Καθώς βιώνουμε το τρίτο και πλέον κύμα της πανδημικής κρίσης, η νέα πραγματικότητα που αναδύεται επιτάσσει αλλαγές με σημαντικό κοινωνικό πρόσημο. Αλλαγές που θα ενισχύσουν ακόμα περισσότερο την αξιοπιστία στη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας αλλά θα σημάνουν και την έναρξη της μετά-πανδημίας εποχής. Το ζήτημα, λοιπόν, της αντιμετώπισης της διαρκώς αυξανόμενης εγκληματικότητας και της εγκαθίδρυσης ενός αισθήματος ασφάλειας αναδεικνύεται ως μία μείζονα πολιτική επιδίωξη. Μέχρι και το έτος 2019, η Δυτική Αθήνα καταγράφεται μαζί με το κέντρο της Αθήνας ως ένα από τα πιο επικίνδυνα προάστια σε όλη την πρωτεύουσα. Συνοικίες όπως το Περιστέρι, το Αιγάλεω, οι Αχαρνές, ο Ασπρόπυργος και το Ίλιον παρουσιάζουν τους μεγαλύτερους δείκτες εγκληματικότητας, καθιστώντας, σύμφωνα με την Ελληνική Αστυνομία, την Δυτική Αθήνα το ορμητήριο του εγκλήματος σε όλη την Αττική.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έδωσε από την αρχή το στίγμα της. Δεν έμεινε στα λόγια, αλλά προχώρησε σε ουσιαστικές πράξεις. Πραγματοποίησε 1500 προσλήψεις ειδικών φρουρών ενισχύοντας την Ομάδα ΔΕΛΤΑ και Δράση στον σκοπό τους. Εξόπλισε τις δυνάμεις της Άμεσης Δράσης με τον αναγκαίο υλικοτεχνικό εξοπλισμό προκειμένου να επιτελεί με αποτελεσματικότητα το έργο της. Η Αστυνομία, πλέον απαλλαγμένη από ιδεολογικές αγκυλώσεις, έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη των πολιτών εφαρμόζοντας στην πράξη το δόγμα της μηδενικής ανοχής στην εγκληματικότητα. Και απέναντι σε κάθε μορφής παρέκβαση και αυθαιρεσία, υιοθέτησε άμεσα μέτρα προκειμένου να υπάρχει σε κάθε περίπτωση διαφάνεια. Έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει μία σοβαρή και υπεύθυνη κυβέρνηση.
Απέναντι όμως σε αυτήν την νέα κατάσταση που δημιούργησε η πανδημία, η κυβέρνηση θα χρειαστεί να αναθεωρήσει τους στρατηγικούς στόχους της αντεγκληματικής πολιτικής και να την προσαρμόσει στα νέα οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα. Η πανδημική κρίση θα φέρει στο φως ένα πιο ενισχυμένο κύμα αντεγκληματικής δραστηριότητας. Ένα κύμα, το οποίο θα ισχυροποιείται συνεχώς από τις οικονομικές συνέπειες της πανδημίας. Ένα κύμα το οποίο θα πλήττει συνεχώς και αδιαλείπτως όχι μόνο τις πιο υποβαθμισμένες περιοχές της Δυτικής Αθήνας αλλά και τα βασικά εμπορικά κέντρα που ζωοδοτούν τις τοπικές εμπορικές επιχειρήσεις.
Η επανεξέταση της αντεγκληματικής πολιτικής αποκτά βαρύνουσα σημασία ιδιαίτερα για την πλειοψηφία των πόλεων της Δυτικής Αθήνας οι οποίες μαστίζονται ήδη από υψηλή εγκληματικότητα. Με γνώμονα ότι οι πόροι δεν είναι απεριόριστοι, η διάθεση τους θα πρέπει να γίνονται ορθολογικά ώστε το αστυνομικό προσωπικό να διαμοιράζεται με κριτήριο το υψηλό ή χαμηλό επίπεδο των δεικτών παραβατικότητας που θα ορίζεται από την ποσότητα των καταγγελθεισών πράξεων. Η άμεση ενίσχυση της Ασφάλειας και η απεμπλοκή των αστυνομικών πρώτης γραμμής, όπως της ομάδας ΔΙΑΣ, των Ομάδων Πρόληψης και Καταστολής Εγκλήματος (Ο.Π.Κ.Ε.) από τις συλλήψεις μικροεγκληματιών κρίνεται απαραίτητη. Στο έργο της αστυνομίας, η ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών θα αντιστρέψει τη ζυγαριά και θα αποδώσει συγκριτικό πλεονέκτημα στην επιχειρησιακή προετοιμασία και ετοιμότητα των Σωμάτων Ασφαλείας που δρουν σε περιοχές όπως το Μενίδι, ο Ασπρόπυργος, η Ελευσίνα, το Περιστέρι.
Οι επιχειρησιακές δυνατότητες που προσφέρουν τα drones και άλλα μη επανδρωμένα εναέρια μέσα θα ενισχύσουν τον εκτελεστικό βραχίονα της Αστυνομίας, καθώς θα βοηθήσουν στη χαρτογράφηση των ενδημικών εγκληματικών δραστηριοτήτων, στην αποτελεσματικότερη παρακολούθηση κοιτίδων έκνομων πράξεων και θα οδηγήσουν νομοτελειακώς στην εκρίζωση του φαινομένου της εγκληματικότητας από τις γειτονιές μας. Το πρόσφατο παράδειγμα της σύλληψης με τη βοήθεια «drone» συμμορίας που διέθετε ναρκωτικά σε ανήλικους μαθητές σε σχολείο της Κυψέλης αποδεικνύει τη χρησιμότητά τους.
Απαιτείται όμως και μία ολιστική θεώρηση της εγκληματικής δραστηριότητας, όπου το κράτος θα δηλώνει παρόν σε κάθε έκφανση παραβατικής συμπεριφοράς. Η συμμετοχή επιστημόνων, νομικών, ψυχολόγων, αναλυτών θα επικουρούσε σημαντικά και αποτελεσματικά το έργο της Αστυνομίας ενώ παράλληλα θα απελευθέρωνε πόρους που θα μπορούσαν να διοχετευτούν στην άμεση και οριζόντια αντιμετώπιση του κοινού εγκλήματος. Στις περιπτώσεις αδικημάτων ενδοοικογενειακής βίας, η κοινωνική υπηρεσία θα μπορούσε μετά από απευθείας κλήση του πολίτη προς την υπηρεσία να παρεμβαίνει άμεσα χωρίς να χρειάζεται εισαγγελική παραγγελία και να της δίνεται η δυνατότητα να μηνύει με έκθεση της δράστες καθώς επίσης και να κρίνει πόσο αναγκαία είναι η παρέμβαση της άμεσης δράσης.
Είναι επιτακτικό, λοιπόν, να εξευρεθούν περισσότεροι τρόποι που θα απελευθερώσουν τους αστυνομικούς και θα τους φέρουν πιο κοντά εκεί όπου υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη για να συλληφθεί το μεγάλο έγκλημα.
Διότι πρώτα από όλα το συμφέρον του πολίτη !
Η Ράνια Σαγιάκου είναι δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, μέλος ΔΣΑ, με πρώτο μεταπτυχιακό τίτλο στο Εμπορικό Δίκαιο από το ΕΚΠΑ και δεύτερο μεταπτυχιακό τίτλο MBA στο Πανεπιστήμιο ALBA. Εργάζεται ως Δικηγόρος. Πολιτευτής Ν.Δ. Δυτικού Τομέα Β’ Αθηνών. Έχει διατελέσει δημοτικός σύμβουλος του Δήμου Περιστερίου και Πρόεδρος του Κέντρου Πρόληψης και Προαγωγής Ψυχοκοινωνικής Υγείας του Δήμου Περιστερίου (ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ).