Στο παρόν άρθρο εξετάζουμε τον τρόπο λειτουργίας της φυλακής σε συσχετισμό με την έννοια των «κοινωνικών δικτύων» και διερευνούμε τη σημαντικότητα των κοινωνικών τύπων και ρόλων που αναπτύσσονται στο περιοριστικό πλαίσιο της φυλακής και υιοθετούνται από τον έγκλειστο πληθυσμό. Η μελέτη μας «Φυλακή και Γλώσσα: Η γλωσσική επικοινωνία των κρατουμένων ως κρίσιμο και αναπόσπαστο στοιχείο της δομής των φυλακών»[1], υπό την ακαδημαϊκή επίβλεψη του Καθηγητή Γιάννη Πανούση, εξέτασε σε βάθος τον ιδιαίτερο γλωσσικό κώδικα επικοινωνίας των κρατουμένων (αντρών, γυναικών, ανήλικων/νεαρών), τον ρόλο του, τους επιτελούμενους σκοπούς του, τις διαφοροποιήσεις που υφίσταται με την πάροδο των ετών, ως απόρροια (μεταξύ άλλων) των αλλαγών στη σύνθεση του ποινικού πληθυσμού όσο και των αλλαγών στην ευρύτερη κοινωνία και βέβαια τη σπουδαιότητά του στο περιοριστικό περιβάλλον της φυλακής, ως μέσο επικοινωνίας αλλά και επιβίωσης και εξέλαβε τη φυλακή ως ένα «εντοπισμένο σύστημα δραστηριότητας», στο οποίο αναδύονται αρκετά αναπτυγμένοι και εντοπισμένοι ρόλοι. Στηριζόμενοι στην επιστημονική άποψη του κοινωνιολόγου και ανθρωπολόγου Erving Goffman[2] σύμφωνα με την οποία σε κοινωνικού τύπου ιδρύματα, όπου μία πλήρης αλληλουχία δραστηριοτήτων επαναλαμβάνεται με κάποια συχνότητα, αναδύονται εντοπισμένοι ρόλοι, δηλαδή μία δεσμίδα δραστηριοτήτων που εκτελούνται φανερά μπροστά σε μία ομάδα άλλων ατόμων και διαπλέκονται εξίσου φανερά με τη δραστηριότητα που εκτελούν οι υπόλοιποι, διαπιστώνεται ότι και στο ιδρυματικό περιβάλλον της φυλακής απαντώνται εντοπισμένοι ρόλοι, εφόσον οι δραστηριότητες επαναλαμβάνονται σε καθημερινή βάση, με μεγάλη αυστηρότητα. Αυτοί οι ρόλοι μάλιστα λαμβάνουν πολύ σημαντικές διαστάσεις για τους εγκλείστους, διότι μέσω αυτών όπως θα εξετάσουμε αναλυτικά ακολούθως αποκτούν την «ταυτότητά» τους και τη δική τους θέση στην ιεραρχία της φυλακής.
Ξεκινώντας με την έννοια των «κοινωνικών δικτύων» ώστε να δούμε στην πράξη πώς η φυλακή λειτουργεί, να αναφέρουμε ότι με τον όρο «κοινωνικό δίκτυο» εννοούμε το σύνολο των δεσμών που συνάπτει ένα άτομο με άλλα. Οι δεσμοί που αναπτύσσονται διακρίνονται σε δεσμούς «πρώτης τάξης», όπου η διεπίδραση είναι άμεση και σε δεσμούς «δεύτερης τάξης», όπου η διεπίδραση είναι έμμεση. Χαρακτηριστικά ενός δικτύου είναι η πυκνότητα και η πολυπλοκότητα. Ένα δίκτυο είναι «πυκνό» όταν όλα τα μέλη μίας ομάδας γνωρίζονται μεταξύ τους και «πολύπλοκο» όταν οι μεταξύ τους επαφές γίνονται υπό ποικίλες ιδιότητες. Εάν για παράδειγμα σε μία γειτονιά οι κάτοικοι είναι συγγενείς αλλά και συνάδελφοι, τότε το συγκεκριμένο κοινωνικό δίκτυο παρουσιάζει υψηλή πολλαπλότητα. Ο συνδυασμός υψηλής πυκνότητας και πολλαπλότητας ορίζει «κλειστά» δίκτυα, ενώ ο συνδυασμός χαμηλής πυκνότητας και πολλαπλότητας παράγει τα χαρακτηριζόμενα «χαλαρά» δίκτυα.
