Η νοοτροπία απέναντι στα προβλήματα του συλλογικού βίου μπορεί να καθορίζει την έκβαση της αναμέτρησής μας με αυτά. Ο τρόπος σκέψης για τα ζητήματα που «μας αφορούν όλους» είναι θεμελιακός παράγοντας της τύχης μας απέναντι στις αντιξοότητες. Για να υπάρξει πρόοδος, ατομική ή συλλογική, ο πολίτης χρειάζεται, μεταξύ άλλων, ν’ αγωνίζεται αόκνως με διττό σκοπό, αφ’ ενός ν’ αναγνωρίζει την κατεύθυνση ή την τροπή των γεγονότων του παρόντος συλλογικού βίου εμβαθύνοντας με το νου του στις σύγχρονες τάσεις διαμόρφωσης της κοινωνικής ζωής, αφ’ ετέρου να στοχάζεται επί του ρόλου του ως πολίτη στη συγκρότηση της βιοτικής πραγματικότητας.
Η κατεύθυνση του συλλογικού βίου διαμορφώνεται από πανίσχυρα κέντρα εξουσίας και λόμπι συμφερόντων, τα οποία ούτε λογοδοτούν ούτε ελέγχονται απ’ το κράτος. Οι κυβερνητικοί θώκοι ενίοτε καταλήγουν σε πρόσωπα-managers συμφερόντων, τα οποία έχουν τόση σχέση με τη δημοκρατική διακυβέρνηση όση τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με την προστασία της ιδιωτικότητας! Αποτέλεσμα είναι η παντελής αδιαφορία της εξουσίας για τη νομιμότητα και τη διαφάνεια. Δεν πρόκειται για εκτράχυνση της δημοκρατικής πορείας του κράτους. Τουναντίον, πρόκειται για στρατηγικό σχέδιο άσκησης της κυβερνητικής εξουσίας με συγκεκριμένους στόχους και σαφέστατο προορισμό. Ο ευρωπαϊκός νεοφιλελευθερισμός, όπως βασιλεύει μέχρι σήμερα και διαρκούσης της πανδημίας, τείνει στην εμπέδωση των εγγενών προβλημάτων των εφαρμοζόμενων πολιτικών παρά στην άμβλυνση των καταστροφικών του συνεπειών. Η εγχώρια «Σχολή του Σικάγου» συνεχίζει να εθελοτυφλεί παρά τα διδάγματα των ετών της κρίσης. Οικονομική πολιτική που αυξάνει τις ανισότητες, εξασφαλίζει πόρους από τους πολλούς προς τους λίγους, αποκλείει μαζικά ανθρώπους από ευκαιρίες, προκαλεί ελλείμματα και χρέη, στραγγαλίζει τους μικρομεσαίους, ενισχύει τον ιδιωτικό τομέα σε βάρος του δημοσίου, ομνύουσα πίστη και υποταγή στις κλασικές πομφόλυγες που πλαισιώνουν το αφήγημα της απουσίας εναλλακτικών.
Ο συλλογικός βίος χειραγωγείται εξόφθαλμα, επιδεικτικά και αναίσχυντα από την παρουσίαση της πραγματικότητας διά της αντιστροφής της ευθύνης του συστήματος διακυβέρνησης. Δηλαδή, η εξουσία στεγανοποιείται σε τέτοιο βαθμό που η χυδαία προπαγάνδα, η οποία προσβάλλει βάναυσα κάθε νοήμονα πολίτη, μπορεί ν’ ασκείται αδίστακτα και σε καθημερινή βάση διαμορφώνοντας μια καθεστωτική αφηγηματική αλήθεια για τα πράγματα, η οποία απέχει παρασάγγας από την πραγματικότητα. Η ελεγχόμενη ενημέρωση και η προπαγανδιστική πληροφόρηση των πολιτών δεν είναι τα μοναδικά μέσα. Η εξουσία εργαλειοποίησε και την πανδημία, ώστε να καταπατήσει δικαιώματα με πρωτοφανή ευκολία στηριζόμενη στην κατάσταση εξαιρετισμού, να δοκιμάσει την ανοχή των πολιτών σε αποφάσεις, οι οποίες παραβιάζουν κατάφωρα τον πυρήνα της ανθρώπινης αξίας αλλά και τα δικαιώματα που, υπό κανονικές συνθήκες, θα συναντούσε τεράστια κωλύματα στην απόπειρα κατάργησή τους. Η κλιμάκωση της αστυνομικής σκληρότητας, ο νέος εργασιακός νόμος, οι «μεταρρυθμίσεις» στην Παιδεία και στην Ασφάλιση, η αδιαφορία για την πολιτιστική ανάπτυξη, τα σταθερά προβλήματα της Δικαιοσύνης και οι κάθε είδους πληγές στη δημοκρατία από το κραταιό νεοφιλελεύθερο μπλοκ εξουσίας παρέχουν διαυγή έποψη της ευαγγελιζόμενης μετάβασης στη μετά την πανδημία εποχή.
Αυτό που επιχειρείται είναι η συθέμελη αλλαγή των κοινωνικοπολιτικών δεδομένων. Με πρόσχημα τη διαιώνιση μιας κατάστασης (πανδημία), η οποία δικαιολογεί εξαιρετικά μέτρα και αποφάσεις ακόμα κι ενάντια σε μεγάλες μάζες πολιτών, η εξουσία εκμεταλλεύεται την ιστορική συνθήκη, για να συντάξει εκ νέου τους όρους και τους κανόνες της κατ’ επίφαση δημοκρατικής διακυβέρνησης και της κοινωνικής συμπεριφοράς απευθύνοντας προσκλητήριο μαζικού ατομικού ανταγωνισμού για μία θέση στο μέλλον της νέας αγοράς εργασίας, του νέου εκπαιδευτικού συστήματος, της νέας κοινωνίας, στην οποία το άτομο καλείται να επιβιώσει διαρκώς ανταγωνιζόμενο τους άλλους για μία ευκαιρία και όχι να συμβιώσει με τους άλλους διεκδικώντας ισότιμα τις ίδιες ευκαιρίες. Στα ως άνω δεν εντάσσονται μόνο πολιτικές διαχωρισμού της κοινωνίας, όπως επί παραδείγματι τα προνόμια των εμβολιασμένων έναντι των περιορισμών των ανεμβολίαστων πολιτών. Η εν λόγω πολιτική φαίνεται ήσσονος σημασίας σε σύγκριση με τη μείζονα προσπάθεια αντικατάστασης της ιστορικής πραγματικότητας με τα κατασκευασμένα αφηγήματα της εκάστοτε εκλεγμένης εξουσίας. Εν ολίγοις, αυτό που επιχειρείται είναι η ανασύνθεση της πολιτικοκοινωνικής πραγματικότητας απαλλαγμένης από τα δεσμά της ιστορίας, των συλλογικών βιωμάτων και της μνήμης. Στην Ελλάδα, ο πολίτης πρέπει να παλέψει ατομικά, μελετώντας εκτενή εγχώρια και ξένη βιβλιογραφία ή με οιοδήποτε άλλο «ιδιωτικό» τρόπο απουσία σχετικού σοβαρού δημοσίου λόγου, για να μάθει, με σχετική αντικειμενικότητα, τι μας οδήγησε στην κρίση, ποιοι και πώς ευθύνονται, τι ουσιαστικά πρεσβεύουν τα δεξιά και αριστερά κόμματα υπό τις οπτικές της ιστορίας, των νοημάτων και των στόχων.
Η γενική πρόκληση σύγχυσης ως προς την αλήθεια και την πραγματικότητα, ο ιστορικός αναθεωρητισμός για διάφορες περιόδους ή γεγονότα, η προσπάθεια ελέγχου της συμπεριφοράς των πολιτών με ποικίλα μέσα, τα βιοπολιτικά πειράματα εφαρμογής πρωτόγνωρων μέτρων, ο ολοένα σταθεροποιούμενος κατασκοπευτικός καπιταλισμός (όπως τον πραγματεύεται η Σοσάνα Ζούμποφ στο βιβλίο της «Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΚΑΤΑΣΚΟΠΕΥΤΙΚΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ: Ο ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΜΕΛΛΟΝ ΣΤΟ ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ) και πολλά άλλα μέσα, τα οποία μετέρχονται οι κυβερνήσεις και η εξουσία ανά τον κόσμο, σκοπό έχουν να εξαφανίσουν τα «ανεπιθύμητα οράματα», να επαναπροσδιορίσουν οι πολίτες τις «πολυτελείς αξίες» τους για τη δημοκρατία, την εργασία, την εκπαίδευση, την ασφάλιση, την ασφάλειά τους, και να προσαρμοστούν σταδιακά στα νέα δεδομένα της κοινωνικής επιβίωσης, όπως την οριοθετεί η εξουσία. Το κυρίαρχο μοντέλο τρόπου ζωής εκπορεύεται από τα κέντρα εξουσίας, ενώ τα δημοκρατικά δικαιώματα δε μπορούν ν’ ανακόψουν την πορεία του συστήματος.
Με όποιον τρόπο κι αν επιχειρείται η ανατροπή της επιβαλλόμενης τάξης πραγμάτων, υπάρχουν ή εφευρίσκονται αρκετοί «μηχανισμοί», για να επαναφέρουν τα πράγματα στην προδιαγεγραμμένη πορεία τους. Οι αντιδράσεις, ακόμα και μαζικές, συχνότατα υποβαθμίζονται, υπονομεύονται και παρουσιάζονται ως ανάξιες λόγου ή προσοχής. Η δημοκρατική ανυπακοή και οι νόμιμες λαϊκές αντιδράσεις αντιμετωπίζουν τη δαμόκλειο σπάθη της κρατικής καταστολής. Ο πολίτης καλείται ν’ ανακαλύψει το ρόλο του στο παρόν που η εξουσία επιβάλλει και στο μέλλον που αυτή απεργάζεται σε βάρος του συλλογικού βίου. Σπουδαίος ρόλος είναι να μην ολισθαίνουμε στην αδικία, να μας διακατέχει το υψηλό αίσθημα της δικαιοσύνης, να είμαστε διαρκώς στραμμένοι στο κοινό καλό, να σκεφτόμαστε το δίκαιο με συνείδηση της συλλογικής ωφέλειας. Δεν είναι ευγενικός ρόλος, διότι απαιτεί άγριους συμβιβασμούς και επαγρύπνηση. Είναι ατομική πρόκληση, εν τέλει, την οποία μόνο η γνώση μπορεί ν’ αντιμετωπίσει. Η γνώση δίνει τη δυνατότητα ν’ αντιστεκόμαστε. Όταν προκαλούμε τον εαυτό μας να διάγει βίο προσκολλημένο στις συλλογικές αξίες κι ενάντια στον ατομικό ανταγωνισμό, η δημοκρατία ανθίζει.
Ο Φοίβος Γ. Ξενάκης είναι δικηγόρος