Με έναν σύντομο σχολιασμό της επικαιρότητας θα ξεκινήσουμε το παρόν θέμα, που κρίνεται όμως σημαντικός, γιατί οι υποθέσεις που βλέπουν το φως της δημοσιότητας μας προβληματίζουν εντόνως και παράλληλα αναδεικνύουν σοβαρά ζητήματα σχετιζόμενα με την ανηλικότητα, τα οποία πρέπει να απασχολήσουν τις σύγχρονες κοινωνίες και το παιδί να τεθεί στο επίκεντρο του δημόσιου ενδιαφέροντος. Οι μαρτυρίες παιδιών και νέων που καταγράφονται από τα ΜΜΕ, αυτές τις ημέρες, για απομόνωση, κλουβιά, σκληρές τιμωρίες, σε δομές παιδικής προστασίας, και οι οποίες ασφαλώς διερευνώνται, ομολογώ ότι μου έφεραν, συνειρμικά, στο νου τα εφαρμοζόμενα σωφρονιστικά συστήματα (για τα οποία τυχαίνει να ετοιμάζω και ερευνητικά ένα σχετικό θέμα) και συγκεκριμένα το απομονωτικό σωφρονιστικό σύστημα, ή αλλιώς μονωτικό/πεννσυλβανικό, το οποίο θα παρουσιάσουμε αναλυτικά ακολούθως. Οι δομές παιδικής φιλοξενίας και προστασίας, αναμφίβολα, δεν είναι φυλακές και δεν πρέπει να λειτουργούν σαν φυλακές, αλλά να είναι μία μεγάλη «αγκαλιά» και ένα ουσιαστικό και πολύτιμο στήριγμα για παιδιά που έχουν στερηθεί πάρα πολλά. Εάν αποδειχθεί ότι έχουν εφαρμοστεί και μάλιστα για χρόνια οι ακραίες και απαράδεκτες πρακτικές σε βάρος ανηλίκων που καταγράφουν τα Μέσα, τότε οφείλουμε τουλάχιστον μία συγγνώμη στα παιδιά μας και να φτιάξουμε από την αρχή την κοινωνία μας με καλύτερα σίγουρα υλικά….
Ας κρατήσουμε στο μυαλό μας ότι είναι πολύ επώδυνος ο επανατραυματισμός μίας ήδη πληγωμένης παιδικής ψυχής. Οι απαντήσεις, επομένως, της οργανωμένης Πολιτείας στην αναλγησία, την απάθεια, την εκμετάλλευση, τη βία, την κακοποίηση, ή ακόμα και την αδιαφορία σε ανήλικους/ες που έχουν ανάγκη κοινωνικής μέριμνας και πρόνοιας, πρέπει να είναι ολοκληρωμένες και να λαμβάνουν σοβαρά υπ’ όψιν όλα τα καίρια ζητήματα που σχετίζονται με τη διαμόρφωση της προσωπικότητας ενός ανήλικου ατόμου και την ανάγκη του να νιώσει ότι αξίζει και ότι έχει το δικαίωμα στην επίτευξη στόχων για τη ζωή του και την περαιτέρω εξέλιξή του. Σε αυτό το σημείο ο ρόλος του σχολείου μπορεί να είναι πολύτιμος, όπως και των κατάλληλων προσώπων, με την απαιτούμενη γνώση, εμπειρία και κοινωνική ευαισθησία, που θα στηρίξουν και θα υποστηρίξουν τους ανήλικους/τις ανήλικες, αλλά και των στοχευμένων επιστημονικών δράσεων σχεδιασμένων με τον πλέον κατάλληλο τρόπο από τους αρμόδιους φορείς, με στόχο την πρόληψη και την έγκαιρη παρέμβαση για παιδιά εκτεθειμένα σε πολλαπλούς κινδύνους, ώστε να «σπάσει» ο κύκλος της βίας και να υλοποιηθεί στην πράξη η πολυσήμαντη έννοια της «προστασίας της ανηλικότητας». Διαπιστώνεται, με αφορμή και τις υποθέσεις με θύματα ανήλικα άτομα που αποκτούν στη σύγχρονη εποχή μεγαλύτερη ορατότητα και απασχολούν με εκτενή ρεπορτάζ τα Μέσα, ότι υπάρχουν ακόμα σημαντικά βήματα να γίνουν για να προστατευθούν αποτελεσματικά -και με προοπτική για ένα καλύτερο αύριο- παιδιά σε κίνδυνο.
