Οι εκτιμήσεις για μια δύσκολη χειμερινή περίοδο για την Ευρώπη είναι ιδιαίτερα αρνητικές, με τις αντιδράσεις των κρατών μελών να ποικίλουν προς αντιμετώπιση της εκτιμώμενης ιδιαίτερα σοβαρής ενεργειακής κρίσης που επικρέμεται ως δαμόκλειος σπάθη για τις οικονομίες και δημοσιονομικές πολιτικές των ευρωπαϊκών (και όχι μόνο) κρατών. Σε συνάρτηση με τις αυξανόμενες πληθωριστικές τάσεις που παρατηρούνται, την κλιματική αλλαγή, τις παγκόσμιες επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία και της παρατηρούμενης γεωπολιτικής ανισορροπίας, η αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου επιτείνει την ενεργειακή κρίση.
Στην παρούσα φάση υπάρχουν αρκετές φωνές εντός των κόλπων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αποσύνδεση των τιμών του φυσικού αερίου από τον ηλεκτρισμό, αφού οι συνεχόμενες αυξήσεις της τιμής του φυσικού αερίου έχουν εκτοξεύσει τις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος και κατ’ επέκταση το κόστος για τους καταναλωτές που εκτιμάται ότι θα περάσουν ένα δύσκολο χειμώνα. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο σημειώνεται ότι οι τιμές του φυσικού αερίου είναι δέκα φορές μεγαλύτερες από τον μέσο όρο της τελευταίας δεκαετίας, γεγονός που από μόνο του αποτυπώνει την δύσκολη κατάσταση στην οποία περιέρχονται πλέον οι πολίτες των ευρωπαϊκών κρατών και την συνεπαγόμενη αύξηση του κόστους ζωής, του πληθωρισμού και των αγαθών αλλά και υπηρεσιών.
Μετά την επιστροφή (σχεδόν) στην κανονικότητα πέραν των περιοριστικών μέτρων του κορονοϊού, παρατηρήθηκε μια ευρύτερη αύξηση στις τιμές της ενέργειας αφού αμέσως παρουσιάστηκε η ανάγκη για περισσότερη ενέργεια σε όλους τους τομείς της οικονομίας που επλήγησαν από τα περιοριστικά μέτρα και περιόρισαν ή ανάστειλαν την λειτουργία τους. Πέραν τούτου του γεγονότος, ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία αποτέλεσε ένα σημείο – ορόσημο όσον αφορά στην αύξηση των τιμών της ενέργειας και ειδικότερα του φυσικού αερίου και από τον Φεβρουάριο του 2022 σημειώνεται μια ραγδαία αύξηση στις τιμές του φυσικού αερίου. Υπενθυμίζεται ότι η Ρωσία αποτελεί τον μεγαλύτερο εξαγωγέα φυσικού αερίου στον κόσμο με 241.3 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα το 2021 έναντι 179.3 δισεκατομμυρίων των ΗΠΑ και 143.1 δισεκατομμυρίων από την Μέση Ανατολή την ίδια περίοδο. Υπενθυμίζεται, επίσης, ότι η Ρωσία προμήθευε σε ποσοστό περίπου 40% το φυσικό αέριο που χρειαζόταν η Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ κάποιες χώρες, όπως για παράδειγμα είναι η Γερμανία, εξαρτώνται σε μεγαλύτερο βαθμό από το φυσικό αέριο της Ρωσίας. Η ίδια η Γερμανία, που εισήγαγε το 55% του φυσικού της αερίου από τη Ρωσία προ της εισβολής, πλέον εισάγει το 35% και προγραμματίζει την πλήρη απεξάρτησή της από το ρωσικό φυσικό αέριο.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, στο πλαίσιο της αντίδρασής της στην εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία αποφάσισε την μείωση της εξάρτησής της από το φυσικό αέριο που προέρχεται από την Ρωσία και τα κράτη – μέλη της συμφώνησαν σε μείωση χρήσης φυσικού αέριου σε ποσοστό 15%. Οι φόβοι για περιορισμούς προμήθειας φυσικού αερίου από τη Ρωσία προς την Ευρώπη εντείνονται τελευταίως και σίγουρα παραμένουν στην εξίσωση και τα κράτη προσπαθούν να εφαρμόσουν εναλλακτικές λύσεις που όμως δεν διασφαλίζουν την μείωση των τιμών της ενέργειας αλλά τουλάχιστον στοχεύουν στην μείωση του αντικτύπου στους καταναλωτές.
Ο Δρ. Αντώνης Στ. Στυλιανού είναι Λέκτορας Νομικής στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, LL.B Law (Bristol), Ph.D in Law – International Law and Human Rights (Kent), Διευθυντής Μονάδας Νομικής Κλινικής Πανεπιστημίου Λευκωσίας