Μέσα στον θρήνο και την κούραση του τελευταίου χρόνου, με τον κόσμο να παλεύει ν’ ανακτήσει τις χαμένες του ελευθερίες, ένα θαρραλέο κορίτσι, αποκαλύπτει τον βιασμό του και γυρίζει τη χώρα ανάποδα. Όλα αλλάζουν. Οι σκέψεις μας αλλάζουν. Το μέλλον μας αλλάζει. Οι “βάρβαροι” που θάψαμε στις λάσπες, δεν ήταν οι βιαστές του πολιτισμού μας. Οι πραγματικοί σάτυροι μεγάλωσαν στην διπλανή αυλή, κοινώνησαν από το ίδιο κουτάλι. Τα είδωλά μας ξεγυμνώθηκαν. Ο Δον Κιχώτης, όταν δεν φοράει τη μεταλλική πολεμική στολή του δέρνει, βιάζει και φοβίζει. Όλα τα παιδιά που τον γνωρίσαν ακρωτηριάστηκαν. Κοίτα τον τώρα. Δεν είναι αστείος τώρα. Χωρίς την περικεφαλαία του φαίνεται πιο μικρός. Φοβάται. Μας φοβάται. Και φοβούνται που μας φοβάται. Να πέσουν όλες οι μάσκες. Να μείνουμε γυμνοί επάνω στη σκηνή, ο ένας απέναντι από τον άλλο και να ξανασυστηθούμε. «Όλοι» λέει ο ένας. «Μόνο οι αρτιμελείς» λέει ο άλλος. Οι ασακάτευτοι. Οι ασημάδευτοι. Οι ολόκληροι άνθρωποι βρε αδερφέ! Που τον κρύβατε αυτόν τον άλλο; Που τον χώραγε τόσο μισαναπηρισμό, σ’ ένα τόσο μικρό κεφάλι αυτός ο άλλος; Το καστ της κυβέρνησης, ετοιμάζεται να βγει στους δρόμους να μας απασχολήσει μ’ ένα νέο έργο. Έχουμε πρεμιέρα! Οι γκαστρωμένες αποκλείονται από τον χορό, η αγέννητη ζωή δε γουστάρει ποιότητα, γουστάρει κλαρίνα. Η Δουλτσινέα, που ‘ναι πάλι αόρατη, κλαίει και χτυπιέται για το δίκιο της. Αν δεν ανοίξουν σύντομα τα κομμωτήρια και τα νυχάδικα, οι ειδικοί εικάζουν πως θα τρελαθεί. Η κυβέρνηση έχει βάλει πλυντήριο και πλένει τα καινούργια κουστούμια των ηρώων της. Η αστυνομία καθαρίζει τον χώρο που θα στηθεί η νέα σκηνή. Έχει πιάσει τη γυναίκα του πρωτομάστορα και τη τσιμεντώνει στα θεμέλια. Οι παπάδες ετοιμάζουν τους αγιασμούς για την καλή τύχη της χώρας. Με τη μακριά γενειάδα τους σκουπίζουν το κάθιδρο μέτωπό τους. Κι εκεί, λίγο πριν τη γενική πρόβα, ο ήρωας ενός άλλου έργου διασχίζει τη σκηνή. Κυλιέται στο πάτωμα. Πεθαίνει. Μαζί πεθαίνουμε. Μαζί σπαράζουμε. Οι θεατές δεν μουρμουρίζουν πια. Φωνάζουν! Όλοι φωνάζουν. «Ψόφος στους φονιάδες» φωνάζουν. «Δικαιοσύνη» φωνάζουν. Και ξάφνου, σαν κάποιος να σταμάτησε τον χρόνο, όλα γύρω μένουν ακίνητα. Κανένας θόρυβος. Τα φύλλα στα δέντρα ασάλευτα. Τα στόματα ακούνητα. Σαν σε σκηνή από ασπρόμαυρη ταινία του Σπίλμπεργκ, μια γενναία γυναίκα περπατά με το κόκκινο παλτό της ανάμεσα στους εξαγριωμένους. Χωρίς να υπολογίζει τα θηρία. Χωρίς να φοβάται τα τέρατα. Χωρίς κατάρες και ουρλιαχτά. Χωρίς να τη σταματά κανείς. Μια σπουδαία γυναίκα, δωρίζει τα όργανα του ήρωα της και μετά, ήχος. Ζωή.
Η Μαρία Δαλίδου εργάζεται στον τομέα της πολιτιστικής διαχείρισης και πολιτιστικής πολιτικής για την ενίσχυση και ανάπτυξη των πολιτιστικών βιομηχανιών στις αναπτυσσόμενες και λιγότερο αναπτυγμένες χώρες της Αφρικής, της Καραϊβικής και της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής και την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εξάλειψη της βίας, μέσα από τον χώρο του πολιτισμού