Η διερεύνηση των κοινωνικών δικτύων ξεκινάει στην κοινωνιολογία από τη δεκαετία του ’40 για να αναπτυχθεί ουσιαστικά μετά το ’60 ως μία δομική ανάλυση, η οποία θεωρεί ως δεδομένο ότι οι συμπεριφορές και οι απόψεις που εκφράζουν τα άτομα εξαρτώνται από τις δομές μέσα στις οποίες είναι ενσωματωμένα. Η γλωσσική έρευνα στα κοινωνικά δίκτυα ξεκίνησε από τις μελέτες της Milroy τη δεκαετία του 1970. Ειδικότερα, η Milroy μελέτησε τη γλωσσική συμπεριφορά ορισμένων γειτονιών του Belfast της Ιρλανδίας και απέδειξε ότι αυτή επηρεάζεται από το είδος του δικτύου στο οποίο ανήκουν τα άτομα. Ακόμα πιο συγκεκριμένα, διαπίστωσε ότι όσα άτομα ανήκουν σε πολύπλοκα, «κλειστά» δίκτυα εμφανίζουν μεγαλύτερη συμμόρφωση προς τις γλωσσικές νόρμες του δικτύου τους, σε αντίθεση με όσα άτομα συμμετέχουν σε «ανοιχτά» δίκτυα. Αυτό που κατ’ ουσίαν συμβαίνει είναι ότι τα «κλειστά» δίκτυα ενώνουν τα μέλη με στενούς δεσμούς αλληλεγγύης και με αυτό τον τρόπο τα καθιστούν συντηρητικά και λιγότερο δεκτικά σε εξωτερικές επιδράσεις. Ωστόσο, παρατήρησε ότι και εντός ενός δικτύου δεν παρατηρείται απόλυτα ομοιόμορφη γλωσσική συμπεριφορά, καθώς διεπιδρούν και άλλοι κοινωνικοί παράγοντες, όπως η κοινωνική τάξη, η ηλικία ή/και το φύλο. Συνοψίζοντας, σύμφωνα με τη Milroy όσο πυκνότερο και με περισσότερα νήματα είναι ένα δίκτυο, τόσο αποτελεσματικότερα λειτουργεί ως μηχανισμός επιβολής στο άτομο του κοινωνικού συστήματος αξιών. Τα ισχυρά δίκτυα όπως επεσήμανε εντοπίζονται κυρίως στις κοινότητες της εργατικής τάξης, γιατί η διατήρηση ισχυρών σχέσεων αλληλεγγύης είναι προϋπόθεση επιβίωσης για τους φτωχότερους κοινωνικούς σχηματισμούς.[3] Κατ’ αναλογία, είναι εύκολο να επικρατήσει και να διαδοθεί η αργκό μεταξύ των μελών μίας ομάδας «κλειστού» χαρακτήρα, όπως είδαμε να συμβαίνει στον χώρο των φυλακών.
Με την πάροδο των ετών, ο όρος «δίκτυα» ή αλλιώς «κοινωνικά δίκτυα» άρχισε να χρησιμοποιείται περισσότερο από τους κοινωνιολόγους για την περιγραφή και την ερμηνεία πολλών και διαφορετικών όψεων της κοινωνικής πραγματικότητας, όπως η συγγένεια, η εξουσία, η επικοινωνία, η κοινωνικότητα των ατόμων, οι ανταλλαγές στην καθημερινή ζωή, η λειτουργία της αγοράς, η εξεύρεση εργασίας, οι οργανώσεις, οι τοπικές αστικές ή αγροτικές κοινότητες, κ.λπ. Για την πληρέστερη κατανόηση της έννοιας των «δικτύων» είναι σημαντικό να υπογραμμισθεί ότι, σε αντίθεση με τους μελετητές που αναλύουν τις κοινωνικές δομές και την κοινωνική πραγματικότητα χρησιμοποιώντας μόνο κατηγοριοποιήσεις (π.χ. νέοι, γυναίκες, άτομα τρίτης ηλικίας κλπ.), όσοι μελετούν τα κοινωνικά δίκτυα εστιάζουν στις σχέσεις που συνδέουν τα άτομα ή τις ομάδες μεταξύ τους, εξετάζοντας εάν οι συγκεκριμένες κατηγοριοποιήσεις έχουν κάποιο νόημα, δεδομένου ότι τα άτομα ανήκουν τόσο σε κατηγορίες, όσο και σε δίκτυα, ενώ οι κατηγορίες αποτυπώνουν, ουσιαστικά, τις δομικές σχέσεις που ενώνουν τα άτομα. Ωστόσο, μπορούμε επίσης, είτε να ξεκινήσουμε από ένα άτομο και να διερευνήσουμε τις σχέσεις του με άλλα άτομα, ή να ξεκινήσουμε από ένα σύνολο σχέσεων επιλεγμένων σε σχέση με το πλαίσιο που επιθυμούμε να μελετήσουμε, χωρίς να δώσουμε προτεραιότητα σε ένα κεντρικό πρόσωπο. Στην πρώτη περίπτωση αναφερόμαστε σε «προσωπικά» κοινωνικά δίκτυα σχέσεων (egonetworks), των οποίων οι εφαρμογές είναι περισσότερο διαδεδομένες και βοηθούν στην κατανόηση της λειτουργίας των σχέσεων ανάμεσα στις επιμέρους κοινωνικές δομές. Στη δεύτερη περίπτωση κάνουμε λόγο για «πλήρη» (κλειστά) δίκτυα (whole networks), όπως για παράδειγμα το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων μεταξύ των μελών μιας οργάνωσης, μίας επιχείρησης, μίας κοινότητας κ.λπ.[4]
Συνοψίζοντας, η ερευνητική ενασχόληση με τα κοινωνικά δίκτυα παρουσιάζει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και φωτίζει καίριες πτυχές των σχέσεων που αναπτύσσονται στο πλαίσιο τους, καθιστώντας ακόμα πιο σαφές γιατί μπορούν να συσχετιστούν με το περιοριστικό περιβάλλον των φυλακών όπου οι κρατούμενοι/ες συνυπάρχουν, συμβιώνουν, μοιράζονται ένα κοινό πρόγραμμα, αναπτύσσουν σχέσεις και η ζωή τους εντός αυτού του πλαισίου διέπεται από έναν αξιακό κώδικα, ο οποίος σε μεγάλο βαθμό ρυθμίζει τις μεταξύ τους σχέσεις και την καθημερινότητά τους.
Στη μελέτη μας αναδεικνύουμε επίσης την έννοια και τη σπουδαιότητα των «κοινωνικών ρόλων» που υιοθετούνται στο περιοριστικό περιβάλλον της φυλακής από τον έγκλειστο πληθυσμό. Πρέπει να επισημανθεί ότι η σπουδαιότητα της έννοιας του «ρόλου» είναι μεγάλη, γιατί αποτελεί τη βασική μονάδα κοινωνικοποίησης. Ειδικότερα, όπως υποστηρίζει ο Goffman, μέσα από τους ρόλους, οι οποίοι λαμβάνουν χώρα σε έναν κύκλο κοινωνικών περιστάσεων όπου τα άτομα έρχονται σε κατά πρόσωπο επαφή, κατανέμονται καθήκοντα στα μέλη της κοινωνίας και λαμβάνονται μέτρα για να εξασφαλιστεί η εκτέλεσή τους, γεγονός που ενισχύει τη σημαντικότητά τους. Μάλιστα η υιοθέτηση ενός ρόλου συνεπάγεται την κατοχή από το άτομο μίας συγκεκριμένης θέσης στην κλίμακα της κοινωνικής ιεραρχίας, η οποία αποκαλύπτεται στο ευρύ κοινό μέσω ορισμένων δεικτών, όπως η ενδυμασία, η ομιλία και η εν γένει συμπεριφορά. Συνεπώς, εφόσον ο «κοινωνικός ρόλος» κατά Goffman ορίζεται ως τέλεση δικαιωμάτων και καθηκόντων που συνδέονται με μία ορισμένη θέση ή κοινωνικό κύρος, διαπιστώνεται ότι ένας κοινωνικός ρόλος εμπεριέχει έναν ή περισσότερους εντοπισμένους ρόλους και ως εκ τούτου ο καθένας από τους διαφορετικούς αυτούς ρόλους μπορεί να υιοθετείται σε μία σειρά περιστάσεων.[5] Καθίσταται σαφές ότι στο πλαίσιο της φυλακής, ως ένα «εντοπισμένο σύστημα δραστηριότητας», όπου καταγράφεται σε καθημερινή βάση η επαναληψιμότητα των δραστηριοτήτων, αναδύονται συγκεκριμένοι εντοπισμένοι ρόλοι, οι οποίοι με τη σειρά τους επιδρούν με τρόπο καταλυτικό και καθοριστικό στην καθημερινότητα και στην εν γένει ψυχοσύνθεση των κρατουμένων.
