Η εικόνα του «ανήλικου παραβάτη»
Η Αγγελική Καρδαρά για την εικόνα του «ανήλικου παραβάτη» στον Νόμο και στην κοινωνική αντίληψη & κρίσιμα ζητήματα ορολογίας

Πριν από μερικές ημέρες, όπως ενημερωθήκαμε από τα ΜΜΕ, ανήλικη 16 ετών σε Επαγγελματικό Λύκειο φέρεται να έσβησε ένα τσιγάρο στο μάτι συμμαθήτριά της. Πρόκειται για μία πολύ σοβαρή υπόθεση που οφείλει να μας προβληματίσει εντόνως και να μας απασχολήσει η σκληρότητα και η βιαιότητα σε ορισμένες πράξεις ανηλίκων που το τελευταίο χρονικό διάστημα βλέπουν το φως της δημοσιότητας και καλύπτονται με εκτενή ρεπορτάζ. Είναι σημαντικό να αναζητηθούν οι βαθύτερες αιτίες και να προταθούν πιο αποτελεσματικοί τρόποι πρόληψης και αντιμετώπισης της βίας μεταξύ ανηλίκων που φαίνεται να έχει μία κλιμάκωση τα τελευταία χρόνια και μάλιστα όπως δείχνουν τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας παρουσιάζεται μία αύξηση στη σκληρή εγκληματικότητα, στα χαρακτηριζόμενα «εγκλήματα βίας».

Η εν λόγω αύξηση αποτελεί ένα πολύ σοβαρό στοιχείο για την έρευνα γιατί αποκαλύπτει βαθύτερα κοινωνικά προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν σε βάθος. 

Πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία μας έδωσε στο πλαίσιο της παρουσίασης του νέου μου βιβλίου, τον Οκτώβριο του 2021, ο Καθηγητής Εγκληματολογίας Παν/μίων Αθηνών και Λευκωσίας, Τακτικό Μέλος Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών, κ. Νέστωρ Κουράκης. Εστιάζοντας στους εφήβους ηλικίας 13-17 ετών, παρουσίασε αστυνομικές στατιστικές βάση των οποίων αποτελεί η καταγραφή καταγγελιών (η χαρακτηριζόμενη «εμφανής/δήλη εγκληματικότητα»), επισημαίνοντας όμως ότι πίσω από τα ποσοτικά/αριθμητικά στοιχεία υπάρχει ένα ποιοτικό στοιχείο που αφορά την παραβατικότητα ανηλίκων το οποίο δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο.

Πιο συγκεκριμένα, μέσα από μία σύγκριση της αστυνομικής επετηρίδας του 2000 και αυτής του 2020 τόνισε πως, ενώ το 2000 η αυτή νεανική παραβατικότητα (13-17 ετών) κυμαινόταν στο 7%, σήμερα έχει πέσει στο 4,5%. Ωστόσο, στα επιμέρους «σκληρά» εγκλήματα, τα οποία χαρακτηρίζονται και ως εγκλήματα βίας, ο δείκτης της εγκληματικότητας παρουσιάζεται αυξημένος. Συγκεκριμένα, το 2020 έχουν καταγραφεί 16 ανθρωποκτονίες με πρόθεση έναντι 7 το 2000, 32 βιασμοί έναντι 6, 486 ληστείες έναντι 62, 440 υποθέσεις ναρκωτικών έναντι 330. Σχετικά με την αιτιολογία της αυτής εγκληματικότητας, ο Καθηγητής αναφέρθηκε στη θεωρία της θεσμικής δυσλειτουργίας, κατά την οποία στο επίκεντρο τίθενται οι κοινωνικοποιητικοί θεσμοί (οικογένεια, σχολείο, εργασία, αξιακή ατμόσφαιρα της κοινωνίας) και ο τρόπος λειτουργίας ή υπολειτουργίας τους.

Στο παρόν άρθρο θα εστιάσουμε στην εικόνα του «ανήλικου παραβάτη» τόσο στον Νόμο όσο και στην κοινωνική αντίληψη, υπογραμμίζοντας τη σπουδαιότητα ενίσχυσης της πρόληψης στην αντιμετώπιση του φαινομένου της νεανικής παραβατικότητας.  Κατ’ αρχάς να υπογραμμίσουμε ότι στους «ανήλικους παραβάτες» περιλαμβάνονται τα άτομα που έρχονται σε σύγκρουση με τον ποινικό νόμο έχοντας την οριζόμενη από τον Νόμο ηλικία. 

