Έγκλημα και Τιμωρία: η ιστορία της ποινής

Το διττό σχήμα «έγκλημα & τιμωρία» αναδύθηκε από την αρχαιότητα, καθώς οι δύο αυτές έννοιες είναι άρρηκτα δεμένες μεταξύ τους. Όσον αφορά την ιδιαίτερη μορφή που έλαβε με την πάροδο των ετών η ποινή, αυτό που εξαρχής πρέπει να τονίσουμε είναι ότι βίωσε σημαντικές αλλαγές, λόγω του ότι διαφοροποιήθηκαν οι συνθήκες ζωής και οι κυρίαρχες αντιλήψεις σχετικά με το διττό αυτό σχήμα «έγκλημα & τιμωρία». Ειδικότερα, σε όλη σχεδόν την αρχαιότητα κυριάρχησαν οι: θανατική και σωματικές ποινές, προκειμένου να ικανοποιηθεί το κοινό αίσθημα που αναζητούσε αντεκδίκηση για την εγκληματική πράξη. Αντίθετα, δεν χρησιμοποιούσαν τη στέρηση της ελευθερίας, γιατί δεν μπορούσε να επιτελέσει επαρκώς αυτό τον σκοπό.[1] Η τιμωρία σαφώς ήταν πολύ σκληρή, αλλά έδινε μεγαλύτερη βαρύτητα σε ενέργειες που έβλαπταν το «κοινό καλό». Για παράδειγμα, η κλοπή φαγητού μπορούσε να θεωρηθεί πιο σοβαρό αδίκημα από τον φόνο ή το βιασμό, αφού στρεφόταν εναντίον της ολότητας.[2] Το αξιοπρόσεκτο είναι ότι ακόμα και ανεπτυγμένες και ώριμες σε πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο πόλεις (π.χ. Αθήνα) χρησιμοποιούσαν την ποινή, κυρίως τη θανατική, ως όπλο για τη διατήρηση και διαιώνιση της αυθεντίας τους.[3] Άμεση συνέπεια είναι να θεωρείται ο δράστης, χωρίς επαρκή τεκμηρίωση και αιτιολόγηση, ένα πρόσωπο «ξένο», «απρόσιτο» και «αλλοπρόσαλλο», από το οποίο πρέπει να απαλλαχθεί η κοινωνία οριστικά. Το επιχείρημα ότι «βλάπτει το κοινωνικό σύνολο» είναι αρκετό για να τιμωρηθεί με την πιο βαριά τιμωρία. Γι’ αυτό προτιμάται η θανάτωση και όχι η φυλάκιση, εφόσον η τελευταία παρέχει μία προσωρινή λύση στο κοινωνικό και, πρωτίστως, «ηθικό» πρόβλημα του εγκλήματος. Ωστόσο, αποδεικνύεται ότι ακόμα και η ποινή της καταδίκης σε θάνατο δεν αποτελεί ουσιαστική απάντηση σε φαινόμενα εγκληματικότητας, αλλά καλύπτει την αδυναμία των αρμοδίων φορέων να επιλύσουν σοβαρά ζητήματα που ταλανίζουν την ανθρωπότητα.[4]

Βαθμιαία, καθώς η κοινωνία άρχισε να στηρίζει την οικονομική της ανάπτυξη στην αγροτική καλλιέργεια, η ποινή έπαψε να έχει τόσο αυταρχικό χαρακτήρα. Στις αρχές του 7ου αιώνα η χρηματική αποζημίωση αντικατέστησε τις πολύ σκληρές σωματικές και κεφαλικές ποινές, γιατί εν δυνάμει κάθε πολίτης μπορούσε να προσφέρει στο οικονομικό πεδίο. Γι’ αυτό, το άτομο είχε τη δυνατότητα να «εξαγοράσει» το έγκλημά του (μάλιστα, για κάθε έγκλημα είχε καθοριστεί συγκεκριμένη αποζημίωση), πληρώνοντας το επιβαλλόμενο πρόστιμο στον συμπολίτη που είχε βλάψει και, ασφαλώς, στο βασιλιά. 