Βάσει όλων των προαναφερθέντων, καταλήγουμε στις εξής σημαντικές διαπιστώσεις:
- Η φυλακή, ως ένα κοινωνικό δίκτυο, ασκεί ισχυρότατες επιδράσεις στον έγκλειστο πληθυσμό.
- Οι κοινωνικοί ρόλοι και τύποι που υιοθετούνται στο περιοριστικό περιβάλλον της φυλακής λαμβάνουν ένα ειδικό «βάρος» καθώς σχετίζονται άμεσα με τον αξιακό κώδικα των τροφίμων, τον οποίο επίσης μελετήσαμε σε βάθος.
- Η τρίτη διαπίστωσή μας έγκειται στο ότι η μεγάλη συμβολική αξία και βαρύτητα που λαμβάνουν οι κοινωνικοί ρόλοι στη φυλακή δύναται να επιδράσουν και στη ζωή μετά τη φυλακή, δεδομένου ότι μόνο τεχνητά είναι τα τείχη που χωρίζουν τη φυλακή από την ελεύθερη κοινωνία.
Πολλές έρευνες έχουν πραγματοποιηθεί σε παγκόσμιο επίπεδο για να καταγραφούν οι χαρακτηριστικοί τύποι-ρόλοι των φυλακισμένων, οι οποίοι εμφανίζουν ομοιότητες αλλά και ορισμένες καίριες διαφοροποιήσεις από τους αντίστοιχους που υιοθετούνται στην ελεύθερη κοινωνία. Αδιαμφισβήτητα, μολονότι δεν υπάρχει ένας και μοναδικός τύπος κρατουμένου, οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι συνηθίζουν διαχρονικά να κατηγοριοποιούν τους εγκλείστους, γεγονός που έχει αρνητικές συνέπειες, γιατί οδηγεί σε υπερ-γενικεύσεις. Ένα ακόμα ενδιαφέρον σημείο είναι ότι πολλά άτομα του σωφρονιστικού προσωπικού, παρά την εκπαίδευσή τους, δεν χρησιμοποιούν ορθά την καθιερωμένη ορολογία. Το αποτέλεσμα είναι να αυξάνονται, αντί να επιλύονται, τα προβλήματα συνεννόησης που απειλούν την εύρυθμη λειτουργία του ιδρύματος. Εν τούτοις, οι κατηγοριοποιήσεις θεωρούνται χρήσιμο εργαλείο για να κατανοήσουν οι εμπλεκόμενοι με τη δικαιοσύνη, ως ένα βαθμό τουλάχιστον, τον τρόπο ζωής και σκέψης των εγκλείστων και κατ’ επέκταση, να αντιμετωπίσουν πιο αποτελεσματικά τις έκρυθμες καταστάσεις που προκαλούνται στη φυλακή.[6] Η χρησιμότητά τους επιβεβαιώνεται και από το ότι τυγχάνουν συστηματικής επεξεργασίας από την εγκληματολογική έρευνα, κατά πρώτον για να διαπιστωθεί η συχνότητα παρουσίας κάθε τύπου στις φυλακές και κατά δεύτερον για να διερευνηθούν τα ειδικότερα προσωπικά χαρακτηριστικά και η εξέλιξη κάθε τύπου πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την παραμονή του στο σωφρονιστικό κατάστημα.[7]
Ένα πρωταρχικό ερώτημα που προκύπτει αφορά την αιτία διαμόρφωσης τύπων και ευρύτερων κοινωνικών ρόλων μέσα στη φυλακή. Μελετώντας τη σχετική βιβλιογραφία, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι αποτελούν απόρροια της ιεραρχικής δόμησής της, η οποία καθιστά απαραίτητη την «ετικετοποίηση» των μελών της. Το στοιχείο που πρέπει να διερευνήσουμε τώρα έγκειται στη στενή σχέση ανάμεσα στην τυπολογία των εγκλείστων και τη χαρακτηριζόμενη «εγκληματική ταυτότητα».