Οι προεδρικές εκλογές της 24ης Απριλίου 2022 στη Γαλλία είναι ιστορικές από πολλές απόψεις. Η νίκη του κεντρώου – φιλελεύθερου Εμανουέλ Μακρόν οριοθετείται από πολλές προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει και παρά το εύρος της διαφοράς με την ακροδεξιά Μαρί Λε Πεν τονίζει το πολωτικό πολιτικό περιβάλλον που δημιουργήθηκε στη χώρα τα τελευταία χρόνια και αναδείχθηκε στην προεκλογική περίοδο. Γεγονός είναι ότι η Ευρώπη νοιώθει πάντως ανακούφιση από την επανεκλογή του Μακρόν, λόγω του ότι οι θέσεις της Λε Πεν κινούνται σε ένα γενικότερο αντιευρωπαϊκό πνεύμα που θα δημιουργούσε προβλήματα στην ίδια την πεμπτουσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφού γίνονταν αναφορές ακόμη και για Frexit.
Το πολιτικό περιβάλλον που δημιουργείται πλέον καθορίζεται από τα εξής γεγονότα: Πρώτον, ο Μακρόν καθίσταται ο πρώτος εν ενεργεία Πρόεδρος που θα συνεχίσει σε δεύτερη θητεία τα τελευταία 20 χρόνια. Αυτό δίνει μια ιδιαίτερη βαρύτητα στο πρόγραμμα που θα ακολουθήσει αυτήν την δεύτερη του θητεία, την ίδια στιγμή που επικρίθηκε έντονα λίγο μετά την εκλογή του με το κίνημα των κίτρινων γιλέκων που αποτέλεσε ένα κοινωνικό μέσο που ξεπέρασε τα κομματικά πλαίσια της αντιπολίτευσης.
Δεύτερον, το κόμμα της Λε Πεν έλαβε το μεγαλύτερο ποσοστό στην ιστορία του – ποσοστό 23.1% στον πρώτο γύρο (έναντι 27.8% που έλαβε ο Μακρόν στις εκλογές της 10ης Απριλίου 2022) και 41.5% στον δεύτερο γύρο (έναντι 58.5% του Μακρόν). Υπενθυμίζεται ότι στις εκλογές του 2017 όπου στον δεύτερο γύρο είχαμε ξανά τους δυο αντιμέτωπους ο Μακρόν έλαβε 66.10% έναντι 33.90%. Τα ποσοστά που έλαβαν οι δυο στον πρώτο γύρο των εκλογών του 2017 ήταν 24.01% για τον Μακρόν και 21.30% για την Λε Πεν. Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους αλλά είναι σημαντικό να τονίσουμε την αθροιστική άνοδο του Εθνικού Μετώπου της Λε Πεν που καταδεικνύει την πόλωση που υπάρχει στην πολιτική σκηνή της Γαλλίας.
Τρίτον, σημαντικό είναι να αναλογιστούμε το ποσοστό συμμετοχής, συγκρινόμενο με τις προηγούμενες προεδρικές εκλογές στη Γαλλία, παράγοντας που δείχνει την (μερική τουλάχιστον) αποστασιοποίηση των πολιτών από τις εκλογικές διαδικασίες. Το 2017 το ποσοστό συμμετοχής κυμάνθηκε στο 74.56% στον δεύτερο γύρο (77.77% στον πρώτο γύρο) ενώ το 2022 μειώθηκε στο 71.99% στον δεύτερο γύρο (73.69% στον πρώτο γύρο). Τα ποσοστά αυτά είναι τα χαμηλότερα από τις εκλογές του 1969, ενώ συνήθως το ποσοστό συμμετοχής σε προηγούμενες εκλογικές διαδικασίες κυμαινόταν περί του 80%, με το υψηλότερο ποσοστό συμμετοχής να υπήρξε στις εκλογές του 1974 με 87.33% στον δεύτερο γύρο με τον Valery Giscard d’ Estaing να νικά τον Φρανσουά Μιτεράν.
Τέταρτον, σημαντικό είναι να επισημάνουμε το ότι αθροιστικά τα κόμματα των άκρων (ακροδεξιά και ακροαριστερά) πήραν περισσότερους από τους μισούς ψήφους τον πρώτο γύρο (57.1%), ενώ τα δυο παραδοσιακά κόμματα που κυριαρχούσαν την γαλλική πολιτική σκηνή πριν την εντυπωσιακή άνοδο του Μακρόν στην εξουσία το 2017, προσέλκυσαν λίγο περισσότερο από δυο εκατομμύρια ψηφοφόρους μεταξύ τους. Αυτό δείχνει μια άνοδο αντισυστημικών κομμάτων και σχηματισμών που εν μέρει δικαιολογείται από την ραγδαία μείωση της δύναμης των δυο παραδοσιακών κομμάτων λόγω της επικράτησης του Μακρόν.
Πέμπτον, ο Μακρόν θα κληθεί αμέσως να αντιμετωπίσει τα φλέγοντα ζητήματα που απασχολούν την Γαλλία, χωρίς περίοδο χάριτος. Δεν θα υπάρξει «μήνας του μέλιτος» για τον Μακρόν, αφού θα πρέπει να διαχειριστεί την οικονομική κατάσταση που επικρατεί στη χώρα, τον πληθωρισμό, την αύξηση του κόστους ζωής, το μέλλον του δημόσιου συστήματος υγείας και των συντάξεων και το υψηλό χρέος της Γαλλίας σε σχέση με το ΑΕΠ της. Η περίοδος αμέσως μετά τις εκλογές θα είναι ιδιαίτερη κρίσιμη, αν αναλογιστεί κανείς ότι ακολουθούν τον Ιούνιο οι εκλογές για την ανάδειξη των μελών της Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης και αυτές θα καθορίσουν τον επόμενο Πρωθυπουργό και την ικανότητα της Κυβέρνησης να νομοθετεί.
Το διακύβευμα των Γαλλικών Προεδρικών Εκλογών δεν ήταν μόνο ιδεολογικό σε σχέση με την κατεύθυνση της πολιτικής ζωής της Γαλλίας αλλά και ευρωπαϊκό, αφού η συνέχιση της ευρωπαϊκής πορείας της Γαλλίας, της περαιτέρω ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης και της πολυμέρειας θα συνεχιστεί επί Μακρόν. Το αποτέλεσμα των Γαλλικών Εκλογών αφορά την Ευρώπη αλλά και ένα παγκόσμιο πλέγμα θεμάτων, αφού θα οριοθετήσει τα σημαίνοντα ζητήματα που απασχολούν σήμερα την γεωπολιτική και γεωοικονομική τάξη πραγμάτων για τα επόμενα κρίσιμα χρόνια. Οι μεγαλύτερες προκλήσεις της παρούσας δεκαετίας και πέραν αυτής, ήτοι η ανάπτυξη, η συμπερίληψη και η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, θα καθοριστούν εντός της νέας θητείας του Μακρόν και αυτό είναι ίσως το μεγαλύτερο αποτύπωμα που μπορεί να αφήσει ο Πρόεδρος της Γαλλίας στην δεύτερη του θητεία, ειδικά μέσω της θέσης της χώρας του στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ο Δρ. Αντώνης Στ. Στυλιανού είναι Λέκτορας Νομικής στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, LL.B Law (Bristol), Ph.D in Law – International Law and Human Rights (Kent), Διευθυντής Μονάδας Νομικής Κλινικής Πανεπιστημίου Λευκωσίας