Ο πόλεμος δεν απειλεί μόνο τη ζωή όσων τον βιώνουν, αλλά και την ψυχική υγεία των επιζώντων και εν δυνάμει όλων εμάς που παρακολουθούμε από μακριά και εκ του ασφαλούς τις συγκρούσεις, που εκτυλίσσονται στις γραμμές του μετώπου.
Το ανθρώπινο βλέμμα ακινητοποιείται μπροστά στη φρίκη του πολέμου και στις βίαιες εικόνες που μεταφέρονται διαρκώς και λεπτομερώς από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης. Βιώνεται συχνά αυτό που εμείς οι ειδικοί αποκαλούμε έμμεσο τραύμα (vicarious traumatization) όταν συμβαίνει ένα φρικτό γεγονός. Πρόκειται κατά μια έννοια για μια “φυσιολογική αντίδραση σε μη φυσιολογικά και βίαια γεγονότα”. Είναι στην φύση μας να συμπάσχουμε, να συμπονούμε και να λυπόμαστε για τους συνάνθρωπους μας που βρίσκονται αντιμέτωποι με μια τραγωδία, όποια και εάν είναι αυτή και οπού και να εκτυλίσσεται, π.χ. στα Τέμπη, στη Θεσσαλία, στην Ουκρανία, στο Ισραήλ. Δε χρειάζεται, να πρωταγωνιστούμε σε ένα τραγικό γεγονός για να επηρεαστούμε από τη σφοδρότητα και τη φρίκη του.
Ο πρόσφατος πόλεμος στην Ουκρανία, οι ρωσικές απειλές για πυρηνικό πόλεμο και η νέα άγρια αιματηρή αντιπαράθεση Χαμάς – Ισραήλ έχουν εκτοξεύσει την ανασφάλεια των πολιτών και έχουν μετρήσιμες επιπτώσεις στην ψυχική μας υγεία που ήταν ήδη επιβαρυμένη λόγω της αυξημένης και συσσωρευμένης πίεσης από την έντονη οικονομική κρίση που αντιμετωπίσαμε στη χώρα μας, την πανδημία και τα πρωτοφανή μέτρα περιορισμού που εφαρμόστηκαν σε παγκόσμιο επίπεδο, τραυματίζοντας την ανθρώπινη σχέση όποιου είδους κι αν είναι αυτή – ερωτική, οικογενειακή, φιλική, εργασιακή.
Βλέπω καθημερινά ανθρώπους να φοβούνται, να αγωνιούν, να διαταράσσεται σημαντικά ο ύπνος τους και να επηρεάζεται γενικότερα η καθημερινή τους λειτουργικότητα. Κάποιοι υποτιμούν, αρνούνται ή αδιαφορούν για την πραγματικότητα στην προσπάθεια τους να αμυνθούν ψυχικά. Άλλοι αγανακτούν, θυμώνουν, εκδηλώνουν οργή, κάνουν κατάχρηση ουσιών ή ασκούν βία εντός και εκτός και της οικογένειας.
Και κάτι ακόμα. Όλο αυτό το κλίμα, το οποίο επηρεάζει τους ανθρώπους με διαφορετικό τρόπο και ένταση, δημιουργεί ένα αίσθημα έλλειψης εμπιστοσύνης και τραυματίζει τα όνειρα, κυρίως των νέων που φοβούνται πλέον να επενδύσουν σε ένα όλο και πιο απρόβλεπτο μέλλον. Και αυτό είναι κατ’ εμέ ένα βαθύ τραύμα που θα έχει πολλαπλές και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις σε επίπεδο ανθρώπινο, μακροοικονομικό, κοινωνικό και ψυχικό.
Δεν είναι όμως μόνο οι άγριες σκηνές πολέμου που μας τραυματίζουν και μας οδηγούν σε συναισθηματική εξάντληση.
Ανοίγουμε το κινητό, ανοίγουμε την τηλεόραση και σε καθημερινή βάση γινόμαστε θεατές μιας σειράς από εγκλήματα, γυναικοκτονίες, παιδοκτονίες, “κινηματογραφικές” δολοφονίες από συμμορίες που σκοτώνουν κατά παραγγελία, ενδοοικογενειακή βία, βιασμούς, ασέλγειες και εκπορνεύσεις ανηλίκων αλλά και άγριες σκηνές δυστυχίας και πόνου όπως παιδιά μεταναστών να πνίγονται στη Μεσόγειο.
Αν λάβουμε υπόψιν την επιβαρυμένη καθημερινότητα με κοινωνικο-οικονομικές δυσκολίες, τα προσωπικά ψυχικά τραύματα, τα οποία ούτως ή άλλως κουβαλάμε μέσα μας και την ύπαρξη και συνεχή προβολή άγριων σκηνών δυστυχίας και πόνου, τότε μπορούμε να αναλογιστούμε γιατί τα προβλήματα ή τα ζητήματα ψυχικής υγείας όπως κρίσεις πανικού, κατάθλιψη, άγχος και αίσθημα και ανασφάλειας, απομόνωσης και φόβου εμφανίζονται όλο και συχνότερα.
Σύμφωνα με έρευνες η υπερβολική έκθεση σε βίαια εγκλήματα και εικόνες πολεμικών συγκρούσεων που μεταφέρονται διαρκώς και λεπτομερώς από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης, απευαισθητοποιoύν τον εγκέφαλο μας και τις αντιδράσεις μας στον στον πόνο που βιώνουν οι άλλοι. Μάλιστα όσο περισσότερο εκτιθέμεθα σε βίαιες σκηνές και γεγονότα στα οποία είμαστε ανήμποροι να βοηθήσουμε έμπρακτα, τόσο περισσότερο «μπουκώνουμε» με αυτό που βλέπουμε καθημερινά, το συνηθίζουμε και κατά μια έννοια “φυσιολογικοποιούμε τον τρόμο” και αυτό μπορεί να μας αποδυναμώσει ως κοινωνία, κάνοντας μας μακροπρόθεσμα λιγότερο ευαισθητοποιημένους σε φαινόμενα και γεγονότα που συμβαίνουν γύρω μας ή και λιγότερο αλληλέγγυους με τα θύματα.
Έχει ακόμα παρατηρηθεί σε παιδιά “εθισμός” στη βία, επιθυμούν, δηλαδή, μετά από λίγο, όλο και περισσότερο να παίζουν ανάλογα παιχνίδια ή να βλέπουν τέτοιες εικόνες, προβαίνοντας, ενίοτε, μέσω της μίμησης και της μάθησης όσων βλέπουν, σε κακοποιητικές και παραβατικές συμπεριφορές, περιλαμβανομένου του εκφοβισμού (bullying).
Αν και η συνεχόμενη προβολή σε σκηνές βίας επηρεάζει τους ανθρώπους με διαφορετικό τρόπο και ένταση, η κλινική μας εμπειρία διδάσκει ότι οι λεπτομερείς οπτικοακουστικές αναλύσεις και πληροφορίες, η διάρκεια και ο τρόπος που προβάλλονται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης είναι πολύ περισσότερες από αυτές που ο μέσος άνθρωπος μπορεί να αντέξει.
Ζώ και εργάζομαι στην Ιταλία πάνω είκοσι χρόνια. Τον τελευταίο καιρό πηγαινοέρχομαι για επαγγελματικούς λόγους στην Αθήνα και παρατηρώ μια τεράστια διαφορά στην κάλυψη τραγικών συμβάντων. Το 2016 συνέβη ένα μεγάλο σιδηροδρομικό ατύχημα στο Μπάρι, μια τραγωδία ανάλογη με αυτήν στα Τέμπη. Την έζησα από κοντά ως συντονιστής του κλιμακίου ψυχιάτρων και κλινικών ψυχολόγων, που έσπευσαν επιτόπου για να υποστηρίξουν τους επιζώντες, τους συγγενείς των θυμάτων και τα σωστικά συνεργεία. Ίδια μυρωδιά θανάτου, ίδιος αβάστακτος πόνος, ίδια η απόγνωση! Με μια τεράστια διαφορά! Η τηλεόραση ανακοινώνει λιτά και χωρίς πολλές λεπτομέρειες το γεγονός με σεβασμό στα θύματα και στις οικογένειες τους.