[8] Στη μελέτη μας αποδείχθηκε η σχέση ανάμεσα στη γλώσσα και την κοινωνική ταυτότητα, η οποία δύναται να λάβει εξειδικευμένες μορφές ανάλογα με την ομάδα και το πλαίσιο στο οποίο χρησιμοποιείται. Συνεπώς, η «εγκληματική ταυτότητα» μπορεί να θεωρηθεί ως ένα παρακλάδι της. Η σημασία της είναι μεγάλη και αποκαλύπτει τη διαχρονική ανάγκη των ατόμων να ανήκουν σε μία ομάδα και να προσδιορίζουν την ύπαρξή τους άλλοτε με πιο γενικό και άλλοτε με πιο ειδικό τρόπο. Γι’ αυτό άλλωστε, οι κοινωνίες σε κάθε ιστορική περίοδο παρέχουν πληθώρα πηγών για την κατασκευή ταυτοτήτων. Άμεση συνέπεια είναι ότι οι φυλακισμένοι, στην πλειονότητά τους, επαναπροσδιορίζονται υιοθετώντας μία ταυτότητα και κατ’ επέκταση ένα ρόλο. Ας μην ξεχνάμε ότι ένας υψηλός αριθμός τροφίμων έχει ήδη κάποια επαφή και εμπλοκή με ένα «εγκληματικό σύστημα συμπεριφοράς» πριν από τη σύλληψή του, άρα έχει αποκτήσει «εγκληματική ταυτότητα» προτού μπει στη φυλακή.
Επίσης, είναι αξιοπρόσεκτο ότι πολλοί έγκλειστοι εμπλέκονται σε περισσότερα από ένα «εγκληματικά συστήματα» και δεύτερον ότι τα ίδια τα συστήματα επικαλύπτονται λόγω της μετακίνησης κρατουμένων σε διάφορα σωφρονιστικά καταστήματα και του κοινού παραβατικού παρελθόντος αρκετών από αυτούς. Ασφαλώς, πολλοί κρατούμενοι αποκτούν «εγκληματική ταυτότητα» κατά τη διάρκεια έκτισης της ποινής τους, ενώ ορισμένοι αποφυλακίζονται χωρίς να έχουν ταυτιστεί με κάποιο ρόλο ή τύπο και χωρίς να έχουν διαμορφώσει τη δική τους «εγκληματική ταυτότητα». Ανεξαρτήτως πάντως των επιμέρους παραμέτρων, η τελική διαπίστωσή μας είναι ότι κάθε «εγκληματική ταυτότητα», με τον αντίστοιχο ρόλο που της αποδίδεται, αποκτά στο χώρο της φυλακής ξεχωριστό νόημα και περιεχόμενο και λειτουργεί διαφορετικά από τις υπόλοιπες.[9]
Σημειώνουμε ότι οι περισσότεροι από τους βασικούς τύπους και ρόλους που γνώρισαν ευρεία διάδοση σε παρελθούσες εποχές επιβιώνουν στα καταστήματα κράτησης της σύγχρονης εποχής, με ορισμένες διαφοροποιήσεις ανάλογα με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα κάθε φυλακής και τις επικρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις. Η σπουδαιότητά τους απορρέει από το ότι μέσω αυτών οι τρόφιμοι εξυπηρετούν πληθώρα σκοπών και καλύπτουν βαθύτερες ψυχολογικές ανάγκες τους.
Διευκρινίζουμε ότι η «ψυχολογία των κρατουμένων» είναι καθοριστικής σημασίας, γιατί βάσει αυτής υιοθετούνται συμπεριφορές, οι οποίες με τη σειρά τους επιδρούν στη συνολική λειτουργία του ιδρύματος. Οι παράγοντες που διαμορφώνουν τον ψυχισμό των τροφίμων είναι οι εξής:
- Πρώτον, η πορεία ζωής προ του εγκλεισμού. Περιλαμβάνει τις εμπειρίες και τα βιώματα, με τα οποία το άτομο συγκροτεί την προσωπικότητά του, την εικόνα που έχει για τον εαυτό του και την εν γένει «ιστορία» του. Εδώ εντάσσεται και η στιγμή τέλεσης της εγκληματικής πράξης (το «πέρασμα στην πράξη»).