Στους πρώιμους Μέσους Χρόνους η δύναμης της εκκλησίας ενισχύθηκε και «επιφορτίστηκε» με το έργο της τιμωρίας, με σκοπό την επιβολή της «ηθικής τάξης». Οπότε, πάλι τίθεται στο προσκήνιο η ανάγκη προστασίας της κοινωνίας από οτιδήποτε και οποιονδήποτε ξεφεύγει από τα όρια της «ηθικής» που κάθε φορά ορίζει μία ομάδα ανθρώπων. Κυρίαρχες τιμωρίες ήταν ο  εγκλεισμός και η απομόνωση σε μοναστήρια.[5]  Ο 11ος και ο 12ος αιώνας θεωρούνται από τους ιστορικούς «αιώνες καμπής», διότι κατά τη διάρκειά τους έλαβε χώρα μία κρίσιμη εξέλιξη: η ευθύνη για την τιμωρία της εγκληματικής συμπεριφοράς πέρασε ολοκληρωτικά στην οργανωμένη κοινωνία, η οποία ανέλαβε τη διασφάλιση του «κοινού καλού».[6] Με τη στερέωση της κεντρικής εξουσίας σε γερά θεμέλια, επικράτησε η αντίληψη ότι μόνο το κράτος οφείλει να έχει την αρμοδιότητα της επιβολής ποινών μέσω των λειτουργών του, οι οποίοι κρίνουν, αξιολογούν και αποφασίζουν ποιες συμπεριφορές είναι «παράνομες» και πρέπει να τιμωρούνται. Έτσι, το έγκλημα έλαβε οριστικά δημόσιο χαρακτήρα που διατηρείται μέχρι σήμερα.[7]

Εξέχοντα ρόλο στην ιστορία της ποινής διαδραμάτισε, πολύ αργότερα, ο 18ος αιώνας, με τις πρωτοπόρες ιδέες των Διαφωτιστών. Τότε επικράτησε η άποψη ότι η στερητική της ελευθερίας ποινή παρουσιάζει περισσότερα πλεονεκτήματα σε σχέση με τις άλλες ποινές και γι’ αυτό σταδιακά επιβάλλεται ως κύρια δημόσια ποινή. Η καταλυτική διαφοροποίηση στον τρόπο σκέψης, που αποτυπώθηκε και στο ποινικό σύστημα, οφείλεται στις σοβαρές προσπάθειες για περιορισμό των αυθαιρεσιών και της αυστηρότητας του ποινικού νόμου, όπως και στην ανάγκη για ακριβή και σαφή καθορισμό των αξιόποινων πράξεων και των ποινών τους, οι οποίες έπρεπε να είναι απαλλαγμένες από προκαταλήψεις και να επιβάλλονται σε σύντομο χρονικό διάστημα.[8]

Πρέπει εν τούτοις να υπογραμμίσουμε ότι  η μορφή της ποινής δεν ήταν τυχαία αλλά υπήρχε απόλυτη εξάρτησή της από τους επιμέρους σκοπούς που επιτελούσε, οι οποίοι διαφοροποιούνταν ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εκάστοτε ιστορικής φάσης. Μεταξύ αυτών των σκοπών, οι σπουδαιότεροι συνίστανται σε τέσσερα σημεία, τα οποία αποκαλύπτουν τις συμβολικές διαστάσεις της τιμωρίας: 

