Κοινωνική κατασκευή, ο ποινικός νόμος, λογίζεται, ότι είναι. Ωστόσο, τα αδικήματα, όσο και αν έχουν τυποποιηθεί ως τέτοια, στην πλειοψηφία τους, δεν εξυπηρετούν, μόνο την Πολιτεία, αλλά προστατεύουν αγαθά και δικαιώματα που δημιουργήθηκαν έχοντας στον πυρήνα του κύτταρου τους, γενετικό υλικό της φύσης και της ιστορίας του ανθρώπινου γένους και για αυτό απέκτησαν διαχρονική και πανανθρώπινη αξία. Όσο πιο μεγάλη είναι η συναίνεση των κοινωνών, για την αναγκαιότητα διαφύλαξης και προστασίας συγκεκριμένης αξίας που καλείται να προστατευθεί, μέσω του νόμου, τόσο πιο μεγάλη η απαξία του εγκλήματος που διαπράττεται. Όσο πιο μεγάλη η σημειούμενη απαξία, τόσο μεγαλύτερη προβολή λαμβάνει η τελεσθείσα πράξη και αδήριτη η ανάγκη για απόδοση Δικαιοσύνης. Η έννοια της Δικαιοσύνης, απαντάται, ως ιδέα, στη φιλοσοφία του Δικαίου και υπό το πρίσμα των απόψεων και επιχειρημάτων που την εξετάζει, ο έκαστος των φιλοσόφων, σφυρηλατείται σε διαφορετική διάσταση. Η δικαιοσύνη πάλι, ως δικαστική λειτουργία, δυνάμει των δικαϊκών αρχών και των δικονομικών κανόνων, θα πρέπει να απονέμει στον καθένα ό,τι του αρμόζει, χωρίς να εμφιλοχωρούν στη διαδικασία, για την κρίση της, άλλοι παράγοντες, πέρα από αυτούς που ρητά προβλέπονται. Το ό,τι πρέπει, το ό,τι δικαιούται, πάλι, εμπεριέχει το μέτρο της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας, που απορρίπτει την υπερβολή, είτε προς το μείζον, είτε προς το έλασσον και διαχωρίζει σαφώς το ορθό από το άδικο. Εάν, το μέτρο παραμεληθεί, το χάος, δεν αργεί να θρονιάσει σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής και εξυπακούεται και σε αυτή, τη νευραλγική, της Δικαιοσύνης.
Ανέκαθεν πάλι, οι κοινωνίες, όπως έχει δείξει η Ιστορία, δεν διακρίνονται για την επικράτηση του αντικειμενικά δίκαιου, του αμερόληπτα σωστού, του αδιαφιλονίκητα ισόρροπου. Πόσο μάλλον, στις μέρες μας, όπου λαμβάνουν χώρα ραγδαίες κοινωνικές αλλαγές και έχει επέλθει κρίση αξιών, θεσμών, αρχών και κυρίαρχες αξίες, με τις οποίες είχαν, ολάκερες γενεές, γαλουχηθεί, έχουν κατακρημνιστεί και υποκαθίστανται με άλλες, νέες, διαφορετικές, επιβάλλοντας νέα ήθη και έθιμα, σηματοδοτώντας νέα πορεία στην οικουμένη.