- Δεύτερον, η ζωή μέσα στη φυλακή, η οποία σχετίζεται άμεσα με τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος ο τρόφιμος βιώνει την επώδυνη εμπειρία του εγκλεισμού, καθώς και τα μέσα στα οποία καταφεύγει για να την «διαχειριστεί».
- Τρίτον, ο τρόπος λειτουργίας κάθε σωφρονιστικού καταστήματος, με τις συνθήκες κράτησης, τις μεθόδους μεταχείρισης που εφαρμόζει και γενικότερα το διαμορφούμενο κλίμα, τα οποία κατά κανόνα στερούν από τους κρατούμενους τη δυνατότητα να αναπτύξουν την προσωπικότητά τους.[10]
Συμπερασματικά, σε αυτό το πλαίσιο, αντιλαμβανόμαστε τη βαθύτερη ουσία των χαρακτηριζόμενων «argotroles» (ρόλοι, δηλαδή, που εκφράζονται με την αργκό της φυλακής που μελετήσαμε). Ειδικότερα, αν και η εκμάθηση ρόλων συχνά οδηγεί τους τρόφιμους σε «καταπιεστική συμμόρφωση» των αρχών του «υποπολιτισμού», τους παρέχει τη δυνατότητα να αισθάνονται διαφορετικοί και μοναδικοί.[11] Αυτό το στοιχείο είναι άξιο προσοχής, δεδομένου ότι η φυλακή αποτελεί τον κατεξοχήν χώρο παραβίασης της μοναδικότητας του ατόμου και καταστολής της διαφορετικότητας. Με την ανάδειξη της προσωπικής αξίας, ο έγκλειστος αποκτά μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και δημιουργεί πιο εύκολα ένα δίκτυο σχέσεων με τους συγκρατούμενούς του, απαραίτητο για να καταπολεμήσει την αφόρητη μοναξιά που συχνά τον οδηγεί σε εκδήλωση προβλημάτων ψυχικής υγείας. Πέρα από την άμβλυνση των επώδυνων συναισθημάτων, ικανοποιείται και μία από τις πρωταρχικές επιδιώξεις της ανθρώπινης ύπαρξης: η ανάγκη να ανήκει σε μία κοινωνική ομάδα και να αναλαμβάνει συγκεκριμένες αρμοδιότητες και ευθύνες. Επομένως, αποδεικνύεται ότι οι ρόλοι αποτελούν το εφαλτήριο για να αποκτήσει κάθε κρατούμενος την «κοινωνική ταυτότητα» που θα του εξασφαλίσει τη συμμετοχή στην ομάδα των συγκρατουμένων αλλά ταυτόχρονα και τη μοναδικότητά του. Τέλος, μέσω των ρόλων που υιοθετούνται, διασφαλίζεται σε μεγάλο βαθμό η μυστική επικοινωνία των φυλακισμένων, απαραίτητη για την αντιμετώπιση του «εχθρού» τους-φυλακτικού προσωπικού και γενικά του «κατεστημένου» των φυλακών.[12]
Ολοκληρώνοντας, να αναφέρουμε ότι από το 2018 διεξάγεται στο Κέντρο Μελέτης του Εγκλήματος η επαναληπτική έρευνα στην οποία η γράφουσα είναι Επιστημονικά Υπεύθυνη, «Φυλακή και Γλώσσα», με εστίαση του ερευνητικού μας ενδιαφέροντος στη γλωσσική επικοινωνία των αποφυλακισμένων, βλ. σχετικές δημοσιεύσεις εδώ: Φυλακή και Γλώσσα (επαναληπτική έρευνα) Archives – KE.M.E. (e-keme.gr)
[1] Καρδαρά, Α. (2014) Φυλακή και Γλώσσα, Αθήνα-Κομοτηνή: Α.Ν.Σάκκουλας.
[2] Σημειώνουμε ότι, κατά τον Goffman, με δεδομένη την ακολουθία των τακτικών δραστηριοτήτων ενός ατόμου σε ένα κοινωνικό ίδρυμα, μία τακτική δραστηριότητα που προϋποθέτει ένα εντοπισμένο σύστημα μπορεί να απομονωθεί για μελέτη, εφόσον προσφέρεται στο μελετητή ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορεί να προσεγγίσει την ακατέργαστη συμπεριφορά, κατά το μέτρο του δυνατού. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το θέμα, βλ., Goffman, E. (1996) Συναντήσεις: Δύο Μελέτες στην Κοινωνιολογία της Αλληλεπίδρασης, εισαγωγή, μτφ. Δ. Μακρυνιώτη, Αθήνα: Αλεξάνδρεια, σσ. 187-188.
