Η αποπομπή της Ρωσίας από το Συμβούλιο της Ευρώπης

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία πέραν των υπολοίπων ζητημάτων που έχει δημιουργήσει, προκάλεσε και μια «παράπλευρη» απώλεια για τον στόχο της προώθησης, σεβασμού και προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε επίπεδο του Συμβουλίου της Ευρώπης. Η Ρωσία αποχώρησε από την συμμετοχή της στο Συμβούλιο της Ευρώπης (προληπτικά μάλιστα την προηγούμενη μέρα προ της αποπομπής της από το ίδιο το Συμβούλιο). Στις 16 Μαρτίου 2022, έπεσαν (ευχόμαστε προσωρινά) οι τίτλοι τέλους σε αυτό που έχει χαρακτηριστεί μια περίπλοκη σχέση μεταξύ Ρωσίας και Συμβουλίου της Ευρώπης.

Το Συμβούλιο της Ευρώπης αποτελεί ένα περιφερειακό οργανισμό που στόχο έχει την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην ευρωπαϊκή ήπειρο (δεν πρέπει να συγχέεται με τις δραστηριότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης) και αποτελεί το πλέον σημαντικό όργανο εποπτείας, εφαρμογής και υλοποίησης των ρητρών που περιέχονται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), μέσω του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ). Ως τέτοιο όργανο, το Συμβούλιο της Ευρώπης πρωτοστάτησε, σε παγκόσμιο επίπεδο, στον ορισμό, καθορισμό, ερμηνεία και διατύπωση των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων που εφαρμόζονται όχι μόνο στα πλαίσια των κρατών – μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης αλλά σε ένα διεθνικό επίπεδο. Η αποχώρηση / αποπομπή της Ρωσίας αποτελεί, προφανώς, μια οπισθοδρόμηση στον άξονα της περαιτέρω προώθησης του τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αν και η σχέση της Ρωσίας με τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης και του ΕΔΑΔ δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα εποικοδομητική. 

Οι στόχοι ίδρυσης του Συμβουλίου της Ευρώπης στις 5 Μάϊου 1949, ήτοι η διαφύλαξη της κοινής ευρωπαϊκής κληρονομιάς και η αποκατάσταση της ειρήνης, της δημοκρατίας και της σταθερότητας στην Ευρώπη μετά το πέρας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και των μαζικών παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σαφώς δεν συνάδουν με τα τεκταινόμενα στην παρούσα Ουκρανική κρίση. Η Ρωσία εντάχθηκε στο Συμβούλιο της Ευρώπης το 1996, μετά όμως την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 της είχε αφαιρεθεί το δικαίωμα ψήφου, με την Ρωσία να απαντά με αναστολή της συνδρομής της, ενώ το 2019 της αποδόθηκε πάλι το δικαίωμα ψήφου. 

Η αποχώρηση / αποπομπή της Ρωσίας από το Συμβούλιο της Ευρώπης έχει δυσμενείς συνέπειες για τους ίδιους του πολίτες της, που πλέον δεν θα έχουν το δικαίωμα προσφυγής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και το ίδιο το Δικαστήριο (και το Συμβούλιο) δεν θα μπορούν να επιβλέπουν την εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην ρωσική επικράτεια. Ιστορικά, ο αποκλεισμός της Ρωσίας από την συμμετοχή της στο Συμβούλιο της Ευρώπης αποτελεί τον πρώτο τέτοιο αποκλεισμό σε αυτό το επίπεδο, μετά τον σχεδόν αποκλεισμό της Ελλάδας το 1969 και τις κυρώσεις ενάντια στη Ρωσία το 2014. Τονίζεται ότι στο διεθνές δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μόνο το ευρωπαϊκό σύστημα επιτρέπει την αποπομπή κρατών – μελών σύμφωνα με το Άρθρο 58, παράγραφος 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. 

Η αναστολή και ο αποκλεισμός κράτους – μέλους του Συμβουλίου της Ευρώπης έχουν εγγενή νομική αξία, καθώς εμποδίζουν τους εκπροσώπους των κρατών που παραβιάζουν το Καταστατικό του Συμβουλίου να αντιπροσωπεύονται στο Συμβούλιο των Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης που αποτελεί το ανώτατο πολιτικό όργανο εφαρμογής της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και το οποίο πλέον δεν έχει αρμοδιότητα υποβολής συστάσεων προς το κράτος – μέλος που αποχωρεί αλλά και εποπτείας των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Οι συνέπειες των πιο πάνω είναι ιδιαίτερα σημαντικές όσον αφορά στους ίδιους τους σκοπούς του Συμβουλίου της Ευρώπης, ήτοι της προώθησης, σεβασμού και ελέγχου εφαρμογής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η παρούσα κρίση, πρωτοφανής στα σύγχρονα ιστορικά δεδομένα του τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, προκαλεί την αναγκαιότητα αναθεώρησης των μηχανισμών εφαρμογής, εποπτείας και προώθησης του τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αυτό αποτελεί ένα σημαντικό πεδίο δράσης που οφείλει να τύχει αντίδρασης από τα αρμόδια όργανα, με απώτερο στόχο την πλήρη εφαρμογή του δικαίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ακόμη και σε περιπτώσεις ενόπλων συρράξεων. 


Ο Δρ. Αντώνης Στ. Στυλιανού είναι Λέκτορας Νομικής στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, LL.B Law (Bristol), Ph.D in Law – International Law and Human Rights (Kent), Διευθυντής Μονάδας Νομικής Κλινικής Πανεπιστημίου Λευκωσίας

To Newsletter του Propago

Λάβετε την ανάλυση της ημέρας στο email σας