  1. Πρώτον, την αποτροπή (deterrence) των μελών του κοινωνικού συνόλου από την τέλεση μελλοντικών εγκλημάτων. Αυτό επιτυγχάνεται με το να καθίσταται η ποινή τόσο αυστηρή, ώστε το κόστος της επιβαλλόμενης τιμωρίας να υπερβαίνει το «όφελος» που προκύπτει από το διαπραττόμενο αδίκημα. Το αξιοσημείωτο σε αυτήν τη χρονική περίοδο είναι ότι η τιμωρία έχει το χαρακτήρα «θεάματος», διότι αποβλέπει αποκλειστικά στον εκφοβισμό ολόκληρου του πληθυσμού. Τα ειδεχθή θεάματα που υλοποιήθηκαν φέρνουν στην επιφάνεια, με τον πιο επώδυνο τρόπο, την ανάγκη των εξουσιών για στερέωσή τους μέσω επίδειξης ισχύος.
  1.  Δεύτερον, την επανένταξη του δράστη (rehabilitation), η οποία περιλαμβάνει ένα σύνολο μέσων για την αναμόρφωσή του (π.χ. εργασία), ώστε να μην τελέσει νέο έγκλημα. Η διαφορά με τον προηγούμενο σκοπό είναι ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση καταβάλλεται προσπάθεια για να αλλάξει η στάση του εγκληματία απέναντι σε ολόκληρη την κοινωνία αλλά και στον ίδιο του τον εαυτό. Απώτερος στόχος είναι να παραδεχτεί το «λάθος» του, ικανοποιώντας με αυτό τον τρόπο το κοινό αίσθημα. 
  1. Τρίτον, την αποδυνάμωση/αχρήστευση (incapacitation) του δράστη, μέσω φυσικής εξόντωσης, στιγματισμού με ακρωτηριασμό και άλλες βάναυσες σωματικές ποινές ή ακόμα θανατικής καταδίκης, προκειμένου να διασφαλιστεί το «κοινό καλό». 
  1. Τέταρτον, την αποκατάσταση/επανόρθωση (restoration) του διαπραττομένου εγκλήματος. Αυτή εφαρμόζεται σε περιπτώσεις αδικημάτων ελάσσονος σημασίας, π.χ. τροχαία χωρίς θύματα, μικρο-κλοπές, πρόκληση μικρο-φθορών κ.λπ., τα οποία μπορεί να «διορθωθούν» από τον ίδιο το δράστη. Για παράδειγμα, το άτομο που έχει προβεί στην καταστροφή της περιουσίας ενός συμπολίτη του μπορεί να αποκαταστήσει την ηθική και υλική βλάβη που προκάλεσε προσφέροντας εργασία.[9]

Ωστόσο, στην πράξη διαπιστώθηκε ότι και οι τέσσερεις σκοποί παρουσιάζουν προβλήματα. Η ποινή δεν μπόρεσε να λειτουργήσει με τον πλέον ικανοποιητικό τρόπο, ούτε ως μέσο αποτροπής-παραδειγματισμού, ούτε ως μέσο ανταπόδοσης-αποδυνάμωσης, ούτε όμως επανένταξης του δράστη και αποκατάστασης του θύματος, γιατί δεν ελήφθησαν υπ’ όψιν ορισμένες σημαντικές παράμετροι που συνοψίζονται στα εξής: τα όρια της έννοιας της «ανταπόδοσης» είναι ασαφή και αφήνεται χώρος για αυθαιρεσίες και αποκλίσεις από τον νόμο. Όσον αφορά τον εκφοβιστικό ρόλο της τιμωρίας, διατυπώθηκαν οι εξής ενστάσεις: από τη μία τμήματα του πληθυσμού που συμμορφώνονται με τον νόμο θεωρούν, εκ των πραγμάτων, αδιανόητη την τέλεση εγκληματικών πράξεων και από την άλλη ορισμένοι εγκληματίες (π.χ. «κατ’ επάγγελμα» και «καθ’ έξιν») δεν αποτρέπονται μέσω της απειλής της ποινής. Η αποκατάσταση είναι εξίσου μία συγκεχυμένη έννοια, η οποία δύσκολα μπορεί να επιτευχθεί, δεδομένου ότι οι ζημιές που έχει υποστεί το θύμα δεν ξεπληρώνονται με τον τρόπο που εφαρμόζεται η ποινή (π.χ. με φυλάκιση), ενώ η επανένταξη είναι σχεδόν ανέφικτη λόγω των στιγματιστικών επιδράσεων της τιμωρητικής διαδικασίας.[10]