[3]Αρχάκης, Α. Κονδύλη, Μ. (2002) Εισαγωγή σε Ζητήματα Κοινωνιογλωσσολογίας, Αθήνα: νήσος, σσ. 76-79.
[4] Για το θέμα, βλ. αναλυτικά Έρευνα του ΕΚΚΕ«ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΤΥΑ ΣΤΟΝ ΑΣΤΙΚΟ ΧΩΡΟ: Κοινωνικότητα, αλληλοβοήθεια, εργασία» των Μαράτου-Αλιπράντη, Λ. Παπλιάκου, Β. Χατζηγιάννη, Α. (1995) Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 88, σσ. 172-211 και διαδικτυακά εδώ: 6993 (ekt.gr)
Η διαδικτυακή πηγή ανακτήθηκε στις 14-2-2022.
[5] Τζώρτζη, Χ. (2016) «Erving Goffman: Κοινωνικοί Ρόλοι» στο socialpolicy.gr URL: Erving Goffman: Κοινωνικοί Ρόλοι | socialpolicy.gr
Η διαδικτυακή πηγή ανακτήθηκε στις 14-2-2022.
[6] Martin, T. (2003), Behind Prison Walls: The Real World of Working in Today’s Prisons, Colorado: Paladin Press, σελ. 47.
[7] Κουράκης, Ν. (1991) Εγκληματολογικοί Ορίζοντες: Θεωρία και Πρακτική της Ποινικής Καταστολής, Αθήνα-Κομοτηνή: Α.Ν. Σάκκουλας, σελ. 16. Βλ. επίσης αναθεωρημένη έκδοση: Κουράκης, Ν. (2005) Εγκληματολογικοί Ορίζοντες, τομ. Α΄ και Β΄, 2η αναθεωρημένη έκδ., Αθήνα-Κομοτηνή: Α.Ν. Σάκκουλας.
[8] Αναφορικά με το θέμα της «εγκληματικής ταυτότητας», πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι στη διεθνή βιβλιογραφία απαντάται ο όρος «εγκληματική σταδιοδρομία» (criminal career) και υπογραμμίζεται ότι το πρώτο στάδιο αυτής ξεκινά με την προσωπική εμπλοκή του ατόμου σε ένα «εγκληματικό σύστημα συμπεριφοράς» και την απόκτηση τόσο μίας εγκληματικής θεώρησης για τη ζωή, όσο και μίας καθορισμένης «εγκληματικής ταυτότητας». Όπως διαπιστώθηκε και στη δική μας μελέτη, η παραβατική δραστηριότητα, κυρίως της κλοπής, της διάρρηξης και άλλων παράνομων ενεργειών εκλαμβάνεται, συχνά, ως «επάγγελμα» από τους ίδιους τους δράστες. Γι’ αυτό δεν πρέπει να μας προκαλεί εντύπωση η χρήση του όρου «σταδιοδρομία» .
[9] Irwin, J. (1970), The Felon, Berkley, L. Angeles and London: University of California Press, σελ. 7.
[10] Μπεζέ, Λ. (1991) «Στοιχεία για την ψυχολογία του κρατουμένου», Χρονικά, 1, σσ. 57-64.
[11] Πανούσης, Γ. (2004), «Ποίος ο Διαφθορεύς του Κρατούμενού μας; (Διαφθορά και Φυλακή)», Ποινική Δικαιοσύνη, σελ. 320.
[12] Hensley, C. Wright, J. Tewksbury, R. Castle, T. «The Evolving Nature of Prison Argot and Sexual Hierarchies» στο R. Tewksbury (2005), Behind Bars: Readings on Prison Culture, N. Jersey: Pearson Prentice Hall, σελ. 422.
Η Αγγελική Καρδαρά είναι Διδάκτωρ Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ ΕΚΠΑ, Φιλόλογος, Τακτική Επιστημονική Συνεργάτιδα Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος (ΚΕ.Μ.Ε.) & Επιστημονικά Υπεύθυνη του «Crime & Media Lab» ΚΕ.Μ.Ε.