Ας περάσουμε όμως τώρα στο θέμα μας, εξετάζοντας το πώς εφαρμόστηκαν τα πρώτα σωφρονιστικά συστήματα και ποιος ήταν ο ρόλος τους στη διάρκεια της σωφρονιστικής ιστορίας. Κατ’ αρχάς είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι τα πρώτα σωφρονιστικά συστήματα έλαβαν χώρα στο κλειστό περιβάλλον της φυλακής, διότι η φυλάκιση είχε καθιερωθεί, μέσα από μία μακρά εξελικτική διαδικασία, ως η κατεξοχήν δημόσια ποινή, η οποία αποτελούσε το κυριότερο μέσο καταπολέμησης της εγκληματικότητας. Επισημαίνεται ότι στη διάρκεια του 16ου αιώνα, σε συνέχεια των σημαντικών εξελίξεων των περασμένων αιώνων, διαμορφώθηκαν οι συνθήκες για τη μετάβαση από τις πολύ σκληρές σωματικές ποινές και την θανατική ποινή στην ποινή της φυλάκισης. Βλ. και σχετικό μας θέμα στο propago: Έγκλημα και Τιμωρία: η ιστορία της ποινής – propago.gr)
Τα πρώτα εφαρμοζόμενα σωφρονιστικά συστήματα αποκλήθηκαν «σωφρονιστικά συστήματα κλειστής μεταχείρισης», καθώς υλοποιούνταν στο κλειστό και περιοριστικό πλαίσιο της φυλακής. Τα σημαντικότερα από αυτά είναι τα: κοινοβιακό, απομονωτικό, μικτό, προοδευτικό και οι παραλλαγές αυτών, όπως το «Ακτινωτό». Ενδεικτικά παραδείγματα αποτελούν η φυλακή Pentonville στο βόρειο Λονδίνο, το «Πανοπτικό» που αναπτύχθηκε από το Jeremy Bentham το 1971, το «Σύστημα Telegraph Pole» που δημιουργήθηκε από τον Γάλλο αρχιτέκτονα Poussin, ο οποίος το 1898 το επέβαλε στις φυλακές του Fresnes κοντά στο Παρίσι για 200 κρατούμενους,[1] το «Αναμορφωτικό Σύστημα» προορισμένο για τρόφιμους νέους ηλικίας 16-30 ετών, το οποίο άρχισε να εφαρμόζεται γύρω στο 1870, τα συστήματα «Ελεύθερης Σωφρονιστικής Αγωγής» που προορίζονταν πρωτίστως για ανήλικους τρόφιμους, π.χ. το «Σύστημα Οικογενειών» με ομάδες 20-25 ατόμων, το «Σύστημα των Ελευθέρων Ομάδων Εργατών» που εφαρμόστηκε στη Γερμανία.[2] Αργότερα όμως, εξαιτίας της αμφισβήτησης του θεσμού της «ποινικής» φυλακής, αναζητήθηκαν άλλες μορφές μεταχείρισης σε ανοικτούς χώρους που αποτέλεσαν τα χαρακτηριζόμενα «σωφρονιστικά συστήματα ανοικτής μεταχείρισης», τα οποία όμως θα αναλύσουμε σε επόμενο άρθρο.
κοινοβιακό σωφρονιστικό σύστημα/εν κοινω κράτησις
Η ιστορία της σωφρονιστικής ξεκινά με το κοινοβιακό σωφρονιστικό σύστημα, που συνιστά τον αρχικό τρόπο κράτησης όλων των καταδίκων. Οι φυλακισμένοι κυριολεκτικά στοιβάζονταν σε στενόχωρους και ακατάλληλους για τη διαβίωσή τους χώρους, σαν να επρόκειτο για απορρίμματα και όχι για ανθρώπους. Ο λόγος για τον οποίο εφαρμόστηκε σε μεγάλη έκταση αυτό το σύστημα ήταν ότι δεν απαιτούσε υψηλές δαπάνες, γεγονός που κρινόταν πολύ πιο σημαντικό από τη διασφάλιση της ατομικής αξιοπρέπειας. Κύριο χαρακτηριστικό του ήταν ότι οι κρατούμενοι διαβιούσαν όλοι μαζί, ανεξαρτήτως διαπραττόμενου αδικήματος, ηλικίας, ή ακόμα και φύλου τους. Στη διάρκεια της ημέρας εργάζονταν σε κοινά εργαστήρια και τη νύχτα κοιμούνταν σε κοινούς θαλάμους. Βρίσκονταν κατά συνέπεια σε συνεχή μεταξύ τους επαφή και επικοινωνία.[3] Οι συνθήκες ζωής ήταν εξευτελιστικές εξαιτίας του υπερσυνωστισμού των φυλακών και του μη διαχωρισμού των κρατουμένων. Παράλληλα η έλλειψη μέριμνας από τους αρμόδιους φορείς για τη διασφάλιση έστω και των στοιχειωδών για την αξιοπρεπή διαβίωση των κρατούμενων είναι αποκαλυπτική του τρόπου προσέγγισης του έγκλειστου πληθυσμού. Αναμφίβολα, οι επιπτώσεις τόσο στην καθημερινή ζωή όσο και ευρύτερα στην ψυχοσύνθεση των κρατούμενων που υποχρεούνταν να συνυπάρχουν σε ένα τέτοιο άτεγκτο περιβάλλον, χωρίς καν να διαχωρίζονται βάσει ηλικίας και φύλου, ήταν δυσμενείς και γι’ αυτό εγκαταλείφθηκε.