Στον ελληνικό ΠΚ ανήλικα άτομα νοούνται όσα κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης έχουν ηλικία μεταξύ του δωδέκατου και του δέκατου όγδοου έτους της ηλικίας τους συμπληρωμένων[1]. Οι ανήλικοι υποβάλλονται σε αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα ή σε περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων – Άρθρο 121 – Ποινικός Κώδικας (Νόμος 4619/2019). To Άρθρο 122 του ΠΚ (Νόμος 4619/2019)[2] ορίζει τα αναμορφωτικά μέτρα για τον ανήλικο παραβάτη ως ακολούθως: α) η επίπληξη του ανηλίκου, β) η ανάθεση της υπεύθυνης επιμέλειας του ανηλίκου στους γονείς ή στους επιτρόπους του, γ) η ανάθεση της υπεύθυνης επιμέλειας του ανηλίκου σε ανάδοχη οικογένεια, δ) η ανάθεση της επιμέλειας του ανηλίκου σε προστατευτικές εταιρείες ή σε ιδρύματα ανηλίκων ή σε επιμελητές ανηλίκων, ε) η συνδιαλλαγή μεταξύ ανήλικου δράστη και θύματος για έκφραση συγγνώμης και εν γένει για εξώδικη διευθέτηση των συνεπειών της πράξης, στ) η αποζημίωση του θύματος ή η κατ’ άλλον τρόπο άρση ή μείωση των συνεπειών της πράξης από τον ανήλικο, ζ) η παρακολούθηση κοινωνικών και ψυχολογικών προγραμμάτων σε κρατικούς, δημοτικούς, κοινοτικούς ή ιδιωτικούς φορείς, η) η φοίτηση σε σχολές επαγγελματικής ή άλλης εκπαίδευσης ή κατάρτισης, θ) η παρακολούθηση ειδικών προγραμμάτων κυκλοφοριακής αγωγής, ι) η παροχή κοινωφελούς εργασίας, ια) η ανάθεση της επιμέλειας και επιτήρησης του ανηλίκου σε προστατευτικές εταιρείες ή σε επιμελητές ανηλίκων και ιβ) η τοποθέτηση σε κατάλληλο κρατικό, δημοτικό, κοινοτικό ή ιδιωτικό ίδρυμα αγωγής.

Σύμφωνα με το άρθρο 126 – Ποινικός Κώδικας (Νόμος 4619/2019) – Ποινική μεταχείριση των ανηλίκων[3] η αξιόποινη πράξη που τελέστηκε από ανήλικο δώδεκα έως δεκαπέντε ετών δεν καταλογίζεται σε αυτόν. Το δικαστήριο μπορεί να του επιβάλει αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα. Σε ανήλικο που τέλεσε αξιόποινη πράξη και έχει συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας του επιβάλλονται επίσης αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα, εκτός αν κρίνεται αναγκαίο να επιβληθεί περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων. 

