“…ελέγαμε: ένα Μαραθώνα ακόμα. Ελέγαμε μια Σαλαμίνα ακόμα. Ελέγαμε ένα Εικοσιένα ακόμα. Κι ήρθες εσύ Μητέρα – Μέρα όπου αγκάλιασες και ανύψωσες ολόκληρα τα περασμένα στον υπέρτατό τους ηθικό Ιστορικό Ρυθμό. Ω ύψιστη ηθική στροφή μέσα στο χάος ολόκληρου του κόσμου…” (Άγγελος Σικελιανός, Εικοσιοχτώ του Οκτώβρη 1940).
Ξημερώματα (περίπου στις 3 παρά δέκα) της 28ης Οκτωβρίου 1940 στάθμευσε αυτοκίνητο του Διπλωματικού Σώματος έξω από μια βίλα διώροφη στην Κηφισιά. Η βίλα αυτή είχε “…όψη παλαϊκή, δεν είχεν τίποτε το αξιοπρόσεχτο, τίποτ’ άλλο από μιαν αρχοντιά λιγάκι κουρασμένη…” (Άγγελος Τερζάκης, Ελληνική Εποποϊία). Ο πρεσβευτής της Ιταλίας ζητούσε να συναντήσει επειγόντως τον Πρόεδρο της Κυβερνήσεως.
Ο Ιωάννης Μεταξάς οδήγησε τον πρεσβευτή Γκράτσι στον πρώτο όροφο της κατοικίας, σε ένα λιτό μικρό σαλόνι. Ο Γκράτσι αμελλητί ανέφερε ότι όφειλε να επιδώσει μιαν επείγουσα ανακοίνωση. Ο Μεταξάς παρέλαβε το έγγραφο της ανακοίνωσης που είχε συντάξει ο Τσιάνο. Το κείμενο επαναλάμβανε τις γνωστές αιτιάσεις: ελληνικές παραχωρήσεις προς τον αγγλικό στόλο, συνεργασία με την Αγγλία. Περιείχε και την απαίτηση να επιτραπεί η είσοδος των ιταλικών στρατευμάτων στο ελληνικό έδαφος και η κατάληψη “στρατηγικής σημασίας σημείων για να διασφαλιστεί η ουδετερότητα της Ελλάδος”. Η όποια αντίδραση έμελλε να “καμφθεί δια των όπλων”.
“…Ο τότε εχθρός είχε επιδιώξει την ομαδική υποβολή μέσω της επίδειξης της πολεμικής του μηχανής, είχε προβεί σε επαγγελία του νέου παραδείσου. Ενώ διακήρυσσε την εγκάρδια φιλία, δοκίμασε με ασεβή επίδειξη της ναυτικής του δύναμης να πτοήσει έναν λαό περιτριγυρισμένο από θάλασσα. Περίμενε ότι η υποβολή, το δέος και η απόγνωση θα ανοίξουν στον κατακτητή τις πύλες της χώρας για να μπει και να πανηγυρίσει τον θρίαμβό του…” (Ε. Παπανούτσος, Η πρώτη νίκη του πολέμου).
Ο ίδιος ο Γκράτσι αναφέρει ότι “…τα χέρια του Μεταξά έτρεμαν ελαφρώς και τα μάτια του ήταν υγρά…”. Δεν αποκλείεται. Η συναίσθηση της ιστορικότητας της στιγμής, της βαριάς ευθύνης του εντολοδόχου του έθνους θα μπορούσε να λυγίσει τις πλάτες οιουδήποτε. Ο πολιτικός ρεαλισμός που τείνει να επικρατήσει στην εποχή μας θα είχε οδηγήσει σε διαφορετική επιλογή τον τότε κυβερνήτη. Κι όμως… Κοιτώντας κατάματα τον Γκράτσι πρόφερε το θρυλικο “allors, c’ est la guerre”, “ώστε λοιπόν, πόλεμος”. Αυτή η λιτή διατύπωση έδωσε ζωή στο ρολόι της Ιστορίας. Η συνομιλία είχε ολοκληρωθεί. Λίγη ώρα μετά υπογράφονταν τα διατάγματα της επιστράτευσης, της κήρυξης της χώρας σε κατάσταση πολιορκίας, της κήρυξης σε εμπόλεμη κατάσταση. “Ο Θεός σώζοι την Ελλάδα” είπε, καθώς υπέγραφε, και έξω ξημέρωνε η 28η Οκτωβρίου…