Κρίνεται σκόπιμο να αναφερθεί ότι οι πρώτες ελληνικές φυλακές ήταν οργανωμένες βάσει του κοινοβιακού συστήματος, όπως η φυλακή του Επταπυργίου Θεσσαλονίκης, η οποία διέθετε μόνο κοινούς κοιτώνες και ελάχιστες δυνατότητες απασχόλησης των κρατουμένων.[4] Το μοναδικό στοιχείο που θα μπορούσε να θεωρηθεί «θετικό» είναι ότι δεν εμπόδιζε την επαφή μεταξύ των εγκλείστων. Καλλιεργήθηκε επομένως γόνιμο έδαφος ώστε να αναπτυχθεί η γλώσσα της φυλακής, ο ιδιαίτερος δηλαδή γλωσσικός κώδικας επικοινωνίας των κρατουμένων, που έχει αποτελέσει το αντικείμενο διδακτορικής διατριβής της γράφουσας,[5] δεδομένου ότι οι τρόφιμοι κάλυπταν την ανάγκη τους για επικοινωνία με το να εργάζονται μαζί και να υλοποιούν τις δραστηριότητες της καθημερινότητάς τους από κοινού. Η γλώσσα της φυλακής αποτελεί ένα πολύ σημαντικό στοιχείο της «μικροκοινωνίας» των εγκλείστων, που, λόγω της συμβολικής λειτουργίας της, δεν αποτελεί μόνο μέσο έκφρασης αλλά το κύριο μέσο ένταξης του κάθε εγκλείστου τόσο στις «υπο-ομάδες» των κρατουμένων όσο και στη μεγάλη «ομάδα» της φυλακής, όπως αποδείχθηκε και στην προαναφερθείσα έρευνα. Επομένως, συνιστά ένα από τα πιο κρίσιμα μέσα επιβίωσης των κρατουμένων στο κλειστό, περιοριστικό και άτεγκτο περιβάλλον της φυλακής. Αξιοσημείωτο είναι ότι σε αυτό τον ιδιαίτερο γλωσσικό κώδικα επικοινωνίας, η φυλακή ονομάζεται από τον έγκλειστο πληθυσμό ως «κολλέγιο του εγκλήματος», καθώς ήδη με την έναρξη εφαρμογής των σωφρονιστικών συστημάτων στο κλειστό περιβάλλον της φυλακής διαπιστώνεται ότι δεν υπήρξε πρόβλεψη για εξατομικευμένη μεταχείριση και για διαχωρισμό ανάλογα με τη βαρύτητα του εγκλήματος, με αποτέλεσμα, όπως οι ίδιοι οι κρατούμενοι υπογραμμίζουν, να «μυούνται» ακόμα βαθύτερα στο έγκλημα μπαίνοντας στη φυλακή.
απομονωτικό σωφρονιστικό σύστημα/μονωτικό/πεννσυλβανικό
Σε πλήρη αντίθεση με το προηγούμενο σύστημα, το απομονωτικό σωφρονιστικό σύστημα, στηρίχθηκε στη μόνιμη, συνεχή και ολοκληρωτική απομόνωση του κρατούμενου, στον οποίο απαγορευόταν κάθε είδους επικοινωνία (γραπτή, προφορική, με σημεία) με τους συγκρατούμενούς του. Οι κρατούμενοι κατά τη διάρκεια της ημέρας και της νύχτας, τόσο κατά τις ώρες εργασίας όσο και όταν δεν εργάζονται, υποχρεούνταν να βρίσκονται απομονωμένοι στο κελί τους, όπου δέχονταν τις επισκέψεις των σωφρονιστικών υπαλλήλων, των ιερωμένων, ή των μελών της Εταιρείας των Φυλακών. Αξίζει να σχολιάσουμε ότι απαγορεύονταν οι επισκέψεις συγγενών και φίλων, με την αιτιολογία ότι τέτοιου είδους επαφές δύναται να είναι «επικίνδυνες», γιατί διαταράσσουν την ψυχική ηρεμία του τροφίμου.[6] Η μόνη ευκαιρία για να εξέλθουν από την απόλυτη απομόνωση οι έγκλειστοι δινόταν μόνο όταν έπρεπε να οδηγηθούν στο σχολείο και την εκκλησία της φυλακής, ή να βγουν για τον καθιερωμένο περίπατο σε ατομική αυλή. Πρωταρχικός στόχος του εν λόγω συστήματος ήταν η «ηθική» αναμόρφωση των τροφίμων. Γι’ αυτό, υποχρεούνταν να παραμένουν διαρκώς κλεισμένοι στο κελί τους, διαβάζοντας τη Βίβλο και άλλα θρησκευτικά βιβλία, μέσω των οποίων θα επανέρχονταν στον «σωστό» δρόμο, μετά την αποφυλάκισή τους.[7]
Η απομόνωση επέφερε αρνητικές επιπτώσεις στους τρόφιμους, πολλοί εκ των οποίων νόσησαν σωματικά ή/και ψυχικά.[8] Εκδηλώθηκαν ακόμα και αυτοκτονικές τάσεις των κρατουμένων.[9] Συνεπώς, σε ένα περιβάλλον απομονωμένο και πλήρως αποκομμένο από κοινωνικές επαφές δεν μπόρεσε να αναπτυχθεί, τουλάχιστον εμφανώς, η γλώσσα των τροφίμων, γιατί κάθε προσπάθεια επικοινωνίας μεταξύ τους μπορούσε να επιφέρει σοβαρές κυρώσεις. Άλλωστε, αυτή είναι η αιτία για την οποία τέθηκε σε ισχύ: να αποκόψει κάθε επικοινωνία μεταξύ κρατουμένων και κατ’ επέκταση να αποτρέψει τις «κακές» συναναστροφές και συνεννοήσεις μεταξύ τους, οι οποίες, σύμφωνα με τους αρμόδιους φορείς, οδηγούσαν σε αναταραχές, συγκρούσεις και αποδράσεις. Μάλιστα, δεν είναι τυχαίο, ότι ιδρύθηκαν πολλά σωφρονιστήρια που ακολουθούσαν αυτό το πρότυπο. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η προκάτοχη φυλακή του απομονωτικού σωφρονιστικού συστήματος, η Walnut Street Jail, μία τριώροφη φυλακή προορισμένη για δράστες κακουργημάτων, όπου κάθε όροφος περιλάμβανε οκτώ σκοτεινά και μικρού μεγέθους κελιά. Οι φυλακισμένοι ήταν υποχρεωμένοι να τηρούν συνεχώς την αρχή της σιωπής και να φορούν καλύπτρες στο κεφάλι μέχρι να μεταφερθούν στα κελιά τους.[10] Με την πάροδο του χρόνο η Walnut Street Jail παρουσίασε προβλήματα συνωστισμού, με αποτέλεσμα να ιδρυθούν καινούργιες πολιτειακές φυλακές στην Πεννσυλβάνια, όπως οι: Western Penitentiary στα περίχωρα του Pittsburg και Eastern Penitentiary στο Cherry Hill. Οι ιθύνοντες πρέσβευαν την άποψη ότι «οι τοίχοι αντιπροσωπεύουν την τιμωρία του εγκλήματος στο κελί και ο κρατούμενος είναι αναγκασμένος να ακούει τη φωνή της συνείδησής του».[11] Παρά ταύτα, θεωρούμε ότι δεν αποκλείεται οι έγκλειστοι, ακόμα και σε αυτό το περιβάλλον, να αναζήτησαν άλλους τρόπους επικοινωνίας, διότι η ανάγκη του ατόμου για κοινωνική συναναστροφή είναι συνυφασμένη με την ανθρώπινη ύπαρξη και δεν μπορεί να εξαλειφθεί. Το πιο πιθανό είναι ότι οι τρόφιμοι κατέφευγαν σε χρήση σημάτων, όπως χτυπήματα στους τοίχους των κελιών. Το απομονωτικό σύστημα επικρίθηκε εντόνως, γιατί λειτούργησε επιβαρυντικά στη σωματική και ψυχική υγεία των κρατουμένων, υιοθέτησε σωφρονιστικά απαράδεκτες πειθαρχικές ποινές σε βάρος των απείθαρχων κρατούμενων και εν τέλει δεν απέτρεψε την υποτροπή των κρατουμένων[12], που αποτέλεσε ένα από τα κύρια ζητούμενά του.
μικτό σωφρονιστικό σύστημα/ωβούρνειο/σύστημα σιγής
Το τρίτο σωφρονιστικό σύστημα που θα εξετάσουμε στο σημείο αυτό είναι το μικτό σωφρονιστικό σύστημα, το οποίο επιχειρεί συγκερασμό των δύο προηγούμενων συστημάτων και γι’ αυτό άλλωστε αποκαλείται μικτό. Η ανάγκη εκμετάλλευσης της εργασίας των καταδίκων σε βιομηχανικές εργασίες και ο περιορισμός των δαπανών για τη συντήρηση των φυλακών υπήρξαν οι δύο καταλυτικοί παράγοντες καθιέρωσής του.[13]
Εφαρμόστηκε, ολοκληρωμένο, το 1823, στο αμερικανικό σωφρονιστικό κατάστημα του Auburn, από όπου έλαβε την ονομασία ωβούρνειο. Το κύριο χαρακτηριστικό του ήταν ότι οι κρατούμενοι βρίσκονταν σε απομόνωση σε στενόχωρα ατομικά κελιά μόνο κατά τη διάρκεια της νύχτας, ενώ κατά τη διάρκεια της ημέρας εργάζονταν από κοινού σε διαμορφωμένα εργαστήρια. Σε κάθε περίπτωση πάντως τελούσαν υπό αυστηρή επιτήρηση και απαγόρευση κάθε είδους συνομιλίας ή συνεννόησης.[14]
Επομένως, ούτε αυτό το σύστημα ευνόησε τη καλλιέργεια γλωσσικών κωδίκων επικοινωνίας μεταξύ των κρατουμένων, τουλάχιστον φανερά, διότι ακόμα και όταν βρίσκονταν μαζί κατά τη διάρκεια της εργασίας τους δεν είχαν ουσιαστική επαφή και επικοινωνία. Παρά ταύτα, σε αντίθεση με το προηγούμενο που απαγόρευε κάθε επαφή, παρείχε τη δυνατότητα στους τρόφιμους να εργάζονται μαζί. Άρα, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα προσπαθούσαν να συνεννοηθούν μεταξύ τους, κυρίως με μυστικούς κώδικες επικοινωνίας, γλωσσικούς ή/και με σήματα. Άλλωστε, πρακτικά η επιβολή σιγής μεταξύ των φυλακισμένων ήταν ανέφικτη, παρά τη συχνή χρήση της μεθόδου της μαστιγώσεως για την επιβολή πειθαρχίας. Ως λογικό επακόλουθο, ο συγχρωτισμός και η επικοινωνία στον χώρο της φυλακής δεν μπορούσαν να αποφευχθούν.[15] Τελικά επικράτησε στις Η.Π.Α. το μικτό σύστημα και στην Ευρώπη το απομονωτικό.
προοδευτικό σωφρονιστικό σύστημα/ιρλανδικό
Το προοδευτικό σωφρονιστικό σύστημα διαμορφώθηκε στην Αγγλία. Το κύριο χαρακτηριστικό του ήταν ότι ο κατάδικος περνούσε διαδοχικά από το στάδιο της απομόνωσης στην εν κοινώ κράτηση και τέλος στην προσωρινή απόλυση. Η μετάβαση από το ένα στάδιο στο άλλο βρισκόταν σε απόλυτη συνάρτηση με την καλή διαγωγή του καταδίκου, ενώ σε περίπτωση κακής διαγωγής έπρεπε να οδηγηθεί στο προηγούμενο στάδιο. Το συγκεκριμένο σύστημα εφαρμόστηκε σε άτομα καταδικασμένα σε μακροχρόνιες ποινές, ώστε να μπορέσουν να εκτίσουν προοδευτικά την ποινή τους.[16] Η ανάπτυξη γλωσσικών κωδίκων επικοινωνίας, σε αυτό το σύστημα, ευνοείται σημαντικά λόγω αυξημένων επαφών μεταξύ των κρατουμένων.
