Από τη συνάντηση Δένδια – Τσαβούσογλου στην Τουρκία προέκυψαν δύο ζητήματα, από τα οποία προκύπτει η ενόχληση της Τουρκίας. Το πρώτο θέμα είναι ο τρόπος που προετοίμαζαν την επίσκεψη του Έλληνα υπουργού των Εξωτερικών εκεί. Την προετοίμαζαν κάνοντας διαρκώς εκπομπές μηνυμάτων προς την Αμερική και την Ευρωπαϊκή Ένωση, Μηνυμάτων, τα οποία ισχυρίζονταν ότι η Τουρκία είναι μια χώρα του διαλόγου, μία διαλλακτική χώρα, μια χώρα που σέβεται τον συνομιλητή της και επιδιώκει να λύσει κάθε τι με διάλογο. Μόνο τυχαίο δεν είναι οτι ξαφνικά η Τουρκία απελευθέρωσε από φυλακές της τον κρατούμενο δημοσιογράφο τον Αχμέτ Αλτάν. Με σκοπό να ενισχύσουν το μήνυμά τους, μήνυμα δήθεν διαλλακτικότητας όπως παραπάνω επεσήμανα. Γενικότερα υπήρξε θα έλεγε κανείς ένα μπαράζ διεθνών σχέσεων που στο μεγαλύτερο μέρος του χρησιμοποιούσε τον Έλληνα Υπουργό των Εξωτερικών. Προφανώς αυτό δεν έπρεπε να περάσει γιατί δεν έπρεπε να ξεχάσουμε τί έκανε η Τουρκία όλο το 2020 αλλά και τη γενικότερη στάση της απέναντι στα προβλήματα που έχει και με την Ελλάδα και με την ΕΕ. Συνεπώς έπρεπε οπωσδήποτε η ομιλία του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών να περιλαμβάνει κομμάτι ή το όλον αυτού του θέματος. Δεν μας εκμεταλλεύονται, δεν μας μεταχειρίζονται, είμαστε μία χώρα που συζητά με τη γείτονά της μήπως και κάποια στιγμή λύσει τα προβλήματά της.
Επίσης μέσα στη συζήτηση, έχω πλέον την ευκαιρία να γνωρίζω, ότι κυριάρχησε ως θέμα το Κυπριακό και παράλληλα η Τουρκία έθεσε όλα τα ζητήματα που ξέρουν ότι θέτει στο δημόσιο διάλογο. Άρα εάν η απάντηση του κ.Δένδια σταματούσε στην καλή γειτονία και τις οικονομικές σχέσεις, θα υπήρχε πρόβλημα. Πρόβλημα εξωραϊσμού της τουρκικής συμπεριφοράς. Ευτυχώς δεν σταμάτησε εκεί και έγιναν όλα όσα όλοι μας παρακολουθήσαμε.
Από όλα όσα δημοσίως εξελίχθηκαν ένα θέμα ξεχωρίζω και αναδεικνύω: ειδικά για το Δίκαιο της Θάλασσας, το οποίο αποτελεί κομμάτι του ενωσιακού κεκτημένου, η απροθυμία της Τουρκίας να το υπογράψει, να το κυρώσει και τελικά να το εφαρμόσει την εκθέτει απέναντι και στην Ελλάδα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η υπογράμμιση από την ελληνική πλευρά πως η περιφρόνηση της Τουρκίας στο δίκαιο της θάλασσας αποτελεί θέμα Τουρκίας-ΕΕ κι όχι ελληνοτουρκικό ζήτημα αποτέλεσε μια πολύ σοβαρή ενέργεια που που υπηρετήθηκε από τη λεγόμενη δημόσια διπλωματία.
Σε ό,τι τώρα αφορά το μέλλον: η Τουρκία το 2020 δεν ήταν απλώς προκλητική, ήταν επιθετική. Επειδή όμως σήμερα το πρόβλημά της είναι πρωτίστως η Αμερική δεν εκτιμώ ότι το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα η Τουρκία θα κλιμακώσει τις επιθετικές της ενέργειες. Επί προεδρίας Τράμπ ο Ερντογάν διαμόρφωσε έναν άξονα με την Μόσχα και την Τεχεράνη που σήμερα με τον Μπάιντεν του δημιουργεί πολλά προβλήματα. Ακριβώς, λοιπόν, επειδή η Τουρκία επιμένει στην προσπάθεια να εκπέμψει μηνύματα διαλλακτικότητας μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι επί του παρόντος δεν πρόκειται να δούμε επιθετικές συμπεριφορές αντίστοιχες με εκείνες του 2020. Επιλογικά ωστόσο επισημαίνω ότι η συγκυρία που μόλις περιέγραψα δεν μεταφράζεται σε εγκατάλειψη απο πλευράς Τουρκίας των στόχων της και σε αλλαγή των πρακτικών της μακροπρόθεσμα και ότι μία παρέμβαση δημόσιας διπλωματίας δεν ισοδυναμεί με οριστική επίλυση των προβλημάτων με την Τουρκία. Προφανώς! Με δεδομένο ότι η τοποθέτηση Δένδια στην Τουρκία ήταν προετοιμασμένη, εκτιμώ ότι η Ελλάδα πρέπει να προετοιμάζεται και για τα επόμενα βήματα.
Ο Ανδρέας Λοβέρδος είναι Βουλευτής Β1’ Βορείου Τομέα Αθηνών, Τομεάρχης Εξωτερικών του Κινήματος Αλλαγής και καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου