Υπήρξε αρκετή συζήτηση τους τελευταίους μήνες ως προς την αποτυχία της εμβολιαστικής πολιτικής της ΕΕ. Η ΕΕ προσπάθησε να αποποιηθεί την ευθύνη απειλώντας να εμποδίσει τις εξαγωγές εμβολίων, ιδιαίτερα στο Ηνωμένο Βασίλειο, και ισχυριζόμενη ότι οι αντισυμβαλλόμενοί της – ιδιαίτερα η AstraZeneca – απέτυχαν να εκπληρώσουν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις. Εντούτοις, η δημοσιοποίηση της συμφωνίας με την AstraZeneca από την ΕΕ δεν επιβεβαίωσε παρόμοιους ισχυρισμούς, εφόσον κατέστη σαφές πως δεν είχε συμφωνηθεί οποιοσδήποτε όρος που να δίνει προτεραιότητα στην ΕΕ. Ακόμα και κατά τη δημοσιοποίηση της συμφωνίας, οι αξιωματούχοι της ΕΕ παρέλειψαν να διασφαλίσουν ότι τα μαυρισμένα τμήματα της συμφωνίας δεν θα μπορούσαν να τύχουν ανάγνωσης στα bookmarks του κειμένου, ενισχύοντας τη γενική εντύπωση για ερασιτεχνισμό. Ακόμα και τα πιο σημαντικά Κράτη-Μέλη, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, φάνηκαν συχνά να αμφισβητούν την έγκριση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (EMA), εισάγοντας περιορισμούς στη χρήση του εμβολίου της AstraZeneca για τον ηλικιωμένο πληθυσμό, αλλά μέχρι και αναστέλλοντας εξ ολοκλήρου τη χρήση του εμβολίου ώστε να διενεργηθεί περαιτέρω έρευνα, με τρόπο που ενίσχυσε αναίτια τη ρητορική του αντιεμβολιαστικού κινήματος.
Η ουσία είναι πως η ΕΕ απέτυχε να αξιολογήσει ορθά την κατάσταση. Ενώ οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και το Ισραήλ συνειδητοποίησαν ότι αυτή δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για να τους απασχολήσει το κόστος, αλλά μόνο η άμεση παράδοση, αντίθετα η ΕΕ ακολούθησε την ίδια οικονομική πολιτική που υιοθετεί εδώ και μια δεκαετία σε όλες τις μεγάλες κρίσεις. Αυτή τη φορά όμως, οι συνέπειες δεν επηρεάζουν μόνο τις νοτιοευρωπαϊκές χώρες, αλλά ολόκληρο τον πληθυσμό της ΕΕ. Η πρόθεση της ΕΕ για να μην ‘σπαταληθούν άσκοπα τα χρήματα των Ευρωπαίων φορολογουμένων’ αντηχεί εντελώς κενή περιεχομένου, σε μια περίοδο που οι οικονομίες των Κρατών Μελών και η καθημερινότητα των Ευρωπαίων πολιτών έχουν υποστεί εδώ και ένα χρόνο μια πρωτοφανή καταστροφή εξαιτίας των μέτρων που εισήχθησαν για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η πανδημία. Αν υπήρχε μια συγκυρία κατά την οποία θα έπρεπε να ξοδευτούν άμεσα τα χρήματα των φορολογουμένων, ήταν αυτή. Η γραφειοκρατία της ΕΕ όμως απέτυχε να το συνειδητοποιήσει και συνέχισε να διαπραγματεύεται ώστε να εξασφαλίσει καλύτερες τιμές πώλησης, ενώ ακόμα και κράτη με ηγέτες από την άκρα δεξιά προχώρησαν αμέσως στην υπογραφή των συμφωνιών και ξεκίνησαν χωρίς καθυστέρηση τους εμβολιασμούς. Ακούγεται απίστευτο ότι οι αξιωματούχοι της ΕΕ απέτυχαν, εκεί που πέτυχαν ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Μπόρις Τζόνσον, αλλά αυτό δεν μεταβάλλει την αλήθεια.
Η ζημιά που προκλήθηκε στην ευρωπαϊκή οικονομία από την επιπρόσθετη καθυστέρηση στην υλοποίηση του εμβολιαστικού προγράμματος είναι καταστροφική, και έχει δυνητικά οδηγήσει σε αυξημένο αριθμό θανάτων και ασθενειών, οικονομική κατάρρευση και περαιτέρω επιδείνωση του επιπέδου ευημερίας των πολιτών της ΕΕ. Η ΕΕ φαίνεται να είναι ανήμπορη να χειριστεί αποτελεσματικά οποιοδήποτε ουσιώδες ζήτημα. Απέτυχε να αντιδράσει αποτελεσματικά στην παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 με αποτέλεσμα η Νότια Ευρώπη να πληρώσει το τίμημα, παραμένει απρόθυμη να διασφαλίσει τα ουσιώδη συμφέροντα, ακόμα και την εδαφική προστασία των κρατών μελών της (η περίπτωση της Κύπρου είναι ένα προφανές παράδειγμα), υπέστη την αποχώρηση ενός από τα πλέον εμβληματικά και πολιτικά σημαντικά Ευρωπαϊκά κράτη με το Brexit, έχασε την μάχη της τεχνολογικής εξέλιξης από τις ΗΠΑ, παρακολουθεί αρκετά από τα κράτη μέλη της να αμφισβητούν ανοικτά κεντρικές ευρωπαϊκές αξίες, και τώρα, εδώ και ένα χρόνο, αποτυγχάνει συνεχώς στην αντιμετώπιση της μεγαλύτερης υγειονομικής κρίσης της ιστορίας της. Δυστυχώς όμως πολλοί φαίνεται να μην έχουν καν αντιληφθεί όλα αυτά τα χρόνια ότι υπάρχει πρόβλημα. Περιστασιακά μέτρα δεν επαρκούν. Η ΕΕ χρειάζεται πλέον να υιοθετήσει η ίδια ένα νέο σχέδιο Μάρσαλ που θα αποκαταστήσει, έστω και μερικώς, την εμπιστοσύνη των Ευρωπαίων πολιτών σε αυτή. Δεν υπάρχει άλλο περιθώριο χρόνου.
Ο Αχιλλεύς Κ. Αιμιλιανίδης είναι Καθηγητής, Κοσμήτορας Νομικής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας και δικηγόρος. Είναι Ιδρυτικός Μέλος και πρώτος Γενικός Γραμματέας της Κυπριακής Ακαδημίας Επιστημών, Γραμμάτων και Τεχνών, τακτικό μέλος της European Academy of Sciences and Arts, καθώς και εκπρόσωπος της Κυπριακής Ακαδημίας στην ALLEA (All European Academies). Διδάκτωρ δικαίου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, είναι επίσης Πρόεδρος του Royal Commonwealth Society Cyprus Branch και του Κέντρου Επιστημονικού Διαλόγου και Έρευνας.