Από το μικρότερο ως το μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας δύσκολα ανακαλύπτεις κάποιο που να μην ανάγεται στο πολιτειακό σύστημα διακυβέρνησης, που να μην σχετίζεται με τη λειτουργία και πορεία της δημοκρατίας στον ιστορικό χρόνο και που να μην υφίσταται υπό άλλες μορφές και διαφορετικές πτυχές σε άλλα μέρη του κόσμου. Ιδίως το τελευταίο ήταν το ιστορικό αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης. Η γνωστή αρχική σύλληψη των νικητών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου φαινόταν ως εξής: εάν κατάφερναν να προωθήσουν μέσω υπερεθνικών θεσμικών ρυθμίσεων την παγκόσμια διασύνδεση κεφαλαίων και επιχειρήσεων στο πλαίσιο του παγκόσμιου εμπορίου, με την ταυτόχρονη αποδυνάμωση των τοπικών νομοθετικών πρωτοβουλιών κάθε μεμονωμένου κράτους, τότε υπήρχαν πιθανότητες να μην ξαναζούσε ο κόσμος την πολεμική φρίκη, να λειτουργήσει η δημοκρατία και να «ελεγχθεί» η Σοβιετική Ένωση.
Σ’ αυτό το πλαίσιο σχεδιάστηκε ο νεοφιλελεύθερος εμβολιασμός του κόσμου με τις γνωστές συνέπειες. Όσο τα συμφέροντα των εθνών-κρατών και των ιδιωτικών επιχειρήσεων απορροφούσαν τις συγκρούσεις στο πλαίσιο του παγκόσμιου εμπορίου, το μοντέλο φαινόταν λειτουργικό. Όταν οι εμπορικές σχέσεις άλλαξαν και δημιουργήθηκαν οι πολυεθνικοί γίγαντες, τα εθνικά συμφέροντα σταδιακά υποβαθμίστηκαν, ώσπου τον 21ο αιώνα κηδεύτηκαν. Μια σειρά από κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές εξελίξεις σε συνδυασμό με τα τεράστια τεχνολογικά κι επιστημονικά άλματα αλλά και ιδιαίτερα παγκόσμια ζητήματα, όπως οι περιφερειακοί πόλεμοι και η πανδημία, έχουν πλήξει καθοριστικά τον παγκοσμιοποιημένο κόσμο κι η προσοχή φαίνεται να επιστρέφει στα εθνικά συμφέροντα και στις εθνικές ανάγκες των κρατών. Εντούτοις, η παγκόσμια νεοφιλελεύθερη ανοσοποίηση επέφερε και την απόκτηση εν μέρει κοινών προβλημάτων, αρκετών εξ αυτών όμοιων ή παρόμοιων, μεταξύ των κρατών. Η δική μας χώρα στον προσωπικό της ιστορικό μικρόκοσμο της εγκαθιδρυμένης δημοκρατίας της ουδόλως αποτελεί εξαίρεση.