Υπό αυτή τη συνθήκη και υπό την οπτική της θεωρίας της κοινωνικής αποδιοργάνωσης, (W. Τhomas & F. Znaniecki) τίθενται όλα υπό αμφισβήτηση και ανατροπή. Η σπουδαιότητα του σεβασμού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας, θεμέλιος λίθος των Συνταγματικών δικαιωμάτων, η εγγυημένη Συνταγματικά ανθρώπινη αξιοπρέπεια και η ισότητα όλων απέναντι στο νόμο, τείνουν να καταστούν κενό γράμμα του νόμου ή να έχουν εφαρμογή, κατ’ επιλογή. Δεν μπορεί παρά να διαπιστωθεί από τον παρατηρητή, αυτής της εποχής, ότι λάβαρο της, αποτελεί το αποκλειστικά, ατομικό συμφέρον, το κέρδος, το κέρδος ό,ποιας υφής, το κέρδος με κάθε κόστος. Άλλωστε, όταν απολύεται η συλλογική συνείδηση και ολοένα απομειούται η κοινωνική συνοχή και οι παραδεδεγμένοι κανόνες, συγκρούονται με την κοινωνική πραγματικότητα, κυριαρχεί ανομία. Στην ανομία, όριο δεν υπάρχει, όλα γίνονται, κόστος δεν υπάρχει. Ερινύες δεν υπάρχουν. Βωμοί, στήνονται εύκολα, δεν υπάρχουν Ιφιγένειες προσωποποιημένες, μόνο αριθμοί. Ο λαχνός της θυσίας, είναι εφικτό να πέσει σε κάθε αριθμό, όσο και αν φαντάζει αδύνατο να συμβεί. Ευλόγως αναρωτιέται κάποιος τι είδους θυσία να είναι αυτή, για την οποία, υποψήφιοι, δυνητικά να είναι ενδεχομένως, όλοι. Θα μπορούσαμε ίσως να αναφερθούμε σε αρκετές, ωστόσο, το πλαίσιο των ανωτέρω σκέψεων, θέτει στο επίκεντρο, τον στιγματισμό των ανθρώπινων ζωών, το σημάδεμα των ανθρώπινων ψυχών, από πράξεις που αν και ρητά απαγορεύονται, εντούτοις επιτρέπονται. Μιλάμε για την ετικέτα που άπαξ και τοποθετήθηκε, δύσκολα απολύεται και καθορίζει, ακολουθεί έναν άνθρωπο, που τυγχάνει να έχει κατηγορηθεί, άδικα, στη ζωή του για κάποιο έγκλημα, ιδιαίτερης απαξίας που έλκει την προσοχή της κοινωνίας και ως εξυπακούεται της δημοσιότητας. Τι και αν, η §2 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, ορίζει: «Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νόμιμης αποδείξεως της ενοχής του». Τι και αν, ο Κ.Π.Δ., στο άρθρο 71, με τον τίτλο Τεκμήριο αθωότητας, επιτάσσει ότι «Οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι τεκμαίρονται αθώοι μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή τους, σύμφωνα με το νόμο». Το είδος των προτάσεων αυτών, στην πραγματικότητα, δε διατηρούν καταφατική μορφή, αλλά, στη βέλτιστη περίπτωση, ερωτηματική.
Το συμπέρασμα αυτό, όχι ατόπως, καταλήγεται, εάν τεθούν υπό παρατήρηση και διερεύνηση καταστάσεις καθημερινές. Όπως, το αν, η ειδησεογραφία, εξαντλείται στην αποτύπωση μόνο των πραγματικών περιστατικών των γεγονότων, χωρίς αναφορά σε ονόματα και περιγραφές, ικανών να ταυτοποιήσουν το φερόμενο ως δράστη, με συγκεκριμένο πρόσωπο, χωρίς φωτογραφίες με ευδιάκριτα τα χαρακτηριστικά των προσώπων, χωρίς να γίνεται αποτύπωση των χειροπεδών στις λήψεις αυτές.
Η αποστέρηση των δικαιωμάτων του φερόμενου ως δράστη, του κατηγορούμενου, δεν οδηγεί σε δίκαια Δίκη
Αν, τεθούν ερωτήματα, όπως: Οι τίτλοι που τοποθετούνται και συνοδεύουν την είδηση, για να κεντρίσουν και μαγνητίσουν την προσοχή των αναγνωστών-θεατών, δε διογκώνουν την προβαλλόμενη είδηση; Δεν καθορίζεται έτσι σαν αλήθεια, σαν ετυμηγορία, ενός Δικαστηρίου που δεν έχει καν συγκροτηθεί, ο ενοχοποιητικός χαρακτηρισμός: «ψυχρός δολοφόνος», «παιδεραστής», «βιαστής», «ληστής», «σάτυρος», « Πατέρας-τέρας» «μάνα-Μήδεια», «γυναίκα αράχνη», «μαύρη χήρα»; Δεν εντυπώνεται στο νου, ότι ο δράστης είναι όντος ο συλληφθείς, όταν δηλώνεται, με τη σύλληψη: «Ο γρίφος λύθηκε. Το έγκλημα εξιχνιάστηκε.». Τα ανωτέρω, δεν προσβάλλουν το τεκμήριο της αθωότητας; Δεν στιγματίζουν ως ένοχο, τον κατηγορούμενο; Δεν του αφήνουν τη ρετσινιά του χαρακτηρισμού της προσωπικότητας του, αποδίδοντάς του, «ιδιότητες» που το Δικαστήριο δεν έχει αποφανθεί ακόμη αν έχει;
Αλήθεια, μιας και μιλάμε για την προβαλλόμενη αλήθεια, όταν το νόμιμο Δικαστήριο, αποφανθεί επί των κατηγοριών, διαφορετικά, από την κοινή γνώμη που έχει χαράξει ως θέσφατο την οπτική που μεταδίδεται από τα Μ.Μ.Ε. περί ενοχής, υπάρχει αποκατάσταση της τιμής, της υπόληψης, της αξιοπρέπειας, της προσβολής της προσωπικότητας του κατακρεουργημένου ανθρώπου; Επί το πλείστον, μάλλον όχι, όπως έχει δείξει η εμπειρία. Άλλωστε, το θέμα «ξεπούλησε», ποιός θα ασχοληθεί ιδιαίτερα, ξανά, με το συγκεκριμένο γεγονός και την αθώωση του κατηγορουμένου, πόσα φύλλα θα αγοραστούν με την αθωωτική απόφαση, πόσα κλικ θα κάνει, πόσες εκπομπές θα γεμίσει, ποιός θα βγει για να αναφέρει ότι ο άνθρωπος που κατηγορούνταν ήταν/είναι όντως, όπως βροντοφώναζε, φιλήσυχος, οικογενειάρχης, μεροκαματιάρης, σωστός επαγγελματίας, αθώος και όχι απάνθρωπος εγκληματίας. Εξάλλου, δεν είναι εύκολο η αθωωτική απόφαση, να ξεριζώσει την αντίληψη περί ενοχής, που έχει τόσο καιρό σπαρθεί και καλλιεργηθεί, να εξοβελίσει την άποψη που έχει ήδη διαμορφωθεί, οπότε ό,ποια αναφορά στο γεγονός της αθώωσης και αν γίνει, δεν επαρκεί, για να αποκαταστήσει ως αθώο, τον κατηγορηθέντα, στα μάτια των κατακριτών της κοινής γνώμης. Εν προκειμένω, το «έπεα, πτερόεντα», για όσα λέγονται και διαδραματίζονται στον Τύπο, δεν έχει εφαρμογή, τίποτα δεν έχει σκορπίσει ο αέρας, ή μάλλον, έχει διασπείρει παντού τη διαπόμπευση που δεν αίρεται. Τίποτα δεν περνά στη λήθη, δερμοστιξία η κατηγορία.
Επισημαίνεται, ότι στην κοινή γνώμη, συγκαταλέγονται και οι κρατούμενοι των σωφρονιστικών ιδρυμάτων, στα οποία, όχι σπάνια, καταλήγουν ως προσωρινά κρατούμενοι, μετά την ανακριτική διαδικασία, οι απολογούντες κατηγορούμενοι. Οι συγκρατούμενοι τους, εκεί, με όσα έχουν βομβαρδιστεί και υιοθετήσει, από αυτά που προβάλλονται, υποδέχονται το νεοφερμένο, γνωρίζοντας για αυτόν και την υπόθεση του, περισσότερα από όσα γνωρίζει ο ίδιος για ό,τι τον αφορά άμεσα. Το γεγονός αυτό, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην «ποιότητα» της διαμονής του κατηγορούμενου εκεί, για όσο θα πρέπει να παραμείνει. Βέβαια, αυτό είναι ένα άλλο θέμα συζήτησης, όμως σημειώνεται για να καταδείξει τη δύναμη του στιγματισμού, ανάμεσα ακόμη και σε ανθρώπους, που ενδεχομένους να έχουν βιώσει ανάλογες καταστάσεις. Η δύναμη του στιγματισμού διαφαίνεται ακόμη και όταν φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου, προς διερεύνηση της υποθέσεως του, ο κατηγορούμενος. Δεν είναι λίγες οι φορές που κυρίως οι ένορκοι, ενδόμυχα τουλάχιστον, δε μοιάζουν ανεπηρέαστοι, από όσα έχουν βγει στο φως της δημοσιότητας.