Ο πολιτικός ρεαλισμός είναι έννοια ξένη προς το ελληνικό ένστικτο, το ελληνικό υποσυνείδητο. Το υποσυνείδητο ενός έθνους που εκφράστηκε σε κάθε έκφανση του πολιτισμού με μέτρο, αλλά χωρίς μέτρο λαχταρά την ελευθερία. Το υποσυνείδητο της ελληνικής ψυχής που διψά για την κατάκτηση της υστεροφημίας (και μέσω αυτής της αθανασίας). Που δεν λογαριάζει την θυσία. Που θέτει το εγώ κάτω από το εμείς. Που κληροδοτεί από γενεά σε γενεά το εθνικό πεπρωμένο μέσω της παιδείας. Το πεπρωμένο της, εδώ και 3 χιλιετίες, να θυμίζει κάθε τόσο στους ανθρώπους πότε αξίζει να ονομάζεται κανείς Άνθρωπος. Είναι ακατανόητο να λες ότι αγαπάς την πνευματική σου παράδοση, να ανήκεις σε ένα έθνος, να γράφεις την γλώσσα σου, να τραγουδάς τη ζωή σου και όταν έρχεται η κρίσιμη στιγμή να λησμονείς και να αρνιέσαι αυτό το υπόβαθρο. Είναι αφύσικο να μελετάς, αλλά να μη ζεις την ιστορία σου. Να παραμένεις ο απόκοσμος άνθρωπος μιας “ειρηνικής” ζωής. Η πνευματική ζωή τότε γίνεται φτηνή. Χάνει την ποιότητα, διότι χάνει το ήθος της. Είναι ζωή χαμηλή, ζωή ανταλλαγμάτων, ζωή που ντροπιάζει. Όσοι αγαπούν το έθνος οφείλουν να παραμείνουν μακριά από τα εφήμερα και να μην είναι επιλήσμονες της αληθινής και τόσο ζωντανής ελληνικής μας παράδοσης. Ενός ποταμού που ρέει, κινείται και αντιμάχεται οτιδήποτε στατικό και αντιδραστικό. Είναι εκείνη η ανεξάντλητη αρχαία πηγή από την οποία οφείλουμε να αντλούμε το υλικό για το μέλλον. Δεν αρκεί μια υπερήφανη άρνηση, απαιτείται και μια υπέροχη κατάφαση του αγαθού. Δεν αρκεί να πεις αρνούμαι τον ατομισμό και τον καιροσκοπισμό της εποχής μου. Πρέπει να βιώνεις το εμείς μέσα από την προσωπική προσπάθεια. Να είσαι μια υπέροχη μονάδα ενός αρμονικού όλου. Το μεγάλο όχι και το μεγάλο ναι της εποχής μας.
Η επιλογή του Ι. Μεταξά δεν είχε, ίσως, την “ξαστεριά του λογικού στοχασμού”. Δεν υπολόγισε αριθμούς. Δεν την δείλιασε η Βία, όπως δεν δείλιασε η Βία τον Προμηθέα. Υπαγορεύτηκε από τα υψηλά ιδανικά του έθνους. Την προκάλεσε η ορμή της Ιδέας. Την υπηρέτησε κάθε Έλληνας και κάθε Ελληνίδα. Όλη η Ελλάδα είχε γίνει μια ορμή. Οι στρατιώτες αποχαιρετούσαν τις προσδοκίες, τα όνειρα, τους δισταγμούς. Ήταν και εκείνοι άνθρωποι με όνειρα, σπιτικό και εργασία. Και με μιαν ανάσα, ανέβαιναν στα βουνά. Πρόμαχοι του υπέρτατου χρέους. Ξύπνησε μέσα τους η επίγνωση: τρεις χιλιάδες χρόνια φώναζαν το όνομα καθενός, καθεμιάς. Και όλοι μαζί φώναξαν Παρών και Παρούσα! Στην Ευρώπη η πραγματικότητα θλιβερή. Η Αγγλία μόνη και απομονωμένη, η Γαλλία φιμωμένη. Η μικρή κι όμως τιτανική Ελλάδα αντιστάθηκε. Ασυγκράτητος υπήρξε ο ενθουσιασμός στρατεύσιμων και εθελοντών από τις ελληνικές παροικίες. Τους συνόδευαν οι ευχές ζωντανών και νεκρών. Ο σύγχρονος κόσμος επιβεβαίωνε ακόμη μια φορά ότι αξίζει να ζει, όποιος ξέρει σωστά να πεθαίνει.
Η 28η Οκτωβρίου ανήκει στις μεγάλες ημέρες του έθνους. Οφείλουμε να την συλλογιζόμαστε κάθε φορά. “…Να την κάνουμε παραμύθι. Και το παραμύθι αυτό να μην είναι ψυχρό και χωρίς χρώμα και ψυχή. Να μην είναι αδιάφορο. Να έχει κάτι από το πάθος μας και την υπερηφάνεια μας. Να την αφήσουμε στην αθάνατη δόξα του ανθρώπου, στη δόξα της όρθιας ψυχής…” (Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Η όρθια ψυχή).