Με κατάπληξη, απορία και θα έλεγα οργή, βλέπω εδώ την τηλεόραση να κατακλύζεται από μια πλημμυρίδα φρίκης συνεχώς. Από το πρωί μέχρι το βράδυ οι ίδιες φρικτές εικόνες και περιγραφές στο εμπόριο του πόνου. Κάποιοι δημοσιογράφοι θεωρούν ότι επιτελούν το έργο τους με το να δίνουν λεπτομερείς πληροφορίες, να περιγράφουν διαμελισμένα πτώματα λες και πρόκειται για κομμάτια κρέας και να θέτουν στα σοκαρισμένα θύματα περισπούδαστες ερωτήσεις του είδους: “Νιώσατε πανικό;” ή “Έχετε ξαναβιώσει τέτοια τραγωδία;” Και θα ακολουθήσει η κάλυψη στις κηδείες, ο θρήνος των συγγενών και όλα τα σχετικά.
Πώς να μαλακώσουμε το “τραύμα” που μπορεί να νιώθουμε από τα δυσάρεστα και βίαια γεγονότα που μας κατακλύζουν και πως να μένουμε ενημερωμένοι προστατεύοντας όμως και την ψυχική μας υγεία;
Είναι σημαντικό καταρχάς να αφιερώνουμε ένα (συγκεκριμένο) χρονικό διάστημα για να παρακολουθούμε τις ειδήσεις από αξιόπιστες πηγές γιατί η παραπληροφόρηση εξαπλώνεται αστραπιαία σε περιόδους κρίσης συμβάλλοντας μόνο στον πανικό. Εάν πιάνουμε τον εαυτό μας να ψάχνει το κινητό το βράδυ όταν δεν μπορούν να κοιμηθούν, τότε να στρέφουμε την προσοχή μας σε πιο “χαλαρές” ειδήσεις στο διαδίκτυο. Ως γονείς πρέπει να θέτουμε και σαφή όρια στα παιδιά για το πότε και αν θα χρησιμοποιήσουν υπολογιστή ή τάμπλετ. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να κρατάμε τα παιδιά σε άγνοια, αλλά μπορούμε να φιλτράρουμε οι ίδιοι τα γεγονότα και να τους τα μεταφέρουμε με λόγια που αρμόζουν στην ηλικία και στο πλαίσιο της κοινωνικό-συναισθηματικής και γνωστικής ανάπτυξης τους.
Επίσης πρέπει να κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να διατηρήσουμε μια φυσιολογική ρουτίνα. Αυτό περιλαμβάνει τις ώρες ύπνου, τις ώρες αφύπνισης, την εργασία και οποιεσδήποτε άλλες καθημερινές πτυχές της ζωής. Όταν συμβαίνουν τραγικά γεγονότα, αισθανόμαστε απώλεια ελέγχου στη ζωή μας και σε όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας. Όσο περισσότερο μπορούμε να παραμείνουμε στη φυσιολογική, κανονική μας ρουτίνα, τόσο περισσότερο ο εγκέφαλος και το σώμα μας νιώθουν ότι έχουμε και πάλι τον έλεγχο και αυτό είναι καταπραϋντικό.
Σίγουρα αισθανόμαστε επηρεασμένοι από αυτό που συμβαίνει στον κόσμο αυτή τη στιγμή. Η καταστολή των συναισθημάτων όμως συμβάλλει μόνο σε κακή ψυχική υγεία. Είναι ζωτικής σημασίας, ιδίως σε περιόδους αναταραχής και τραύματος, να αναγνωρίζουμε πώς αισθανόμαστε, όπως και να επεξεργαζόμαστε και να μοιραζόμαστε με άλλους ανθρώπους τα συναισθήματα μας. Εάν παρατηρήσουμε ότι δεν ακολουθούμε μια τυπική ρουτίνα, απομακρυνόμαστε από τους άλλους, νιώθουμε έντονα συναισθήματα ή δυσλειτουργικές σκέψεις που δυσκολεύουν την καθημερινή μας λειτουργία ή στρεφόμαστε σε ανθυγιεινούς μηχανισμούς αντιμετώπισης (π.χ. αλκοόλ), τότε θα πρέπει να απευθυνθούμε σε έναν επαγγελματία ψυχικής υγείας για μας βοηθήσει.
Άρθρο του Αντωνίου Ντακανάλη Καθηγητή και επικεφαλής Ερευνητή Ψυχιατρικής και Ψυχοθεραπείας
του Πανεπιστημίου «Μπικόκα» του Μιλάνου /Μέλους του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ψυχικής Υγείας