Ήμουν ένας απλός παρατηρητής από την οθόνη της τηλεόρασης μου. Μέσα από την οθόνη της τηλεόρασης μου, έβλεπα τη χώρα μου να καίγεται. Έβλεπα το πράσινο της χώρας μου να γίνεται κόκκινο και μετά μαύρο από τη στάχτη. Έβλεπα τα σπίτια των ανθρώπων να εξαφανίζονται στις φωτιές. Πόσα χρόνια άραγε τους πήρε να το χτίσουν; Πόσες θυσίες; Πόσος μόχθος; Πόσα όνειρα έγιναν πύρινος εφιάλτης;
Με στοιχειώνει η εικόνα των πολιτών που προσπαθούσαν με ένα λάστιχο στο χέρι να σώσουν το βιός τους. Με στοιχειώνει η εικόνα της κυρίας που βλέποντας το σπίτι της να καίγεται , βαστάει την καρδιά της και αναστενάζει. Με στοιχειώνει η εικόνα του αντρόγυνου ηλικιωμένων που έστρωσαν ένα σεντόνι χάμω να ακουμπήσουν , γιατί το σπίτι τους καιγόταν. Με στοιχειώνει η εικόνα του πόνου των πολιτών, που φώναζαν: “είμαστε μόνοι, καιγόμαστε και είμαστε μόνοι”. Με στοιχειώνει η εικόνα της δημοσιογράφου που ρωτούσε έναν παππούλη «που θα πάτε, πρέπει να φύγετε. Να σας πάρουμε εμείς». Ο παππούλης με δάκρυα στα μάτια της είπε «ευχαριστώ». Αυτό το «ευχαριστώ» λύγισε τη δημοσιογράφο. Λύγισε όλη την Ελλάδα. Ευχαριστώ. Αυτό το «ευχαριστώ» πόσο σοφία έκρυβε; Πόσο μοναξιά; Πόσο τεράστια δύναμη ; να καίγεται το σπίτι σου, η ζωή σου, και έρημος και μόνος να γνέφεις με αγάπη στο «κάλεσμα ζωής» και να ψιθυρίζεις με δάκρυα «ευχαριστώ».
Με στοιχειώνει το άκουσμα της συγγνώμης. Της συγγνώμης από όπου και αν προέρχεται. Πόσο μπορεί άραγε μία συγγνώμη να απαλύνει έναν πόνο; Μπορεί μία συγγνώμη να φέρει πίσω τις ζωές που χάθηκαν; (ζωή δεν είναι μόνο η ανθρώπινη). Μπορεί μία συγγνώμη να φέρει πίσω τις περιουσίες; Μπορεί μία συγγνώμη να απαλύνει τη ψυχή των ανθρώπων που απ’ τη μια στιγμή στην άλλη έχασαν τη «ζωή» τους;
Με στοιχειώνει το παιχνίδι πολιτικών εντυπώσεων – ανεξαρτήτως χρώματος και προέλευσης. Για άλλη μια φορά γίναμε φτωχότεροι. Όχι μόνο γιατί χάσαμε περιουσίες και καταστράφηκε το περιβάλλον. Φτωχότεροι, γιατί για άλλη μια φορά η Πολιτεία «η τσιμεντένια και αέρινη», ήταν… απούσα.
Το μπλε και πράσινο της Χώρας μου έγινε κόκκινο και μαύρο. Εκατοντάδες ζωές χάθηκαν. Υπενθυμίζουμε πως ζωή δεν είναι μόνο η ανθρώπινη. Ανείπωτη τραγωδία.
Ζούμε στη χώρα που οι πολίτες πλέον φοβούνται το καλοκαίρι, γιατί μπορεί να καούν. Φοβούνται το χειμώνα γιατί μπορεί να πνιγούν. Παρακαλούν να βρέξει τόσο ώστε να σβήσουν οι φλόγες, αλλά όχι παραπάνω, ώστε να μην πνιγούν. Ζούμε στη χώρα όπου η Πολιτεία είναι απούσα. Όπου μία δήλωση πραγματικότητας , όπως αυτή : «η Πολιτεία είναι απούσα», μπορεί να χρωματιστεί κομματικά και να καταταγείς ξαφνικά σε μία κατηγορία «ειδική πολιτών»: οι πολέμιοι. Οι αντιδραστικοί, οι ψεκασμένοι. Κι όμως αυτή είναι η αλήθεια: Η Πολιτεία είναι απούσα κύριοι! Και την απουσία αυτή την αισθανόμαστε στο πετσί μας πια σε κάθε έκφανση, σε κάθε εποχή.
Ζούμε στη Χώρα που κυριαρχούν δύο λέξεις: φόβος και ανασφάλεια.
Ζούμε στη Χώρα που κυριαρχούν δύο χρώματα: κόκκινο και μαύρο.
Η Σοφία Ν. Τσιπτσέ είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διαπιστ. Διαμεσολαβήτρια ΥΔΔΑΔ (αστική, εμπορική, ηλεκτρονική τραπεζική Διαμεσολάβηση), Υπεύθυνη Προστασίας Δεδομένων / D.P.O. exec.