Αξιοσημείωτο είναι, ότι, ο στιγματισμός επιτυγχάνεται και μέσω μιας παραδοξότητας, απορρέουσας από την επιταγή του εδαφίου α΄ του άρθρου 241 ΚΠΔ που προσβλέπει στη διαφύλαξη της μυστικότητας της ποινικής προδικασίας. Το ratio legis της μυστικότητας της προδικασίας βασίζεται, στην ανάγκη να συγκεντρωθούν τα αποδεικτικά μέσα και στοιχεία προς την εξιχνίαση του διαπραχθέντος εγκλήματος και την ανεύρεση του πραγματικού δράστη, καθώς και να αποτραπεί ο διασυρμός, του φερόμενου ως δράστη και ο στιγματισμός του ως δράστης, χωρίς να έχει αποδειχθεί η ενοχή του.
Η απαγόρευση διαρροής στοιχείων της υπό σχηματισμό δικογραφίας, δεν εμποδίζει να καθίσταντο αυτά κοινό μυστικό της επικαιρότητας και μάλιστα, όχι πάντα ακριβώς, ως έχουν. Υπό αυτές τις συνθήκες διαπιστώνεται η παραδοξότητα, να σχηματίζονται, από την κοινή γνώμη, ολοκληρωμένες απόψεις, βασιζόμενες σε μη ολοκληρωμένες δικογραφίες. Σχηματίζεται κατά αυτόν τον τρόπο, στη συνείδηση του κοινού μια παραποιημένη εικόνα για το έγκλημα και τον πραγματικό δράστη αυτού και ακόμα και η αρχή της επιείκειας, (In dubio pro reo) προς τον κατηγορούμενο που καλεί στο να κηρυχθεί αθώος, αυτός για τον οποίο διατηρείται έστω και η ελάχιστη αμφιβολία ενοχής, αποδημεί.
Υπό το πρίσμα, όσων αποτυπώθηκαν, επικυρώνεται άλλη μια φορά, ο Parson, υποστηρίζοντας ότι οι σύγχρονες κοινωνίες βασίζονται ολοένα και περισσότερο στην άσκηση της πειθούς. Φανερώνεται ότι με αυτή την πρακτική, επί της ουσίας, δεν ευεργετείται η Δικαιοσύνη και το δικαίωμα στην ενημέρωση. Η αποστέρηση των δικαιωμάτων του φερόμενου ως δράστη, του κατηγορούμενου, δεν οδηγεί σε δίκαια Δίκη, δεν δικαιώνει το θύμα, αλλά γεννά νέο θύμα, το στιγματισμένο ως δράστη, αθώο, εντέλει κατηγορούμενο. Καταγράφει μια νέα τραγωδία, που δεν έχει κάθαρσιν και που ωθεί τη Δίκη, δηλαδή τη δικαιοσύνη, όπως αναφέρεται στο «Έργα και Ημέραι» του Ησιόδου, ως κόρη της Αιδούς, να θυμάται την καταγωγή της και αισθάνεται ντροπή, όταν δεν αντιμετωπίζεται με Δέος η απονομή του δικαίου.
Η Δήμητρα Πλαστήρα είναι δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω – Εγκληματολόγος, ΠΜΣ “Εγκληματολογία” Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθηνών