Η ανάλυση του φαινομένου της ενδοοικογενειακής βίας αποκαλύπτει βαθιές κοινωνικές παθογένειες και επικίνδυνες στερεοτυπικές αντιλήψεις οι οποίες πρέπει να αντιμετωπιστούν στη ρίζα τους, προκειμένου το σοβαρό αυτό φαινόμενο να προσεγγιστεί στις σύγχρονες κοινωνίες με τρόπο πιο αποτελεσματικό και με έναν ουσιαστικό προσανατολισμό στις ανθρώπινες σχέσεις που ταλανίζονται, με αποτέλεσμα αντί να δίνουν διέξοδο στα πιο δυνατά και όμορφα συναισθήματά μας να μετατρέπονται για κάποιους ανθρώπους σε ένα βίαιο αδιέξοδο, οδηγώντας σε ένα βασανιστικό τέλμα.
Η βία στις σχέσεις είναι μία «μάστιγα» που αποκαλύπτει ελλείμματα παιδείας, γιατί αναμφίβολα ο τρόπος με τον οποίο εκφράζουμε τα συναισθήματά μας και λειτουργούμε στις σχέσεις μας είναι μεταξύ άλλων ζήτημα παιδείας και πολιτισμού και αυτό το γεγονός δεν πρέπει να μας αφήσει σε ερευνητικό επίπεδο αδιάφορους και απαθείς. Η βία στο πλαίσιο μίας σχέσης στερεί από το άτομο θεμελιώδη δικαιώματά του, καταρρακώνει την αξιοπρέπειά του και το θέτει σε έναν διαρκή κίνδυνο για τη σωματική του ακεραιότητα και την ψυχική του υγεία.
Είναι σαφές ότι στη σημερινή εποχή το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας έχει μεγαλύτερη ορατότητα σε σχέση με το παρελθόν, όπου ό,τι συνέβαινε πίσω από τις κλειστές πόρτες των σπιτιών έπρεπε να μείνει «μυστικό» ακόμα κι αν όλοι γνώριζαν αλλά κρατούσαν μία ένοχη σιωπή για να προστατεύσουν τον δράστη και για να μη διαταράξουν τις ισορροπίες, αποκαλύπτοντας το βίαιο και σκληροτράχηλο πρόσωπο πίσω από το πρόσωπο του «φιλήσυχου οικογενειάρχη», ο οποίος συχνά μάλιστα αποτελούσε «πρότυπο» για την κλειστή κοινωνία. Παράλληλα σήμερα πραγματοποιούνται βήματα προς την κατεύθυνση της ενημέρωσης του κοινού, της αφύπνισης και ευαισθητοποίησής του, στα οποία είναι εξαιρετικά σημαντικό να εστιάσουμε προκειμένου η κοινωνία να γίνει «ασπίδα» προστασίας για τα θύματα και χωρίς χρονοτριβή να τιμωρούνται οι κακοποιητικές συμπεριφορές.
Υπάρχουν όμως βήματα που πρέπει ακόμα να γίνουν και μέτρα να ληφθούν, όπως ενδεικτικά αναφέρω ενίσχυση της πρόληψης (δεδομένου ότι ο δράστης δεν ξυπνά ένα πρωί και σκοτώνει το θύμα του, αλλά σε καθημερινή ακόμα βάση ασκεί βία που μπορεί να οδηγήσει στην πιο ακραία της έκφανση -στη δολοφονία), επένδυση στην παιδεία προκειμένου οι νέες γενιές να αποκτήσουν υψηλές αξίες και ιδανικά και να μυηθούν σε έννοιες όπως ο σεβασμός, εξειδικευμένα προγράμματα αντιμετώπισης της βίας, επέκταση της κοινωνικής μέριμνας και πρόνοιας με υποστήριξη των θυμάτων σε σταθερή βάση και σε πολλαπλά επίπεδα -ψυχολογικό, οικονομικό, επαγγελματικό- ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες, κλπ.
Ας εξετάσουμε όμως πιο επισταμένως το φαινόμενο και την εξέλιξή του με την πάροδο των ετών. Ξεκινώντας με τον ορισμό, ενδοοικογενειακή βία αποτελεί κάθε μορφή βίας και παραμέλησης που ασκείται στο πλαίσιο της οικογενειακής ζωής. Ειδικότερα, η ενδοοικογενειακή βία περιλαμβάνει κάθε σωματική, λεκτική, σεξουαλική ή/ και ψυχολογική βία που ασκείται σε βάρος του θύματος από μέλος ή μέλη της οικογένειας. Να σημειωθεί εδώ ότι ο όρος «οικογένεια» αναφέρεται σε μία ευρύτερη μορφή οικογένειας στην οποία περιλαμβάνονται και τα συντροφικά σχήματα. Ως ενδοοικογενειακή βία ή βία στην οικογένεια εννοιολογείται ο οικονομικός έλεγχος και η σωματική, σεξουαλική, συναισθηματική και ψυχολογική κακοποίηση ενήλικων ή ανήλικων από άλλο μέλος / άλλα μέλη της οικογένειάς τους, καθώς και η βία των τωρινών ή προηγούμενων συντρόφων ή συζύγων [1].
Η ενδοοικογενειακή βία πλήττει κυρίως τα χαρακτηριζόμενα ως πιο ευάλωτα μέλη μίας οικογένειας πρωτίστως τις γυναίκες, τα παιδιά και τους υπερήλικες. Αξιοσημείωτο είναι ότι η ενδοοικογενειακή βία εμφανίζει έναν σημαντικό αριθμό «σκοτεινής» εγκληματικότητας, δηλαδή πολλές υποθέσεις δεν καταγγέλλονται, ούτε αποκαλύπτονται, κυρίως εξαιτίας του φόβου του θύματος και του αισθήματος ντροπής που το διακατέχει για τον κοινωνικό του στιγματισμό, αλλά και εξαιτίας βαθιά ριζωμένων αντιλήψεων και επικίνδυνων στερεοτύπων που θυματοποιούν δευτερογενώς τα θύματα βίας, αντί να τους παρέχουν ουσιαστική υποστήριξη και προστασία.
Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να υπογραμμισθεί ότι τα εγκλήματα της ενδοοικογενειακής βίας τα οποία στην παραδοσιακή κοινωνία συνέβαιναν εντός του οίκου και δεν ήταν ορατά στη δημόσια σφαίρα θεωρούνταν -όσο παράδοξο κι αν μας φαίνεται σήμερα αυτό- λιγότερο σοβαρά από τα «πραγματικά εγκλήματα» που διαπράττονταν εκτός της οικιακής σφαίρας. Επομένως κατανοούμε γιατί δεν υπήρχε στο παρελθόν η αντίστοιχη ορατότητα για το έγκλημα της ενδοοικογενειακής βίας όπως υπάρχει στη σύγχρονη εποχή, ενώ παράλληλα συνειδητοποιούμε το πώς και το γιατί οι παραδοσιακές κοινωνίες έκλειναν τα μάτια, εθελοτυφλώντας σε ένα φαινόμενο υψίστης σοβαρότητας. Οι επικίνδυνες αντιλήψεις που επιβιώνουν ακόμα και στις μέρες μας, τύπου «οι γυναικοκτονίες οφείλονται στη φλυαρία των γυναικών», όπως διατυπώθηκε πριν από λίγες ημέρες από ηθοποιό, κρατούσαν για χρόνια τα στόματα κλειστά. Ανάλογες απόψεις, ακόμα κι αν διατυπώνονται άκριτα, εν είδει κακόγουστου «αστείου», για να προκαλέσουν, ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο, δεν έχουν πλέον θέση στις σύγχρονες κοινωνίες που προχωράνε προβάλλοντας αληθινές αξίες ζωής. Απόψεις οι οποίες προσφέρουν –με άμεσο ή έμμεσο τρόπο- «άλλοθι» στη βία και μεταφέρουν στο θύμα την ευθύνη (ακόμα και για τη δολοφονία του!) πρέπει να εκριζωθούν και οι ανθρώπινες σχέσεις να χτιστούν σε άλλα θεμέλια, σε γερές βάσεις, με ουσιαστικό ενδιαφέρον, με εκτίμηση και σεβασμό στον συνάνθρωπο.