αναμορφωτικό σύστημα της Elmira
Εξέλιξη του προοδευτικού συστήματος αποτελεί το αναμορφωτικό σύστημα της Elmira, το οποίο δημιουργήθηκε για νεαρούς και «αρχάριους» εγκληματίες, από 16 έως 30 ετών. Το εν λόγω σύστημα εφαρμόστηκε το 1876 στο αναμορφωτήριο της Elmira από το διευθυντή του Zebulon Brockway, ο οποίος έδωσε μεγάλη έμφαση στην εκπαίδευση των κρατουμένων, την οποία θεωρούσε θεμελιακό στοιχείο για την αναμόρφωση και κοινωνική επανένταξή τους.[17]
Συμπερασματικά, τα εφαρμοζόμενα σε κλειστό περιβάλλον σωφρονιστικά συστήματα άσκησαν ισχυρότατες επιδράσεις όχι μόνο στην ψυχοσύνθεση των κρατουμένων αλλά και στη γλωσσική επικοινωνία τους που, όπως αποδείξαμε στη μελέτη «Φυλακή και Γλώσσα», αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της δομής των φυλακών. Παράλληλα ο τρόπος εφαρμογής των υπό εξέταση σωφρονιστικών συστημάτων, πρωτίστως του κοινοβιακού, απομονωτικού και μικτού, όπως εφαρμόστηκαν στην αρχική τους μορφή, καθιστούν εμφανή την έλλειψη ουσιαστικού ενδιαφέροντος για την «αναμόρφωση» των κρατουμένων και την κοινωνική τους επανένταξη μετά την έκτιση της ποινής και εγείρουν καίρια ερωτήματα σχετικά με τη διασφάλιση θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
[1] R. Matthews, Doing Time: An Introduction to the Sociology of Imprisonment, N. York: Palgrave, 1999, σσ. 30-33.
[2] Χ. Δημόπουλος, Η Φυλακή: Ιστορική και Αρχιτεκτονική Προσέγγιση, Αθήνα-Κομοτηνή: Α.Ν. Σάκκουλας, 2003, σσ. 345-346.
[3] Κ. Γαρδίκας, Εγκληματολογία: Σωφρονιστική, τόμ. Γ΄, 3η έκδ., Αθήνα-Κομοτηνή: Α.Ν. Σάκκουλας, 2001, σελ. 318.
[4] Σ. Αλεξιάδης, Σωφρονιστική, 4η έκδ., Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας, 2001, σελ. 29.
[5] Α. Καρδαρά, Φυλακή και Γλώσσα: η γλωσσική επικοινωνία των κρατουμένων ως κρίσιμο και αναπόσπαστο στοιχείο της δομής των φυλακών, Αθήνα-Κομοτηνή: Α.Ν. Σάκκουλας, 2014.
[6] Ν. Κουράκης, Ποινική Καταστολή: Μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος, 5η έκδ, Αθήνα-Κομοτηνή: Α.Ν. Σάκκουλας, 2009, σελ. 164.
[7] Κ. Γαρδίκας, ό.π., σσ. 320-321.
[8] Ph. Purpura, Criminal Justice: An introduction, Boston: Butterworth-Heinemann, 1997, σελ. 266.
[9] Κ. Γαρδίκας, ό.π., σελ. 325.
[10] K. Teeters, The Cradle of the Penitentiary: The Walnut Street Jail at Philadelphia, 1773-1835, sponsored by the Pennsylvania Prison Society, 1955, σσ. 1-47, όπ.π. στο Χ. Δημόπουλος, Η Φυλακή: Ιστορική και Αρχιτεκτονική Προσέγγιση, ό.π., σελ. 227.
[11] Χ. Σταυροπούλου, «Η Εξέλιξη της Αρχιτεκτονικής των Φυλακών», Σύγχρονα Θέματα, 41-42, Ιούνιος 1990, σελ. 55.
[12] Χ. Δημόπουλος, ό.π., σσ. 239-240.
[13] Σ. Αλεξιάδης, ό.π., σελ. 34.
[14] Κ. Γαρδίκας, ό.π., σελ. 325.
[15] Ν. Κουράκης, ό.π., σσ. 166-167.
[16] Η. Δασκαλάκης, Μεταχείριση Εγκληματία, Αθήνα-Κομοτηνή: Α.Ν. Σάκκουλας, 1985, σσ. 54-55.
[17] Χ. Δημόπουλος, ό.π., σελ. 283.