Επιχειρώντας μία σύντομη κριτική προσέγγιση, εστιάζουμε την προσοχή μας στον σκοπό της «επανένταξης», ο οποίος φαίνεται πιο πλεονεκτικός σε σχέση με τους υπόλοιπους. Γι’ αυτό,  σε όλα τα στάδια εξέλιξης του ποινικού φαινομένου εμφανίζεται, άμεσα ή έμμεσα,  ο «βελτιωτικός» σκοπός της ποινής, ο οποίος ουσιαστικά αναπτύχθηκε μετά το 1876, όπου το ενδιαφέρον πέρασε από το έγκλημα στον «εγκληματία άνθρωπο».[11]Θεμελιώθηκε στα τέλη του 19ού αιώνα, ως απόρροια της προσπάθειας εξανθρωπισμού της ποινικής καταστολής. Η ιστορική έρευνα ωστόσο φέρνει στην επιφάνεια τα σοβαρά μειονεκτήματά του: για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα (μέχρι και τη δεκαετία του 1960) εντάσσεται στο πλαίσιο της «θεραπείας», με αποτέλεσμα να δικαιολογεί τις εξαναγκαστικές επεμβάσεις στην προσωπικότητα των «επικίνδυνων» ατόμων. Ακόμα και μετά τις τροποποιήσεις στους σωφρονιστικούς κώδικες, ο τρόπος εφαρμογής του δεν κατοχύρωνε το αδιαμφισβήτητο δικαίωμα της επανακοινωνικοποίησης (για το οποίο έχει καθήκον να μεριμνά το κράτος στο πλαίσιο της κοινωνικής του πολιτικής) αλλά παρουσίαζε την αρχή της «επανένταξης» ως υποχρέωση του δράστη.[12]

Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι οι ευρύτερες κοινωνικο-οικονομικο-πολιτισμικές συνθήκες κάθε εποχής ήταν αυτές που καθόριζαν κάθε φορά το περιεχόμενο της ποινής, γιατί η τιμωρία έπρεπε να είναι σύστοιχη με την «κυρίαρχη» ιδεολογία ώστε να νομιμοποιείται η ύπαρξή της. Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο συνίσταται στις συμβολικές διαστάσεις της ποινής, διότι επιτελεί «εκφραστικές» ή αλλιώς «επικοινωνιακές» λειτουργίες, οι οποίες πηγάζουν από τη δυνατότητα που παρέχει στους πολίτες να εκφράσουν ισχυρά τιμωρητικά συναισθήματα. Η τιμωρία προσφέρει «διέξοδο» σε συναισθήματα μίσους και στην επιθυμία εκδίκησης που το ίδιο το έγκλημα προκαλεί, άρα στην εκτόνωση της οργής για το διαπραττόμενο έγκλημα. Η ποινή, υπό αυτή την έννοια, υπερβαίνει τα όρια της απλής επιβολής κυρώσεων και εκφράζει την αποδοκιμασία του κοινωνικού συνόλου.[13] Η δημόσια καταδίκη, είτε εκδηλώνεται φανερά μέσω του στιγματιστικού συμβολισμού της τιμωρίας είτε είναι αφανής αλλά διακριτή, καθιστά ακόμα πιο επώδυνη την ποινή.[14] Παρά ταύτα, στο πλαίσιο της νεότερης κοινωνίας αρκετοί ερευνητές εμφανίστηκαν πιο αισιόδοξοι όσον αφορά την αντιμετώπιση του διττού σχήματος «έγκλημα-τιμωρία» και πρότειναν μία νέα «κοσμοπολίτικη», όπως την ονόμασαν, θεωρία που αντανακλά τον καινούργιο τρόπο επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης μεταξύ διαφορετικών ανθρώπων. Σύμφωνα με αυτήν, ο «άλλος» όχι μόνο δεν εκλαμβάνεται ως εχθρός που πρέπει να «εξοντωθεί» με τις πιο σκληρές ποινές,  αλλά η αξία της διαφορετικότητας προβάλλεται και αντιτίθεται σε κάθε προσπάθεια παραβίασης της προσωπικής ελευθερίας.[15]

Ολοκληρώνοντας, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ένα ακόμα καίριο ζήτημα που προβληματίζει μέχρι σήμερα. Η ποινή, ανεξαρτήτως των σκοπών και λειτουργιών που επιτελεί, απαιτεί δικαιολόγηση, γιατί επεμβαίνει στη ζωή των ατόμων και την επηρεάζει αρνητικά, με το να τους στερεί την ελευθερία μέσω εγκλεισμού, να τους αφαιρεί την περιουσία, ή, το χειρότερο, να τους καταδικάζει σε θάνατο. Γι’ αυτό έχουν διατυπωθεί ποικίλες θεωρίες, τόσο αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους η τιμωρία χαρακτηρίζεται «ηθικά» προβληματική αλλά ταυτόχρονα αναγκαία, όσο και για τη μορφή τιμωρίας που επιβάλλεται κάθε φόρα. 

Συμπερασματικά, o φόβος των κοινωνιών για τις ζημιογόνες επιδράσεις του εγκλήματος, σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο, κατέστησε την τιμωρία αναπόφευκτη. Μάλιστα, όσο πιο σκληρή ήταν η επιβαλλόμενη ποινή τόσο πιο αποτελεσματική κρινόταν, γιατί ικανοποιούσε το περί δικαίου αίσθημα του κοινού. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η ποινή δεν έπαψε ποτέ να είναι το κύριο, κατά κανόνα και μοναδικό, μέσο αντιμετώπισης και καταπολέμησης του εγκλήματος. Ωστόσο, η υπερ-ποινικοποίηση συμπεριφορών, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, αντί να επιλύει, εντείνει το πρόβλημα,[16] διότι αυξάνει το κοινωνικό άγχος αναφορικά με το «έγκλημα» και τους «εγκληματίες», ενώ παράλληλα προκαλεί ανυπέρβλητες δυσκολίες στο χώρο των φυλακών, με σπουδαιότερο τον υπερπληθυσμό. Ασφαλώς, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι στη σύγχρονη εποχή οι σοβαρές ποιοτικές διαφοροποιήσεις στο έγκλημα και το εγκληματικό φαινόμενο καθιστούν αναγκαία τη συζήτηση για την αντιμετώπιση των νέων δεδομένων και προκλήσεων. Μία συζήτηση που πρέπει να εστιάσει το ενδιαφέρον της σε αρκετά σημεία, όπως στην έννοια και τη λειτουργία της ποινής στη σημερινή εποχή, στον ρόλο των φυλακών και στον τρόπο λειτουργίας τους, αλλά και στον σημαίνοντα ρόλο της πρόληψης στο πλαίσιο της αντεγκληματικής πολιτικής.  


[1] Βλ. σχετικά με το θέμα των σκληρών ποινών που χρησιμοποιούνταν εκτενώς σε όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας και τον ρόλο της στερητικής της ελευθερίας ποινής: Κ. Γαρδίκας, Εγκληματολογία: Σωφρονιστική, τόμ. Γ΄, 3η έκδ., Αθήνα-Κομοτηνή: Α.Ν. Σάκκουλας, 2001, σσ. 1-2. Επίσης, βλ. Ν. Κουράκης, Ποινική Καταστολή, 4η έκδ, Αθήνα-Κομοτηνή: Α.Ν. Σάκκουλας, 2005,  σελ. 1.

[2] R. Rede, ό.π., σελ. 2. Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα στο οποίο αξίζει να αναφερθούμε είναι αυτό της μοιχείας, η οποία καταργήθηκε ως αξιόποινη πράξη στη νεότερη εποχή (μόλις το 1982). Έως εκείνη τη χρονική περίοδο ήταν σοβαρό έγκλημα, γιατί απειλούσε την «ηθική» των πολιτών, η οποία προσπαθούσε να καλύψει εντέχνως τη διαφθορά στις ανθρώπινες σχέσεις. Η προσαρμογή στα καινούργια κοινωνικο-οικονομικο-πολιτισμικά δεδομένα συνέβαλε στη ριζική αλλαγή της σκέψης σχετικά τη μοιχεία, η οποία όμως παραμένει ποινικό αδίκημα και υπόκειται σε αυστηρότατες τιμωρίες  σε υπανάπτυκτες χώρες. Βλ. Ι. Φαρσεδάκης, Η Κοινωνική Αντίδραση στο Έγκλημα και τα Όρια της: Μερικές Ιστορικές, Συγκριτικές, Θεωρητικές και Πρακτικές Επισημάνσεις, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, 1991, σελ. 42.

[3] Ι. Φαρσεδάκης, ό.π., σελ. 42.

[4] Γ. Πανούσης, Περί Εγκληματ(ι)ων Λόγος και Αντίλογος, Αθήνα-Κομοτηνή: Α.Ν. Σάκκουλας, 2004, σελ. 58.

[5] T.G. Blomberg, K. Lucken, American PenologyA History of Control, N. Brunswick and London: Aldine Transaction, 2006, σσ. 12-16.

[6] Ν. Κουράκης, ό.π., σελ. 15.

[7] Η. Δασκαλάκης, Μεταχείριση Εγκληματία, Αθήνα-Κομοτηνή: Α.Ν. Σάκκουλας, 1985, σσ. 3-4.

[8] C. Valier, Theories of Crime and Punishment, Harlow: Pearson Education, 2002, σελ. 7.

[9] Βλ. σχετικά τα ακόλουθα: N. Walker «Reductivism and Deterrence» στο R.A. Duff, D. Garland (επιμ), A Reader on Punishment, Oxford: Oxford University Press, 1994, σσ. 210-217,  N. Morris, «‘Dangerousness’ and Incapacitation» στο R.A. Duff, D. Garland (επιμ), A Reader on Punishment, ό.π., σσ. 241-260 και  M. Cusson, ό.π., σελ. 262. 

[10] Βλ. σχετικά με τον έντονο προβληματισμό για την ποινή ως ανταπόδοση, ως παραδειγματισμό και μέσο επανένταξης των θυτών και αποκατάστασης των θυμάτων: Β.Μ. Γκιούλη, Φιλοσοφία της Ποινής, Αθήνα-Κομοτηνή: Α.Ν. Σάκκουλας, 2003, σσ.  30 και 64.  

[11] Η προαναφερθείσα μετάβαση του ενδιαφέροντος –από το έγκλημα στον «εγκληματία άνθρωπο»- πραγματοποιήθηκε κατά κύριο λόγο μετά τη δημοσίευση από το C. Lombroso του έργου του L’ Uomo Delinquente in Rapporto all’ antropologiaGiurisprudenza ed allediscipline carcerarie.

[12] Σ. Γιοβάνογλου, Θεσμικά Προβλήματα της Κοινωνικής Επανένταξης των Αποφυλακιζομένων, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας, 2006, σσ. 13-14 και 39-40.

[13] R.A. Duff, Punishment, Communication, and Community, Oxford: Oxford University Press, 2001, σσ. 23-24 και 27.

[14] J. Feinberg, «The Expressive Function of Punishment» στο R. A. Duff, D. Garland (επιμ), A Reader on Punishment, ό.π., σελ. 86.

[15] C. Valier, ό.π., σελ. 189. R. Rede, What is punishment for and how does it relate to the concept of community?, Cambridge: Cambridge University Press, 1991, σελ. 2.

[16] Γ. Πανούσης, Περί Εγκληματ(ι)ων Λόγος και Αντίλογος, ό.π., σελ. 58.


Η Αγγελική Καρδαρά είναι Διδάκτωρ Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ ΕΚΠΑ, Φιλόλογος, Τακτική Επιστημονική Συνεργάτιδα Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος (ΚΕ.Μ.Ε.) & Επιστημονικά Υπεύθυνη του «Crime & Media Lab» ΚΕ.Μ.Ε.

To Newsletter του Propago

Λάβετε την ανάλυση της ημέρας στο email σας