Θα μπορούσε η ιστορία να ξεκίναγε με το ήταν ένας Γάλλος, ένας Φιλιππινέζος, δυο Αγγλοι, ένας Ιταλός, ένας Μαυροβούνιος και μερικοί Ελληνες σε ένα λιμάνι στη Νότια Γαλλία. Όλοι με τις μάσκες μας, συζητάμε περί κορωνοιού, λοκ νταουν, λοκ ιν, κόβιντ και ράπιντ, πόση καραντίνα εδώ, πόση στην Ελλάδα. Στη παρέα ναυτικοί, μηχανικοί, καπετάνιοι. Η συζήτηση έχει από όλα. Μακριά όλοι από τα σπίτια μας, οι βιντεοκλήσεις -ειδικά σε εκείνους που έχουν παιδιά- κάνουν τις συζητήσεις να διακόπτονται, λίγο χαοτικές λες και τα μυαλά μας δεν είναι έτσι και αλλιώς πανέ.
Εχει έναν λαμπερό ήλιο όμως από εκείνους που αν μπορούσες θα τον ρούφαγες να τον κρατήσεις μέσα σου για πάντα. Ξορκίζουμε το κακό, κάνοντας ακόμη και μακάβρια αστεία. Και μου έρχεται να κάνω την απλή ερώτηση: Τι γίνεται εάν πεθάνει κάποιος σε ένα κρουαζιερόπλοιο πχ; Μου λένε τα αναμενόμενα, πρωτόκολλα κλπ. Κάποιος από τη παρέα λέει την ιστορία που τον είχε συγκλονισει. Ένας επιβάτης, πρώην ναυτικός, ηλικιωμένος και μάλλον ασθενής είχε καλέσει όλη την οικογένειά του παιδιά, εγγόνια, γαμπρούς και νύφες σε κρουαζιέρα.
Ήθελε και είχε αποφασίσει τις τελευταίες του αναπνοές, να τις πάρει πάνω στη θάλασσα. Έκαναν πάρτυ, έπιναν, χόρευαν και γέλαγαν και όπως ακριβώς το είχε υπολογίσει ο ίδιος κάποια στιγμή πέθανε. Εκεί στη μέση της θάλασσας που προφανώς είχε αγαπήσει και τον είχε καθορίσει. Αυτό που είχε συγκλονίσει τον ναυτικό που διηγόταν την ιστορία ήταν πώς η οικογένεια συνέχισε το πάρτυ και τη διασκέδαση μετά, κανονικά, μέχρι το τέλος της κρουαζιέρας.
Εγώ σκεφτόμουν πόσο σπουδαίο είναι να μπορείς να ορίσεις το τέλος σου, με τους όρους σου και να είναι απόλυτα σεβαστοί από τους αγαπημένους σου. Οι υπόλοιποι με κοίταζαν σαν εξωγήινη. Κανείς τους δεν μπορούσε να φανταστεί ότι δεν θα σκιζόταν η καρδιά του αν έχανε έναν δικό του. Και ότι θα συνέχιζε απλά το πάρτυ ανέμελα.
Και γω επέμενα ότι ίσως η αξιοπρέπεια στο θάνατο να είναι ένα βήμα ωριμότητας για την ανθρωπότητα. Πώς είναι δυνατόν δηλαδή να θεωρούμε πιο φυσιολογικό, κάποιος σοβαρά ασθενής με κάποια μη αναστρέψιμη ασθένεια να καταλήγει με σωληνάκια και καλώδια ολομόναχος σε ένα κατάλευκο χώρο, κάτω από έντονα φώτα και μηχανική υποστήριξη χωρίς καμία βούληση και όχι με τους καλούς του γύρω του; Η άρνηση των άλλων να καταλάβουν, (δηλαδή, να αισθανθούν αυτό που μάλλον αισθάνομαι περισσότερο παρά σκέφτομαι) με έκανε να τους ρωτήσω έναν προς έναν όλους, αφήνοντας στην άκρη της αποβάθρας που βρισκόμασταν τις νομικές, ηθικές, θρησκευτικές και ιατρικές προεκτάσεις.Γιατί και πώς ενιωθαν έτσι. Άλλωστε πιο εύκολα κάποιος εκφράζει γιατί νιώθει έτσι παρά το γιατί σκέφτεται έτσι.
Το μικρό μου εύρημα ήταν ότι όλοι τους είχαν γονείς εν ζωή. Εγώ, μιλώντας εκ του ασφαλούς -δυστυχώς χωρίς κανέναν γονέα εν ζωή- έκανα μια σκέψη που προφανώς μπορεί να αφορά το δικό μου τέλος και όχι κάποιου δικού μου. Οι Έλληνες της παρέας ήταν εντελώς αντίθετοι. Θεώρησαν την οικογένεια που γιόρταζε το θάνατο του πατέρα, παππού, ναυτικού τουλάχιστον αναίσθητοι. Λίγοι, ίσως από ευγένεια αντιμετώπιζαν το θέμα με ένα σκεπτικισμό.
Στις 7:00 το απόγευμα που ξεκινά η καραντίνα εδώ που βρίσκομαι, μπροστά στην οθόνη μου, σκρολάροντας ειδήσεις στο ίντερνετ διαβάζω ότι «νομιμοποιήθηκε η ευθανασία στην Ισπανία μετά την ψήφιση του σχετικού νόμου, με σημαντική πλειοψηφία, στο Κοινοβούλιο. Η χώρα της Ιβηρικής γίνεται πλέον η τέταρτη στην Ε.Ε. που παρέχει αυτό το δικαίωμα στους πολίτες της, μετά την Ολλανδία, το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο»
Χαμογέλασα. Ενιωσα λίγο λιγότερο μόνη με τις σκέψεις μου.
Η Άρτεμις Καλαντζάκου είναι Σύμβουλος Επικοινωνίας