Διαρκείς, πολυποίκιλες, πολυεπίπεδες κρίσεις. Και ο 21ος αιώνας, μέχρι και σήμερα, έχει σημαδέψει το βίο και τη ζωή του μέσου πολίτη με διάχυτο κακό. Ζούμε στη χώρα, στην οποία η συλλογική ευημερία βρίσκεται στον τάφο που της έχτισε ο συρφετός των συνυπαίτιων. Οι κρίσιμες πληθυσμιακές μάζες, αφού στραγγαλίστηκαν εισοδηματικά, έχουν αφεθεί στην τύχη τους. Μία ειδική και συγκεκριμένη μειοψηφία τύπων στην πολιτική, στην οικονομία και στις επιχειρήσεις, στη δικαιοσύνη, στα μέσα ενημέρωσης και σε όλους τους σχετικούς αρμούς μεταξύ αυτών επωφελείται μονίμως και αποκλειστικώς από οτιδήποτε περιλαμβάνει η κατ’ ευφημισμόν ελληνική «ανάπτυξη». Η πολιτιστική παραμόρφωση, η πλήρης κρατική εγκατάλειψη, η καλπάζουσα φτωχοποίηση, η μόνιμη απειλή της απώλειας εργασίας και εισοδήματος, το σε κάθε περίπτωση ανεπαρκές εισόδημα, η ανυπαρξία σοβαρής δικαιοσύνης, η θεσμική κατρακύλα, ο επιθετικός εμπαιγμός της νοημοσύνης του πολίτη, οι τρομακτικές ανισότητες, η γενικευμένη ανασφάλεια και η εσφαλμένη εμπέδωση της «ασφάλειας» στο κοινωνικό σώμα, η δυσαναλογία βαρών μεταξύ των υπερπλουσίων και των χαμηλών στρωμάτων της κοινωνικής κλίμακας, η χυδαία απορρύθμιση της εργασίας, η μαζική αίσθηση του «αβοήθητου», η «φθήνια» και η υποτέλεια του πολιτικού προσωπικού, η καλλιέργεια του ναρκισσιστικού ατομικισμού σε βάρος οιασδήποτε κοινωνικής αξίας, η περιπαικτική αμφισβήτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η απογοητευτική ανημπόρια επέλευσης της παραμικρής αλλαγής, η εγκληματική παράβλεψη των εκπαιδευτικών και υγειονομικών αναγκών της χώρας, τα εκλογικά αποτελέσματα των τελευταίων ετών, η ευρεία αποσύνθεση όλων ανεξαιρέτως των κοινωνικών θεσμικών στηριγμάτων και δεκάδες άλλα γνωστά ζητήματα, όλα ταύτα μαρτυρούν πως η χώρα τα χειρότερα τα έχει μπροστά της. Πρόκειται μάλιστα για τόσο νωπά θέματα της μόνιμης επικαιρότητας, ώστε περιττεύει η αναφορά σε συγκεκριμένα παραδείγματα.
Κι αυτό, γιατί άμεση επίπτωση όλων των σχετικών κρίσεων που συμπεριλαμβάνονται σε κάθε ένα από τα παραπάνω επί μέρους ζητήματα είναι ο φαύλος κύκλος της χαμένης εμπιστοσύνης. Αυτό που δυσκολεύεται να συνειδητοποιήσει η εγχώρια εξουσιαστική ελίτ, παρά τους διαθέσιμους τεχνητούς τρόπους για να αυτοδικαιολογείται ισχυριζόμενη το αντίθετο, είναι ότι οι άνθρωποι δεν πρόκειται να εμπιστευθούν τους χρεοκοπημένους θεσμούς, για να αναδιαμορφώσουν τη ζωή και το βίο τους. Όσο η διακυβέρνηση συνεχίζει στο χρεοκοπημένο και κοινωνικά εγκληματικό μοτίβο της εξυπηρέτησης μειοψηφικών συμφερόντων, η αυταρχική στροφή θα παραμονεύει κι ενδεχομένως θα διευκολύνεται. Αν ό,τι περιλαμβάνει η έννοια του «παραγόμενου πλούτου» δεν κατευθυνθεί σε μια δικαιότερη κατανομή, οι αντιδημοκρατικοί κίνδυνοι θα συνεχίσουν να ενισχύονται. Τα παραδείγματα εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τον αυταρχικό εξτρεμισμό και την ακροδεξιά στροφή πληθαίνουν, ενώ ήδη οι ΗΠΑ, η Βραζιλία, η Ινδία και η γειτονική μας Τουρκία έχουν ολισθήσει στον αντιδημοκρατικό κατήφορο. Παραβλέποντας τα διεθνή, πόσα εγχώρια καμπανάκια θα χρειαστούν για ν’ ανατραπεί η πορεία της γενικευμένης δυσαρέσκειας προς το δεξιό λαϊκισμό;