Συνεπώς, μία πρώτη σημαντική διαπίστωση από τα ανωτέρω είναι ότι η ποινική μεταχείριση ανήλικων παραβατών διαφοροποιείται από την αντίστοιχη των ενηλίκων, γεγονός που ασφαλώς δεν είναι τυχαίο αλλά θεμελιώνεται σε μία ολόκληρη «φιλοσοφία σκέψης». Αξιοσημείωτο είναι ότι η δημιουργία ξεχωριστών Δικαστηρίων για τους ανήλικους -των Δικαστηρίων Ανηλίκων- προέκυψε από μία πολύ σοβαρή εξέλιξη. Ειδικότερα, τοποθετείται στα τέλη του 19ου αιώνα, όπου πρωτοεμφανίστηκε στις ΗΠΑ το κίνημα για τα Δικαστήρια Ανηλίκων (Juvenile Court Movement) σκοπός του οποίου ήταν να προστατευθούν τα παιδιά από την εκμετάλλευση από ενηλίκους, ακόμα και τους ίδιους τους γονείς τους. Το εν λόγω κίνημα «γεννήθηκε» από τις αντίξοες συνθήκες που επικράτησαν σε βάρος ανηλίκων, δεδομένου ότι εκείνη τη χρονική περίοδο ανήλικοι έπεφταν θύματα οικονομικής εκμετάλλευσης, καθώς θεωρούνταν «χρήσιμα εργατικά χέρια». Με την εκβιομηχάνιση και την αστικοποίηση της κοινωνίας μάλιστα η εκμετάλλευση ανηλίκων έγινε ακόμα πιο έντονη. Συνεπώς, όταν οι γονείς δεν μεριμνούσαν για τη διασφάλιση της σωματικής και ψυχικής υγείας των τέκνων τους, για τη διαπαιδαγώγηση και την επιτήρησή τους, επιλαμβανόταν το Δικαστήριο Ανηλίκων το οποίο ιδρύθηκε στο Σικάγο της πολιτείας Ιλινόι το έτος 1899. Το εν λόγω Δικαστήριο είχε αρμοδιότητα σε ανηλίκους που ήταν παραβάτες (delinquent), παραμελημένοι (neglected) ή εξαρτημένοι από τις προνοιακές δομές της πολιτείας (dependent). Η σύζευξη των τριών εννοιών -παραβάτες, παραμελημένοι, εξαρτημένοι- καθιέρωσε την προληπτική αντιμετώπιση ατόμων τα οποία βρίσκονταν σε «υψηλό κίνδυνο» να υιοθετήσουν παραβατικές συμπεριφορές. Από τις ΗΠΑ επομένως προέκυψαν η έννοια του «ανήλικου παραβάτη» και η συνακόλουθη διαφορετική μεταχείρισή του εξαιτίας της εκμετάλλευσης και θυματοποίησης που υφίσταντο ανήλικοι. Παράλληλα οι ευρύτερες κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες είχαν ως αποτέλεσμα να περάσουν αυτές οι διαφορετικές προσεγγίσεις για τον ανήλικο παραβάτη και τη μεταχείρισή του στον Καναδά και από εκεί στην Ευρώπη. Κύριο χαρακτηριστικό τους ήταν η αντιμετώπιση των ανηλίκων που παραβιάζουν τους νόμους με εκπαιδευτικά-αναμορφωτικά μέτρα ή κυρώσεις. Υπό το πρίσμα της εν λόγω οπτικής, ο ανήλικος παραβάτης δεν έχει ποινική ευθύνη για τις πράξεις του μέχρι μίας ορισμένης ηλικίας, γι’ αυτό και η μεταχείρισή του συνήθως διαφέρει από αυτή των ενηλίκων. Ωστόσο, παρά την προβλεπόμενη ειδική μεταχείριση για τους ανήλικους, είναι αξιοσημείωτο ότι στον Ελληνικό Ποινικό Κώδικα του 1945, στο Όγδοο Κεφάλαιο, χρησιμοποιείτο ο όρος «Ανήλικοι Εγκληματίες». Μόνο στις αρχές του 21ου αιώνα με τον Νόμο 3129/2003 ο τίτλος του Κεφαλαίου αυτού μεταβλήθηκε σε «Ειδικές διατάξεις για ανηλίκους»[4], στοιχείο που καταδεικνύει τη διαφορετική προσέγγιση η οποία κρίθηκε αναγκαία να ακολουθηθεί για τον ανήλικο παραβάτη και στη χώρα μας. 

Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα, που προέκυψε κατά την προσέγγιση και μελέτη του φαινομένου της νεανικής παραβατικότητας και απασχόλησε για χρόνια τους ειδικούς, αφορά την ορολογία περί ανήλικων παραβατών και ανήλικης παραβατικότητας. Επομένως, στο σημείο αυτό είναι σκόπιμο να αναφερθούμε στην εκτενή συζήτηση που έχει διεξαχθεί μεταξύ των επιστημόνων στη χώρα μας σχετικά με την επιλογή του όρου για την περιγραφή των εγκληματικών πράξεων ανήλικων δραστών και ειδικότερα εάν ο ενδεδειγμένος όρος είναι «εγκληματικότητα» ή «παραβατικότητα» και κατ’ αντιστοιχία η περιγραφή αυτών των δραστών ως «εγκληματίες» ή «παραβάτες». Δεδομένου ότι η γλώσσα και οι γλωσσικές μας επιλογές έχουν πολύ μεγάλη σημασία αντιλαμβανόμαστε τη βαρύτητα της συγκεκριμένης επιλογής. Τα επιχειρήματα υπέρ και κατά της πρόκρισης κάθε όρου παρουσιάζουν ενδιαφέρον. Μία επιστημονική συζήτηση που θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον, κατά την άποψή μου, να διεξαχθεί κάποια στιγμή δημόσια με συμμετοχή και δημοσιογράφων του αστυνομικού και δικαστικού ρεπορτάζ, οι οποίοι παρουσιάζουν στο ευρύ κοινό αυτές τις υποθέσεις και καλούνται να χρησιμοποιήσουν τους ενδεδειγμένους όρους, άρα οφείλουν να γνωρίζουν το βαθύτερο περιεχόμενό τους. 

