Αντιμέτωποι με τη ραγδαία εξέλιξη της εσωτερικής κατάστασης στο Αφγανιστάν μετά την κήρυξη της εξουσίας του Ισλαμικού Εμιράτου του Αφγανιστάν (η ομάδα γνωστή και ως Ταλιμπάν), προτεραιότητά μας είναι να διασφαλίσουμε τη συνέχεια της ανθρωπιστικής βοήθειας. Δεσμευόμαστε να ανταποκριθούμε στις σοβαρές ανάγκες του πληθυσμού που πλήττεται από την κλιμάκωση των συγκρούσεων και της βίας.
Πάνω από σαράντα χρόνια πολέμου, που χαρακτηρίστηκαν από την αντιπαράθεση μεταξύ διαφορετικών πλευρών, από τον Ψυχρό Πόλεμο έως τη νέα χιλιετία, και από φάσεις διαφορετικών εντάσεων, αλλά ποτέ από ειρήνη, έκαναν το Αφγανιστάν μία από τις πιο εύθραυστες χώρες στον κόσμο. Η κλιμάκωση της σύγκρουσης, σε συνδυασμό με τον σοβαρό αντίκτυπο της πανδημίας Covid-19, οδήγησε σε περαιτέρω επιδείνωση της ανθρωπιστικής κατάστασης τον τελευταίο χρόνο. Στις αρχές του 2021, ο πληθυσμός που χρειαζόταν ανθρωπιστική βοήθεια ανήλθε σε 18,4 εκατομμύρια άτομα, συμπεριλαμβανομένων περισσότερων από 7 εκατομμυρίων παιδιών, σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Ανθρωπιστικής Επισκόπησης του OCHA. Πάνω από 10 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν σε συνθήκες σοβαρής επισιτιστικής ανασφάλειας.
Οι πιο επείγουσες ανάγκες αφορούν στον μεγάλο αριθμό ανθρώπων που εκτοπίστηκαν από τις μάχες και την έλλειψη βασικών αγαθών, συμπεριλαμβανομένων φαρμάκων και ιατρικού εξοπλισμού. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών στις 13 Αυγούστου, περίπου το 80 % του σχεδόν ενός τέταρτου εκατομμυρίου Αφγανών που αναγκάστηκαν να φύγουν από τα τέλη Μαΐου είναι γυναίκες και παιδιά. Σχεδόν 400.000 που υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους από την αρχή του έτους, ενώθηκαν με 2,9 εκατομμύρια Αφγανούς που έχουν ήδη εκτοπιστεί εσωτερικά σε ολόκληρη τη χώρα στο τέλος του 2020. Οι Ταλιμπάν κατέλαβαν την Καμπούλ, οι εικόνες που έφταναν από τη χώρα τις τελευταίες ημέρες είναι δραματικές. Αλλά η επίθεση που εξαπέλυσε το Ισλαμικό Εμιράτο του Αφγανιστάν ουσιαστικά ξεκίνησε πολλούς μήνες πριν.
«Η κατάσταση ήταν ήδη κρίσιμη στα τέλη του 2020 », λέει ο Δρ. Απόστολος Βεΐζης που εργάζεται για την ανθρωπιστική οργάνωση INTERSOS η οποία υποστηρίζει τον πληθυσμό στα νότια της χώρας από το 2001. «Εργαζόμαστε στις νότιες περιοχές, ειδικά στις επαρχίες της Κανταχάρ και Ζαμπούλ. Τα προγράμματά μας είναι επί του παρόντος σε λειτουργία, και εγγυώνται υποστήριξη σε διάφορα κέντρα πρωτοβάθμιας υγείας στις περιοχές Spin Boldak, Maywand, Shawalikot, Shahjoy, το νοσοκομείο στο Qalat και το κέντρο υγείας του Kharwaryan στην επαρχία Zabul». Η παρέμβαση της INTERSOS στις δομές υγείας υποστηρίζεται από τη δραστηριότητα των κινητών κλινικών που ασχολούνται με τις πιο απομακρυσμένες περιοχές. Ιδιαίτερα σημαντική, σε αυτή τη φάση, είναι η παροχή ιατρικής περίθαλψης σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης κάτι που εγγυάται το Κέντρο Τραύματος στην Κανταχάρ.
«Περίπου 150 άτομα συνεργάζονται με το INTERSOS, συμπεριλαμβανομένων των εθελοντών. Η κατάληψη του Κανταχάρ που συντελέστηκε στις 13 Αυγούστου, ήταν αρκετά γρήγορη. Τις εβδομάδες που προηγήθηκαν η σύγκρουση ήταν πιο ενεργή στις παρυφές των πόλεων. Αλλά ο νότος της χώρας ήταν πάντα προπύργιο των Ταλιμπάν, στην πραγματικότητα λειτουργούσαμε ήδη σε περιοχές υπό τον έλεγχό τους και με μια σειρά πρόσθετων μέτρων ασφαλείας και δείχνοντας προσοχή απέναντι σε τοπικά έθιμα. Και όλα τα ανθρωπιστικά μας σχέδια θα συνεχίσουν να εγγυώνται ανθρωπιστική βοήθεια και να ανταποκρίνονται στις σοβαρές ανάγκες του πληθυσμού που εμπλέκεται στην κλιμάκωση των συγκρούσεων. Οι πιο επείγουσες ανάγκες αφορούν στον μεγάλο αριθμό εκτοπισμένων και την έλλειψη ειδών πρώτης ανάγκης, συμπεριλαμβανομένων φαρμάκων και ιατρικού εξοπλισμού».
«Τους τελευταίους μήνες», εξηγεί ο Βεΐζης, «οι πολίτες που είχαν την ευκαιρία να αποδράσουν, έφυγαν από τη χώρα, αλλά μιλάμε για ένα πολύ μικρό ποσοστό του πληθυσμού που έχει πετύχει χάρη στις οικονομικές δυνατότητες ή τις επαφές με ομογενείς τους στο εξωτρικό. Για ένα άλλο μέρος του πληθυσμού που διατρέχει υψηλό κίνδυνο, όπως εκείνους που έχουν συνεργαστεί με πρεσβείες, ΜΜΕ και ΜΚΟ, αυτοί προσπαθούν να βγάλουν γρήγορα βίζες. Αλλά ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, οι εικόνες που φτάνουν από το αεροδρόμιο της Καμπούλ αναφέρουν έναν αριθμό ανθρώπων που, ωστόσο, δεν είναι αντιπροσωπευτικοί ολόκληρου του πληθυσμού. Τους τελευταίους μήνες έχουμε γίνει μάρτυρες μεγάλου αριθμού ανθρώπων που μετακινούνται από τα προάστια στις πόλεις, οπότε ο αριθμός των εσωτερικών προσφύγων έχει αυξηθεί.
Πλέον, με την Καμπούλ έχει επίσης καταληφθεί, φαίνεται ότι η ροή αρχίζει να αντιστρέφεται και οι άνθρωποι επιστρέφουν στα προάστια. Πολλοί θα επιχειρήσουν να μετακομίσουν σε γειτονικές χώρες, αλλά ορισμένα κράτη, όπως το Πακιστάν, κλείνουν προσωρινά τα σύνορά τους. Και σε κάθε περίπτωση, η προσέγγιση άλλων χωρών σημαίνει διέλευση από πολύ επικίνδυνες περιοχές του Αφγανιστάν. Μέχρι τώρα, οι ανθρωπιστικοί διάδρομοι είναι απαραίτητοι για να μεταφέρουν τον πληθυσμό σε ασφαλές μέρος, αλλά μιλάμε για εκατομμύρια κατοίκους. Επομένως, είναι απαραίτητο να συζητήσουμε με τις νόμιμες αρχές και με τη διεθνή κοινότητα για να εγγυηθούμε και να επιτρέψουμε σε ανθρωπιστικές οργανώσεις να εργαστούν στη χώρα. Οι πολίτες που θα παραμείνουν στο Αφγανιστάν είναι η συντριπτική πλειοψηφία και δεν μπορούν να ξεχαστούν, ειδικά τώρα που οι ανάγκες θα αυξηθούν».
Η INTERSOS παρεμβαίνει με το έργο της στο Αφγανιστάν από το 2001
*Tο κείμενο αυτό γράφτηκε από την INTERSOS και δημοσιεύθηκε στο site propago.gr με αφορμή την πρόσφατη άνοδο και επικράτηση του Ισλαμικού Εμιράτου του Αφγανιστάν, και την ανησυχητική κατάσταση που προκύπτει από την επικυριαρχία των Ταλιμπάν εκεί.