζήσαμε και έχουν σχέση με την ιστορία αυτού του τόπου να τα καταγράψουμε”, παραθέτω πιο κάτω τρεις μαρτυρίες.
Μαρτυρία Πρώτη
Η τουρκική εισβολή με βρήκε να υπηρετώ στην III Ανωτέρα Τακτική Διοίκηση (III ΑΤΔ) στη Λευκωσία σαν βοηθός 4ου ΕΓ στο γραφείο του Διευθυντή του 1ου & 4ου επιτελικού γραφείου Αντισυνταγματάρχη Χρίστου Φώτη. Η Τρίτη Ανωτέρα είχε όρια ευθύνης την πράσινη γραμμή και την περιοχή της εισβολής στη Κερύνεια. Χαράματα το πρωί της 20ης Ιουλίου 1974, προτού ξεκινήσουν οι βομβαρδισμοί συνάντησα στο προαύλιο της Ανωτέρας τον Αν/χη Χρίστο Φώτη ντυμένο με στολή εκστρατείας. Ανταλλάξαμε λίγες κουβέντες και μου εξήγησε ότι πήρε πράσινο φάκελο από το ΓΕΕΦ και φεύγει αμέσως για να αναλάβει τάγμα εφέδρων που θα συγκροτηθεί. Οι τελευταίες του λέξεις “Δώρε, (έτσι με φώναζε), μείνε στο γραφείο μέχρι να στείλουν άλλο αξιωματικό”. Αποχαιρετισθήκαμε και έφυγε αμέσως χωρίς να μπει καν στο γραφείο του. Μου έκανε τρομερή εντύπωση και αναρωτήθηκα “πώς είναι δυνατόν, τη στιγμή που υπάρχουν άλλοι αξιωματικοί χωρίς ουσιαστικά καθήκοντα να ‘’ξηλώνουν’’ τη νευραλγική διοίκηση του 1ου& 4ου επιτελικού”.
Ξεκίνησαν οι βομβαρδισμοί και η ρήξη αλεξιπτωτιστών. Φορτώσαμε τα λαντ-ρόβερ της ανωτέρας με τα προβλεπόμενα, και ξεκινήσαμε για τον χώρο διασποράς. Καταφέραμε να μετακινηθούμε περί τα 200 μέτρα προς την Αγγλικανική Εκκλησία, που βρίσκεται απέναντι από την ελληνική Πρεσβεία και καθηλωθήκαμε λόγω της δραστηριότητας της τούρκικης αεροπορίας. Ταμπουρωθήκαμε πίσω από το τοιχαράκι της περίφραξης της εκκλησίας και ανταλλάζαμε πυρά με τους Τούρκους που βρίσκονταν στο τείχος παρά τον κυκλικό κόμβο Μάρκου Δράκου.
Επιστρέψαμε στην Ανωτέρα μετά το μεσημέρι, μπαίνω στο γραφείο του και βλέπω να κάθεται στην θέση του Αντισυνταγματάρχη Χρίστου Φώτη ο Διοικητής του 3ου Τακτικού Συγκροτήματος ο οποίος έπρεπε να ήταν στην Κερύνεια, όπου είχε τη βάση του το Συγκρότημα. Τόση οργή ένιωσα που εγκατέλειψα το γραφείο και ασχολήθηκα με την επιστράτευση στο ΓΣΠ μέχρι που ο συγκεκριμένος αξιωματικός εγκατέλειψε την Ανωτέρα.
Μαρτυρία Δεύτερη
Μια μέρα πριν από τον δεύτερο Αττίλα μετακινηθήκαμε από την ΙΙΙ ΑΤΔ στο Γυμνάσιο Στροβόλου το οποίο βρισκόταν, την τότε εποχή, σε κάποια απόσταση από την οικιστική περιοχή. Είχαμε μέχρι τότε χαρτογραφήσει τις περιοχές που είχαν καταλάβει οι Τούρκοι κατά την πρώτη φάση της εισβολής, κοκκινίζοντας τον θύλακα που δημιουργήθηκε. Ξεκίνησε την επόμενη μέρα η δεύτερη φάση της εισβολής και παίρναμε αναφορές για νέες περιοχές που έπεφταν στα χέρια των Τούρκων. Και κοκκινίζαμε και κοκκινίζαμε τον χάρτη. Βγήκα από την τάξη που ήταν το 2ο Ε.Γ. όπου υπήρχε ο χάρτης και με παράπονο και απογοήτευση κατευθύνθηκα προς την τάξη του 1ου & 4ου Ε.Γ. Περπατώντας στην αυλή του σχολείου βλέπω τον ταγματάρχη τότε του εφεδρικού Παντελάκη Πανταζή, ο οποίος είχε εν τω μεταξύ τραυματισθεί στην πρώτη φάση της εισβολής, να μπαίνει στο χώρο της αυλής και να διαπληκτίζεται φραστικώς με τον Διευθυντή του 2ου Επιτελικού Γραφείου της ΙΙΙ ΑΤΔ.