Η αίσθηση της μη εμπλοκής και μη επιρροής στη δημοκρατική λειτουργία αυξάνει την απόσταση των ανθρώπων από την υπαρκτική ανάγκη της δημοκρατίας. Όταν ο μέσος πολίτης έχει αντιληφθεί ότι η δημοκρατία υφίσταται μόνο ως λέξη στο Σύνταγμα και πουθενά γύρω του δεν βλέπει τους μηχανισμούς που μετουσιώνουν τη φωνή του σε ουσιαστική αντιπροσωπευτική δύναμη, οδηγείται στην επικίνδυνη απορία «τότε, τί να την κάνω τη δημοκρατία;». Η αίσθηση ότι αποτελείς βάρος σ’ έναν προϋπολογισμό, όποιος πολίτης κι αν είσαι, ότι όλα πρέπει να βρεις τρόπο να τα εξασφαλίζεις μόνος σου, καθώς το κράτος εξαθλιώνει τα δικαιώματά σου στην υγεία, στην παιδεία, στην εργασία, στην ελευθερία κ.ο.κ., και η αίσθηση πως αν δεν βρίσκεις ευκαιρίες είσαι άξιος της τύχης σου, προκαλούν την πρακτική διαπίστωση της τεράστιας αντίφασης μεταξύ του περιεχομένου της δημοκρατίας και της πραγματικότητας. Ταυτόχρονα, εντοπίζεται το μη ιδιαίτερα πεφωτισμένο θέμα της δημοκρατικής λήθης. Οι λαοί, οι κοινωνίες, οι μάζες φαίνεται να έχουν καταχωνιάσει στη συλλογική συνείδηση και μνήμη τη διαδικασία που μεσολάβησε για ν’ αποκτήσουν δημοκρατικούς θεσμούς και να ζήσουν τον ατομικό εξίσου με τον συλλογικό τους βίο εντός της δημοκρατικής ευεργεσίας και προόδου. Η δημοκρατία θεωρήθηκε δεδομένη, εν ολίγοις. Πόσοι και ποιοι άνθρωποι υποστηρίζουν σήμερα τη δημοκρατία εμπράκτως, εκπληρώνοντας τα καθήκοντά τους ως πολίτες; Ενδεικτικά, κρίνοντας βάσει των χλιαρών έως ανύπαρκτων κοινωνικών αντιδράσεων στα διαπραττόμενα, από τις ελληνικές κυβερνήσεις τουλάχιστον του 21ου αιώνα, εγκλήματα κατά της δημοκρατίας, δεν προκύπτει θετική απάντηση.
Οι σημερινοί άνθρωποι δεν ασχολούνται με τη δημοκρατία. Ως θύματα – κάποιοι και ως θύτες στις μέρες μας – της κλασικής νεοφιλελεύθερης ιδέας έκαναν τρόπο ζωής τους τη στενή, προσωπική, ατομική ωφέλεια. Δεν αναγνωρίζουν τίποτα συλλογικό ως άξονα της κοινωνικής τους ύπαρξης. Πιστεύουν ότι δικαιούνται να ευτυχήσουν με όποιον τρόπο βολέψει τη φιλαυτία τους. Παρέχουν αναρίθμητα δεδομένα στο διαδίκτυο για να επιβεβαιώνουν την αυτοεξυπηρετική και ψευδεπίγραφη ψηφιακή τους αυτοεικόνα, αδιαφορώντας για την ασύδοτη εκμετάλλευση αυτών των δεδομένων, μετατρέποντας τους εαυτούς τους σε σκέτες προτιμήσεις, αγνοώντας ή παραβλέποντας ότι ο μελλοντικός κόσμος φτιάχνεται από αυτά τα εύκολα και συχνά ψευδή δεδομένα. Καλύπτουν την εσωτερική κενότητα και την αδυναμία έλλογης και σοβαρής επικοινωνίας μέσω της αντίληψης και της κατανόησης του κόσμου αποκλειστικά από τα παραγόμενα δεδομένα