Στη χώρα μας αυτές οι ζυμώσεις και οι συζητήσεις σχετικά με την προτίμηση του όρου «παραβάτη» αντί του όρου «εγκληματίας», προκειμένου περί ανηλίκων, είχαν αρχίσει ήδη από το έτος 1976. Προτάθηκε τότε από την Ομότιμη, σήμερα, Καθηγήτρια Εγκληματολογίας-Σωφρονιστικής, Τομέα Ποινικών Επιστημών, Νομικού Τμήματος, ΕΚΠΑ, κ. Καλλιόπη Σπινέλλη[5] ο όρος «παραβάτης», διότι υπήρχε προηγούμενο στη γερμανική σχετική βιβλιογραφία (Rechtsbrecher), ενώ η λέξη είχε ακόμη και αρχαιοελληνική προέλευση, με διαφορετική όμως έννοια. Ενδεικτικές αναφορές: η λέξη «παραβάτης» αναφέρεται στην Ιλιάδα (Ψ, 132), επίσης γίνεται μνεία στον Αισχύλο (Ευμενίδες, 553) και στον Ξενοφώντα (Κύρου Παιδεία, 7, 1, 29). 

Όπως έχει επισημάνει η κ. Σπινέλλη σε άρθρο της για το θέμα, δύο επιχειρήματα -το νομικό κα το εγκληματολογικό- συνηγορούν υπέρ της επιλογής της λέξης «παραβάτης» αντί «εγκληματίας», υπογραμμίζοντας σχετικά: «Βεβαίως, η λέξη παραβάτης τότε είχε την έννοια του ατόμου που στέκεται «παρά» δηλαδή δίπλα σε κάποιον. Παραβάτης ήταν ιδίως ο μαχητής που στεκόταν δίπλα στον ηνίοχο. Μεταγενέστερα, η λέξη πήρε την έννοια του ελαφρώς οπλισμένου στρατιώτη που μάχεται δίπλα στον ιππέα. «…μύριοι μέν ἱππεῖς, μύριοι δέ παραβάται» αναφέρει ο Πλούταρχος (Αιμίλιος Παύλος, 12). Στη γλώσσα των Ευαγγελίων, την ελληνιστική κοινή, «παραβάτης» σημαίνει αυτός που παραβαίνει κάτι, αθετεί, καταπατεί («εἰ γάρ ἅ κατέλυσα ταῦτα πάλιν οἰκοδομῶ, παραβάτην ἐμαυτόν συνίστημι» Προς Γαλάτας, β, 18). Τέλος, στους βυζαντινούς χρόνους πήρε και την έννοια του ασεβούς του θρησκευτικού αποστάτη. Είναι γνωστή η επικριτική προσηγορία του αυτοκράτορα Ιουλιανού (Λεξικό Δημητράκου, λ. Παραβάτης)Επιστρέφοντας στη σύγχρονη εποχή, διαπιστώνει κανείς την ανάγκη να βρεθεί για τους νέους που παραβιάζουν τους νόμους ένας όρος, αντίστοιχος του “delinquent” – ένας όρος όμως που να διαφέρει από τον όρο “criminal”, εφόσον ο πρώτος σηματοδοτεί ένα νέο ιδεολογικό υπόβαθρο αντιμετώπισης των ανηλίκων παραβατών, ο οποίος εναρμονίζεται με το ποινικό δόγμα αλλά και επιπλέον δεν θα τους στιγματίζει. Επομένως, δύο βασικά επιχειρήματα συνηγορούν υπέρ της επιλογής της λέξης «παραβάτης» αντί του όρου «εγκληματίας». Το πρώτο επιχείρημα είναι νομικό. Οι ανήλικοι έως 15 ετών συμπληρωμένων –μετά το 2010 (ν. 3860/2010 αλλά και ν. 4322/2015)– δεν τιμωρούνται με ποινές αλλά αντιμετωπίζονται με μέτρα, αναμορφωτικά ή θεραπευτικά, και, όπως είναι γνωστό, όταν δεν προβλέπεται ποινή δεν υπάρχει έγκλημα (nullum crimen nulla poena sine lege) και συνακόλουθα «εγκληματίας». 