Κατευθύνθηκα στην τάξη, κανένας δεν ήταν μέσα, πήρα μια κιμωλία και έγραψα με μεγάλα γράμματα στον πίνακα “πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θα ‘ναι”. Πέρασε λίγη ώρα και ήρθε ο συνάδελφος Βάσος Βασιλείου (βοηθός 1ου ΕΓ) και ξεκινήσαμε να συζητούμε τα γεγονότα, όποτε μπαίνει στην τάξη ο επόπτης του γραφείου, μας κοίταξε και ρώτησε “ποιος το έγραψε αυτό;”. Χωρίς δισταγμό του είπα “εγώ”. Ζήτησε από τον Βάσο να φύγει από την τάξη και μου είπε κάτσε να μιλήσουμε. Καθίσαμε και ξεκίνησε λέγοντας μου πώς βρέθηκε στην Κύπρο (Ταγματάρχης του Γενικού Επιτελικού Στρατού (ΓΕΣ) της Ελλάδας ο οποίος είχε έρθει στην Κύπρο με νέους οπλίτες της ΕΛΔΥΚ λίγες μέρες πριν από την τουρκική εισβολή, για αντικατάσταση οπλιτών που γύριζαν στην Ελλάδα) και τα ακόλουθα όπως τα θυμάμαι μετά από τόσα χρόνια:
“Την βραδιά 19 προς 20 Ιουλίου (1974) βρισκόμουν με τον Ταξίαρχο Μιχ. Γεωργίτση στο ΓΕΕΦ (εκτελούσε χρέη Αρχηγού ΓΕΕΦ) και καθ’ όλη την διάρκεια της νύκτας ο Ταξίαρχος τηλεφωνούσε στο ΓΕΕΘΑ στην Αθήνα και ανέφερε ότι τα ραντάρ στην Κύπρο δείχνουν νηοπομπή, με πλοία να κινούνται προς Κύπρο, και σε κάθε τηλεφώνημα ανέφερε πόσο απείχαν από τις ακτές της Κύπρου. Σε όλα τα τηλεφωνήματα έπαιρνε την στερεότυπη διαβεβαίωση (από την Αθήνα) ότι οι Τούρκοι κάνουν άσκηση και θα επιστρέψουν πίσω και να μην κάνει τίποτα. Όταν ξεκίνησαν οι βομβαρδισμοί έβγαλε το τηλέφωνο από το παράθυρο για να ακούσουν οι συνομιλητές του Ταξίαρχου ότι ξεκίνησαν οι βομβαρδισμοί, ο πόλεμος και η εισβολή”.
Μαρτυρία Τρίτη
Καθ’ όλη την θητεία μου στην III ΑΤΔ μου είχε ανατεθεί να γράφω σε ειδικό βιβλίο την Ημερήσια Διαταγή από συγκεκριμένες χειρόγραφες σημειώσεις του Διευθυντή του 1ου Επιτελικού Γραφείου. Περί τα τέλη Αυγούστου 1974 μου ζητήθηκε να ετοιμάσω Ημερήσια Διαταγή για να τιμηθούν αξιωματικοί για την προσφορά τους κατά την διάρκεια της τούρκικης εισβολής. Η λίστα περιλάμβανε γύρω στα 20 άτομα (αν θυμάμαι καλά) Έλληνες και Κύπριους αξιωματικούς. Ορισμένοι από αυτούς, έκρινα με βάση την προσωπική εμπειρία και αντίληψη που είχα των γεγονότων, ότι δεν πρόσφεραν οτιδήποτε στην πατρίδα για να δικαιούνται ηθικές αμοιβές και αρνήθηκα να γράψω τη συγκεκριμένη Ημερήσια Διαταγή και δεν ξανάγραψα στο βιβλίο αυτό.
Παρέθεσα τρεις μαρτυρίες όπως τις έζησα χωρίς σχολιασμούς. Το έκανα νιώθοντας το χρέος να καταγράψω αυτές τις μικρές μαρτυρίες που στέλνουν πολλά μηνύματα. Μηνύματα για τα βασικά στοιχεία της περιόδου εκείνης δηλαδή τον ηρωισμό, την προδοσία και ότι αποδόθηκαν τιμές σε πολλούς, που δεν το άξιζαν. Απέφυγα να αναφέρω κάποια ονόματα για ευνόητους λόγους.
***Το άρθρο γράφτηκε και δημοσιεύθηκε τον Ιούλιο του 2013
Ο Θεόδωρος Χαραλάμπους είναι Καθηγητής Πανεπιστήμιου