Η βίωση της ζωής ως δυσμενούς συνθήκης μπορεί να είναι επακόλουθο σύμπτωμα της καθεστωτικής πραγματικότητας του νεοφιλελευθερισμού. Του συστήματος που συχνά εθελοτυφλεί ενώπιον των πραγματικών δεδομένων, τα οποία διαμορφώνονται ως παράγωγες επιπτώσεις της ισοπεδωτικής απορρύθμισης της αγοράς και του ανθρώπινου βίου. Η πρόταξη του ατομικού συμφέροντος, του χωρίς αυστηρά όρια ανταγωνισμού, της απάθειας έναντι των συλλογικών ζητημάτων, η υποβάθμιση της αλληλεγγύης και η υποτίμηση της σημασίας των ατομικών αποφάσεων για το κοινό καλό συνιστούν δυνητική απειλή ενίοτε και για την επιβίωση των πολιτών. Σε αρκετές ευρωπαϊκές δημοκρατίες, η πανδημία ανέδειξε τις φοβερές επιπτώσεις των εγγενών μεθόδων και πολιτικών του εφαρμοσμένου νεοφιλελευθερισμού, πρωτίστως στον τομέα της δημόσιας υγείας, ο οποίος κλήθηκε ν’ ανταποκριθεί σε πρωτόγνωρες συχνά συνθήκες όντας απροετοίμαστος, χωρίς επαρκή σχεδιασμό και κατόπιν των συνεπειών της πολυετούς οικονομικής κρίσης.
Εμφατικά, ήρθαν στην επιφάνεια οι στρεβλοί άξονες της «ανάπτυξης» που βιώνουν οι πολίτες τον 21ο αιώνα. Εν ολίγοις, η αλόγιστη εκμετάλλευση του περιβάλλοντος, η υπερπαραγωγή, η καλλιέργεια συνεχώς νέων ψευδοαναγκών, η οργανωμένη απαξίωση του δημοσίου συμφέροντος, η υποταγή της τεχνολογίας σε αποκλειστικά κερδοσκοπικές δραστηριότητες υπενθύμισαν και σε ανυποψίαστους πολίτες ότι οι βάσεις της προόδου, για την οποία εργάζονται, ίσως δεν είναι βιώσιμες. Οι αποκλεισμένοι της ανάπτυξης ή και της αξιοπρεπούς επιβίωσης, ως νευραλγικό μέγεθος του κοινωνικού κράτους, δεν επιτρέπουν αισιόδοξη ενατένιση της πραγματικότητας και δεν συμβαδίζουν με τις αξίες του ευρωπαϊκού και δημοκρατικού ιδεώδους. Ενόσω διαρκεί η πανδημία αλλά και εν όψει της προοπτικής εξόδου απ’ αυτήν, το άγχος της υλικής επιβίωσης, η εργασιακή ανασφάλεια και αβεβαιότητα δυνητικά τραυματίζουν τους πολίτες εξίσου με τον υγειονομικό κίνδυνο. Οι χειρισμοί της υγειονομικής κρίσης από αρκετές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις φανερώνουν την αναγκαιότητα επαναφοράς των ανισοτήτων και των βιωτικών αδιεξόδων στο επίκεντρο της συζήτησης για το μέλλον της ανάπτυξης.
Στο δημόσιο διάλογο σκιαγραφείται πολλές φορές το περιεχόμενο του σύγχρονου δημοκρατικού πολιτισμού. Οι πολιτικοί αρέσκονται στην επικοινωνία, η οποία έχει εκτοπίσει την ουσία από το περιεχόμενο της εκάστοτε αντιπαράθεσης και λειτουργεί με εφαρμοσμένες τακτικές του πολιτικού μάρκετινγκ ευτελούς αξίας και με βασικό όχημα την υποκρισία. Η απόσταση που χωρίζει τους ιθύνοντες από την κοινωνία είναι χαοτική. Κάθε εξέλιξη και κάθε ζήτημα που ανακύπτουν στη δημόσια σφαίρα της βιωτικής πραγματικότητας, αναφορικά με τις ακολουθούμενες πολιτικές για τον ανθρώπινο βίο, φαντάζουν ενίοτε μέρος μιας εκπορευόμενης από τα κέντρα αποφάσεων οργανωμένης παρακμής. Ενδεικτικά, πάμπολλες αποτυχίες έχουν ανακύψει διαδοχικά, κατά το τελευταίο έτος της υγειονομικής κρίσης, σε βάρος της ζωής των ευρωπαίων πολιτών με σημαντικότερη ίσως την αδυναμία ισότιμης πρόσβασης στα εμβόλια ή αλλιώς τον εθνικισμό των εμβολίων. Ανεξαρτήτως της αιτιακής τους προέλευσης, αποτελέσματα τέτοιων αποτυχιών είναι η επικράτηση της αίσθησης γενικευμένης αδικίας και η εδραίωση της κρίσης εμπιστοσύνης στη δημοκρατία.
Επιπρόσθετα, στους ανωτέρω παράγοντες βίωσης της ζωής ως δυσμενούς συνθήκης συμπεριλαμβάνεται η συντελούμενη απαξίωση και εκτράχυσνη θεσμών με συνταγματική αποστολή να υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η αυξανόμενη απομάκρυνση των μέσων ενημέρωσης από τον καταστατικό προορισμό της τέταρτης εξουσίας, ο οποίος επιτάσσει τον έλεγχο των συνταγματικών εξουσιών και την αντικειμενική πληροφόρηση των πολιτών. Ποιά αξιόπιστη έρευνα ή μελέτη μπορεί να πείσει τον αντικειμενικό παρατηρητή της επικαιρότητας ότι τα μέσα ενημέρωσης, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, ασκούν τη συνταγματική τους υποχρέωση και εφαρμόζουν το κανονιστικό πλαίσιο λειτουργίας τους εν καιρώ βασιλείας της παραπληροφόρησης και της υποταγής στην εκάστοτε εξουσία; Σε αρκετές χώρες, ο πολίτης αντιμετωπίζεται ως ον κατώτατης νοημοσύνης, που μπορεί να χειραγωγείται απροκάλυπτα από τα μέσα ενημέρωσης και να επιχειρείται η συστηματική εξόντωση της καλλιέργειας της κριτικής του σκέψης. Στην πραγματικότητα, είναι γνωστή η άρρηκτη σύνδεση ανάμεσα στην προσωπικότητα των πολιτών και τη μορφή διακυβέρνησης από καταβολής κόσμου. Στο ανωτέρω πλαίσιο, μπορεί να ενταχθεί και η σοβαρή απαξίωση της παιδείας ως θεσμού που δυνητικά διδάσκει στους πολίτες την ικανότητα κριτικής αξιολόγησης ως προς τα τεκταινόμενα, καθώς ο εκπαιδευτικός αποπροσανατολισμός των πολιτών σε ήσσονος αξίας κατευθύνσεις, όπως η χρησιμοθηρική γνώση, υπηρετεί την ενδεχόμενη σκοπιμότητα της εξουσίας να εστιάζουν οι πολίτες σε βραχυπρόθεσμους και ωφελιμιστικούς στόχους, ώστε να μην εκλέγουν αντιπροσώπους που πιέζουν για ουσιαστική δημοκρατική διακυβέρνηση, αλλά τα πράγματα να αφήνονται να λειτουργήσουν βάσει αξιωμάτων όπως το laissez-faire και χάριν της ευημερίας των αριθμών.
Εντούτοις, οι εξουσίες μπορεί να διαμορφώνουν το πλαίσιο λειτουργίας της δημοκρατίας υπηρετώντας ή όχι το κοινό καλό, αλλά οι κοινωνίες και οι πολίτες αναλαμβάνουν την ευθύνη για τις πράξεις και τις παραλείψεις τους. Η άμβλυνση των παραγόντων που καθιστούν τη βίωση της ζωής ως δυσμενούς συνθήκης είναι κοινωνικό και ατομικό καθήκον. Η αδράνεια, η απάθεια, η αδιαφορία που συνθέτουν ένα κράμα δραστικής αποχής και κοινωνικοπολιτικού οχαδερφισμού των πολιτών συντελούν στη διάχυση, ευόδωση και εμπέδωση της κουλτούρας «there is no alternative» απέναντι στο τέρας της επικρατούσας πραγματικότητας. Πρόκειται για τη διάχυτη κουλτούρα του φόβου απέναντι στο άγνωστο, που μπορεί να είναι σύμφυτο χαρακτηριστικό της ανθρωπινότητας των πολιτών, αλλά και την κουλτούρα του εργαλειακού διχασμού της κοινωνίας, ο οποίος τυγχάνει διαχρονικά βολικός για όλες τις εξουσίες. Έναντι της βίωσης της ζωής ως δυσμενούς συνθήκης οι πολίτες επιφορτίζονται με το δύσκολο έργο να προσδιορίσουν τα δεσμά τους και να χειραφετηθούν από έναν βίο που εκπορεύεται και υπαγορεύεται από τους νόμους της αγοράς. Ευκταία είναι η ανάπτυξη ενός βίου με άξονες αναφοράς την επιμέλεια εαυτού, την αυτομόρφωση και την αντίληψη του αυτοσεβασμού από κάθε πολίτη υπό το πρίσμα του σεβασμού του άλλου ως προϋπόθεσης της μέριμνας για τον εαυτό. Αυτός μπορεί να είναι ένας δρόμος αντίστασης.
Ο Φοίβος Γ. Ξενάκης είναι δικηγόρος