Η ιστορική αναδρομή στην ανάλυση του φαινομένου είναι εξίσου αποκαλυπτική για τον τρόπο προσέγγισής του, καθώς διαπιστώνουμε ότι το φαινόμενο καθυστέρησε να απασχολήσει σε βάθος την επιστημονική κοινότητα, βάσει της εδραιωμένης -για χρόνια- διαστρεβλωμένης λογικής πως ό,τι συνέβαινε πίσω από τις κλειστές πόρτες των σπιτιών δεν μας αφορά και δεν αποτελεί έγκλημα με σοβαρότατες κοινωνικές διαστάσεις και προεκτάσεις. Να σημειωθεί λοιπόν ότι η ενδοοικογενειακή βία, αρχικά ως βία κατά των παιδιών και στη συνέχεια ως συζυγική ή συντροφική βία, καταγράφεται ως κοινωνικό πρόβλημα στα τέλη του 19ου αιώνα. Το δημόσιο ενδιαφέρον είναι, ωστόσο, μικρής διάρκειας και περιορισμένης έκτασης. Μάλιστα περιστατικά τα οποία εκτός οικογένειας χαρακτηρίζονταν ως εγκλήματα, παραδόξως όταν λάμβαναν χώρα στα στενά όρια του οίκου/ της οικογένειας μπορούσαν να εκληφθούν ως «θεμιτές συμπεριφορές». Μετά το 1960 οι διάφορες μορφές ενδοοικογενειακής βίας έγιναν περισσότερο ορατές, όπως η σωματική κακοποίηση και η παραμέληση των παιδιών, αργότερα η κακοποίηση των γυναικών, η σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών και η κακοποίηση των υπερηλίκων. Στο τέλος του 20ού αιώνα, η ενδοοικογενειακή βία άρχισε να ενδιαφέρει ειδικότερα την επιστημονική κοινότητα. Βάσει στοιχείων από διαφορετικές πηγές, όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, η Ευρωπαϊκή Ένωση, ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, το Συμβούλιο της Ευρώπης κ.λπ., αποκαλύφθηκε ότι:
· Μία στις τέσσερεις γυναίκες έχει υπάρξει σε κάποια φάση της ζωής της θύμα ενδοοικογενειακής βίας.
· Δύο γυναίκες σκοτώνονται κάθε εβδομάδα από τον νυν ή τον προηγούμενο σύντροφό τους.
· Εκατοντάδες παιδιά γνωρίζουν τη βία κάθε μέρα.
· Τα εγκλήματα της ενδοοικογενειακής βίας αποτελούν το ένα τέταρτο των βίαιων εγκλημάτων [2].
Η έλλειψη επισταμένου ενδιαφέροντος για το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας και τις καίριες πτυχές του είχε ως συνέπεια να υφίσταται για πολλά χρόνια μία «μυθοποίηση» του εγκλήματος και μία «εξιδανίκευση» των εγκλημάτων που διαπράττονταν σε βάρος γυναικών, με τη χρήση και της αντίστοιχης ορολογίας «έγκλημα πάθους» και με συσχετισμούς ανάμεσα στον έρωτα και το πέρασμα στην εγκληματική πράξη. Αυτά τα εγκλήματα χαρακτηρίζονταν αυθόρμητα (spontaneous) και το ερευνητικό ενδιαφέρον εστιαζόταν στην απρόβλεπτη φύση τους και στην έλλειψη σχεδιασμού τους. Αποδίδονταν στην παρόρμηση της στιγμής, σε μία προσωρινή «παραφροσύνη» (temporary insanity) και αυτός ήταν ο κύριος λόγος για τον οποίο οι εγκληματολόγοι υποστήριζαν ότι δεν μπορούν να προληφθούν. Η σκιαγράφηση του προφίλ του δράστη βασιζόταν κυρίως στον παρορμητικό χαρακτήρα του. Συνεπώς, το έγκλημα παρουσιαζόταν ως «ξένο» προς τον ιδιοσυγκρασία του δράστη, ο οποίος εμφανιζόταν να «τυφλώνεται» στιγμιαία από το πάθος του και να οδηγείται στο έγκλημα, προβληματίζοντας για πολλά χρόνια τους ειδικούς επιστήμονες για τη συγκεκριμένη μορφή εγκληματικότητας.
Το γεγονός μάλιστα ότι οι γυναικοκτονίες συνήθως διαπράττονταν στην οικία του δράστη με αυτοσχέδιο όπλο, δηλαδή με όποιο φονικό όργανο τύχαινε να βρει μπροστά του ο δράστης, ενέτεινε την άποψη ότι επρόκειτο για αυθόρμητα εγκλήματα και ότι ο δράστης δεν είχε προσχεδιάσει το έγκλημά του. Ακόμα και η προσπάθειά του να ξεφορτωθεί -σε πολλές περιπτώσεις- το άψυχο σώμα αποδιδόταν, όχι στην επιθυμία του να μη συλληφθεί από τις αρχές και να μην τιμωρηθεί για το έγκλημά του, αλλά στις τύψεις που ένιωθε με τη συνειδητοποίηση της πράξης του και στην ανάγκη του να διαγράψει από το μυαλό του το έγκλημα.
Ωστόσο, οι εν λόγω θεωρίες έχουν καταρριφθεί σε διεθνές επίπεδο και μάλιστα η έρευνα προχωρά ένα βήμα παρακάτω συνδέοντας αυτά τα εγκλήματα με την ενδοοικογενειακή βία. Το προφίλ των δραστών αποκαλύπτει ότι η βία δεν είναι «ξένη» προς τον χαρακτήρα τους και οι συγκεκριμένοι δράστες δεν χρησιμοποιούν για πρώτη φορά βία. Αντίθετα, η χρήση βίας ή/ και απειλές προς το θύμα, προτού διαπραχθεί το έγκλημα, αποδεικνύουν ότι δεν πρόκειται για αυθόρμητα εγκλήματα οφειλόμενα στην παρόρμηση της στιγμής, αλλά ότι είναι απόρροια μίας συγκρουσιακής σχέσης, όπου η άσκηση λεκτικής, σωματικής και ψυχολογικής βίας, η κατάχρηση αλκοόλ ή/ και ουσιών, η αδυναμία του δράστη να διαχειριστεί τον θυμό του και να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά προβλήματα και δυσκολίες που βιώνει στην καθημερινότητά του, αποτελούν προειδοποιητικά σημάδια που τελικά οδηγούν στο έγκλημα. Τελικά αποδεικνύεται ότι εγκλήματα που έχουν διαπραχθεί, σύμφωνα με τους δράστες, στο «όνομα της αγάπης» ή του «έρωτα» αποτελούν απλώς μία «μάσκα», ένα προκάλυμμα των βίαιων συμπεριφορών τους [3].
Ως προς το προφίλ του δράστη ενδοοικογενειακής βίας, όπως έχει καταγραφεί από πρόσφατη έρευνά μας στο Crime & Media Lab του Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος [4] είναι συνήθως, έτσι όπως περιγράφεται από την ίδια τη γυναίκα που έχει θυματοποιηθεί, ένας άνδρας που ενδιαφέρεται σε μεγάλο βαθμό για την κοινωνική του εικόνα, πολλές φορές μάλιστα περιγράφεται από τις γυναίκες ως κάποιος που έχει δύο προσωπικότητες. Οι δράστες ανήκουν σε διαφορετικές ηλικιακές ομάδες, με συνηθέστερη την ομάδα 35-60, συνήθως Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και μέτριας οικονομικής κατάστασης. Παρά ταύτα, λαμβάνοντας υπ’ όψιν μας ότι πολλές υποθέσεις δεν καταγγέλλονται, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η ενδοοικογενειακή βία μπορεί να αφορά όλα τα κοινωνικά, οικονομικά, μορφωτικά κλπ. περιβάλλοντα και είναι «μύθος» ότι αφορά μόνο συγκεκριμένες κοινωνικές και οικονομικές τάξεις.
Η σκιαγράφηση του προφίλ δείχνει επίσης ότι πρόκειται για έναν άνδρα που έχει χαμηλή αυτοεκτίμηση και προσπαθεί να αποδείξει μέσα από τη βίαιη συμπεριφορά και τον αυταρχισμό του ότι αξίζει ως άνθρωπος, ως πατέρας και σύζυγος. Αναφέρονται κτητικές συμπεριφορές και ορισμένοι δράστες μπορεί να έχουν γίνει και οι ίδιοι μάρτυρες της κακοποίησης της μητέρας τους ή βίαιων συμπεριφορών στο γονικό τους σπίτι. Άρα εδώ ανακύπτει και το σοβαρό ζήτημα της ψυχολογικής στήριξης στα παιδιά μάρτυρες κακοποιητικών συμπεριφορών. Κατά κανόνα ο δράστης έχει παραδοσιακές αντιλήψεις για τον ρόλο του και πιστεύει στην υπεροχή των ανδρών στην οικογένεια. Είναι ένας άνθρωπος που δεν θα αναλάβει την ευθύνη για τις πράξεις του και συχνά δικαιολογεί τις βίαιες συμπεριφορές του, αποδίδοντάς τις σε εξωγενείς παράγοντες (αλκοόλ, οικονομικά προβλήματα, ακόμα και…το άνοστο φαγητό κτλ.). Επομένως, διαπιστώνουμε ότι μέσα από τεχνικές εξουδετέρωσης γίνεται από τον δράστη προσπάθεια υποβάθμισης των κακοποιητικών του συμπεριφορών και δικαιολόγησης των βίαιων πράξεών του.
Ως προς τον τρόπο με τον οποίο εξελίσσεται η συμπεριφορά τους, θα επισημάνουμε τα εξής (και θεωρώ ότι είναι σημαντικό να δοθεί μεγάλη προσοχή σε αυτές τις αλλαγές στη συμπεριφορά): Οι δράστες μπορεί στην αρχή να είναι γενναιόδωροι και προστατευτικοί. Αργότερα γίνονται συνήθως ελεγκτικοί, με εκρήξεις ζήλιας, υβριστικές εκφράσεις, εκδηλώνουν υποτίμηση προς τον μητρικό ρόλο της γυναίκας ή την γυναικεία της φύση. Την εκφοβίζουν και την απειλούν πως αν τολμήσει να φύγει θα της πάρουν τα παιδιά, σε περίπτωση που υπάρχουν ανήλικα τέκνα σε μία οικογένεια.
Στο πλαίσιο της έρευνάς μας διαπιστώθηκε ακόμα ότι στην πλειοψηφία των περιπτώσεων οι δράστες δεν αναζητούν βοήθεια, με εξαίρεση τις λίγες περιπτώσεις που ξεκινούν τη διαδικασία της ποινικής διαμεσολάβησης, όπου κρίνεται υποχρεωτικό να απευθυνθούν σε ειδικό. Οι γυναίκες αναφέρουν ότι κάποιοι από αυτούς θα ζητήσουν βοήθεια από ψυχολόγους ή ψυχιάτρους, όταν η γυναίκα δηλώσει την πρόθεσή της να φύγει από τη σχέση. Πολύ σύντομα όμως σταματάνε τις συνεδρίες, γιατί όπως υποστηρίζουν δεν λαμβάνουν τη βοήθεια που επιθυμούν, ή γιατί δεν μπορεί κάποιος άλλος να τους πει πώς θα συμπεριφέρονται στο σπίτι τους. Κάποιες γυναίκες αναφέρουν ότι, όταν ο σύντροφός τους αναζήτησε ψυχολογική στήριξη για τις συμπεριφορές του, στην αρχή μειώθηκε η ένταση και συχνότητα της κακοποίησης αλλά στην πορεία η αρχική συμπεριφορά επανήλθε σε αυτό που ήταν. Συνεπώς, συμπεραίνουμε ότι η ανάγκη για συνειδητοποίηση της βαρύτητας των πράξεων και η σε σταθερή βάση παρακολούθηση ψυχολόγου/ ψυχιάτρου είναι αναγκαία στοιχεία στα οποία πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη βαρύτητα.
Συνοψίζοντας, η κλιμάκωση της βίας που καταγράφεται στις υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας, οι οποίες μας απασχολούν σε ερευνητικό επίπεδο και τα τελευταία χρόνια ολοένα και περισσότερο προβάλλονται στα ΜΜΕ, δίνει το περιθώριο παρέμβασης από την οργανωμένη Πολιτεία. Η κοινωνία μας ευτυχώς αρχίζει να αντιδρά και η διεθνής επιστημονική κοινότητα διερευνά πλέον σε βάθος το φαινόμενα και μελετά επισταμένως τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας. Υπάρχουν όμως ακόμα βήματα να γίνουν, ώστε να προστατευθούν συνάνθρωποί μας που βιώνουν μέσα στην οικογένειά τους εξαιρετικά δύσκολες καταστάσεις και υφίστανται βία στην πιο ακραία της έκφανση και μορφή. Δεν μπορούμε, τέλος, να μην αναφερθούμε στην ανάγκη επιμόρφωσης των δημοσιογράφων σε αυτά τα κρίσιμης σημασίας ζητήματα, γιατί τα ΜΜΕ έχουν τη δύναμη να αφυπνίσουν ευρύτατα τμήματα πληθυσμού και να αναδείξουν τη σοβαρότητα και κρισιμότητα του φαινομένου.
Ας προχωρήσουμε όλες και όλοι μαζί σε αυτό τον δύσκολο αλλά σημαντικό αγώνα κατά της ενδοοικογενειακής βίας!
[1] και [2] Μηλιώνη, Φ. «Βία ενδοοικογενειακή» στο (2018) «Ανήλικος» στο Σπινέλλη, Κ.Δ. Κουράκης, Ν. Κρανιδιώτη, Μ.Π. επ.. ΛΕΞΙΚΟ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ. Αθήνα: Τόπος, σσ. 147-148.
[3] Καρδαρά, Α. Νέοι Παγιδευμένοι στα Παιχνίδια της Βίας: Εγκλήματα με Δράστες και Θύματα Νέους, Αθήνα: Παπαζήσης, σσ. 289-294.
[4] Βλ. αναλυτικά έρευνά μας Συζητώντας με τους ειδικούς για το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας στην Ελλάδα – KE.M.E. (e-keme.gr) & Τελικό-Β.Ταυρή_Ενδοοικογενειακή-βία.pdf (e-keme.gr)
Η Αγγελική Καρδαρά είναι Διδάκτωρ Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ ΕΚΠΑ, Φιλόλογος, Τακτική Επιστημονική Συνεργάτιδα Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος (ΚΕ.Μ.Ε.) & Επιστημονικά Υπεύθυνη του «Crime & Media Lab» ΚΕ.Μ.Ε.