εντός του διαδικτύου. Παραδόξως, υπερασπίζονται μεν την αδιαφορία τους για τέτοιες θέσεις με την επίκληση κατ’ ουσίαν της δημοκρατίας, δηλαδή της ατομικής ελευθερίας να κάνουν ό,τι θέλουν – εκλαμβάνοντας ως απόλυτο το δικαίωμά τους και χωρίς να ενδιαφέρονται για τα συνταγματικά όρια – ενώ η εσώκλειστη στο διαδίκτυο κοινωνική τους παρουσία εγγυάται την περαιτέρω αποδυνάμωση της δημοκρατίας, βάσει της οποίας κάνουν ό,τι θέλουν! Πρόκειται για την ατομικιστική στροφή-εκτροπή του νοήματος της ανθρώπινης ύπαρξης εντός των δημοκρατικών κοινωνιών. Η χρονική ταχύτητα της εναλλαγής ψηφιακών «βιωμάτων» μέσω της οικονομίας της προσοχής εντός του διαδικτύου έχει ποδηγετήσει στην αδυναμία αντίληψης του κεντρικού νοήματος των πραγμάτων, ιδίως έχει αποκόψει το άτομο από την ανάγκη συναντίληψης των συλλογικών πραγμάτων. Η αντίσταση, η αλληλεγγύη και η ανθρωπιά λίγων πολιτών σε ό,τι συμβαίνει δεν αρκούν για να ανατρέψουν τον παρατηρούμενο κανόνα – οι άνθρωποι τείνουν να ζουν την ψηφιακή τους ζωή παρέα μόνο με το κατασκευασμένο εγώ τους κι η δημοκρατία φαίνεται σχεδόν να μην τους ενδιαφέρει.
Ο έλεγχος των κοινωνικών αντιδράσεων εμπεριεχόταν ανέκαθεν στο καταστατικό σχέδιο του νεοφιλελευθερισμού. Ανάλογα με την ιστορική περίοδο και με τα διαθέσιμα μέσα απλώς μεταβαλλόταν ή εμπλουτιζόταν ο τρόπος. Η στόχευση ήταν και παραμένει σταθερή, δηλαδή ο έλεγχος των μαζών. Απλοϊκά, ένα κυρίαρχο μέσο ήταν κάποτε η διαφημιστική κατασκευή του υλιστικού ατόμου υπό την έννοια της επίπλαστης ευμάρειας και υπό το δόγμα «όλοι μπορούν σήμερα να έχουν ό,τι θέλουν, ασχολήσου με τ’ ατομικά σου αγαθά». Σήμερα ο ρόλος-μέσο έχει παρεισφρήσει ή έχει ανατεθεί στο διαδίκτυο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ο πολύτιμος και συνένοχος Στρατός του συστήματος, τα μέσα ενημέρωσης, σ’ αυτό το τοπίο μπορεί να μην επιβάλουν τα γεγονότα στην κοινωνία, αλλά επιβάλλουν τα θέματα, με τα οποία ασχολούνται οι άνθρωποι. Πάγιος και κοινός παρονομαστής εξακολουθεί να είναι ο έλεγχος των μαζών, διά της ασκούμενης καταναλωτικής αποχαύνωσης, διά της καλλιεργούμενης ισοπέδωσης των συλλογικών διεκδικήσεων, διά των κατά παραγγελία συστημικών επιθέσεων στο κοινωνικό σώμα, προκειμένου οι άνθρωποι να φαίνονται μαζικά συνυπεύθυνοι και οι εξυπηρετούμενες ελίτ να μην ενοχλούνται.
Τίποτα όμως δεν θ’ αλλάξει ένα δεδομένο: οι θεσμοί είναι υπεύθυνοι για την αδυσώπητη τραγωδία που βιώνει ο μέσος πολίτης της χώρας στις περισσότερες πτυχές του βίου του, οι θεσμοί και όχι οι άνθρωποι. Κι επειδή ορισμένοι αρέσκονται στο να ζητάνε λύσεις, καθώς δυσανασχετούν με τις διαπιστώσεις των προβλημάτων και με τον εντοπισμό των συμπτωμάτων τους, αντιτείνω ευλόγως: με αυτή την εγχώρια επικαιρότητα και με αυτήν τη διακυβέρνηση έχει νόημα να προτείνεις λύσεις – αυτό ελλείπει;
Γεώργιος-Φοίβος Ξενάκης, Δικηγόρος