Ως προς το δεύτερο επιχείρημα -το εγκληματολογικό– στηρίζεται στη λεγόμενη θεωρία/προσέγγιση της ετικέτας και όπως υπογραμμίζει η κ. Σπινέλλη: «Ο Tannenbaum, περιγράφοντας τη σχέση κοινωνικής αλληλεπίδρασης και εγκλήματος, διαπίστωσε ερευνητικά ότι ένας αρνητικός χαρακτηρισμός που δίνεται σε ένα νεαρό άτομο, δηλαδή η επικόλληση μίας αρνητικής ετικέτας, συχνά συνέβαλε στην περαιτέρω συμμετοχή του νεαρού σε παράνομες δραστηριότητες. Έτσι, όσο μεγαλύτερη προσοχή δίνεται στην αρνητική ετικέτα, στον στιγματισμό –δηλαδή στον χαρακτηρισμό «εγκληματίας»– τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα να χαρακτηρίσει και το ίδιο το νεαρό άτομο τον εαυτό του «εγκληματία», οπότε μειώνονται οι ελπίδες να ακολουθήσει στο μέλλον σύννομες συμπεριφορές. Με άλλα λόγια, αν η πολιτεία αντιδρά ή απαντά στην παραβατική συμπεριφορά του ανηλίκου με την επικόλληση της ετικέτας «εγκληματίας», τότε είναι σαν να τον ετοιμάζει να αναλάβει τον ρόλο του εγκληματία και επομένως, να παραβιάσει εκ νέου τον νόμο (δευτερογενής απόκλιση) για να αντιμετωπίσει την καταδίκη της κοινωνίας γι’ αυτή την αρχική του συμπεριφορά (Σπινέλλη, 1976)Με βάση λοιπόν τα δύο αυτά επιχειρήματα κατέληξε ένα μέρος των Ελλήνων επιστημόνων που υπηρετούν το Δίκαιο Παραβατικών Ανηλίκων (Κουράκης, 2012) να χρησιμοποιούν τον όρο «ανήλικος παραβάτης» και «παραβατικότητα ανηλίκων», ενώ ένα άλλο δείχνει προτίμηση στον παλαιό όρο «ανήλικοι εγκληματίες» και «εγκληματικότητα ανηλίκων». Ο Αλεξιάδης, για παράδειγμα, αποδίδει τον όρο “juvenile delinquency” στις μεταφράσεις των Συστάσεων του Συμβουλίου της Ευρώπης [π.χ. 78(62), 87(20), 88(6)] ως «εγκληματικότητα ανηλίκων» (Αλεξιάδης, 2006: 113, 220, 231 αντίστοιχα). Τον ίδιο όρο προτιμούν λ.χ., οι Γαρδίκας (1956), Παπαζαχαρίου (1953), Πιπινέλλη-Ποταμιάνου (1956), και από τους νεότερους οι Δασκαλάκης (1979), Πανούσης (1990), Πιτσελά (2013) – η οποία όμως έχει χρησιμοποιήσει και τον όρο «νεανική παραβατικότητα» σε σχέση με την πρόληψη (Πιτσελά, 2011). Το ίδιο ισχύει και για την Τσήτσουρα (2010). Από την άλλη πλευρά, τον όρο «παραβάτης» και «παραβατικότητα» επιλέγουν, εκτός των προαναφερθέντων, οι Μαγγανάς (2001), Γεωργούλας (2004), Ευστρατιάδης (2003), Μαγιάκου (1995), Μηλιόπουλος (1998), Μόσχος (2000: 375-382) και Φαρσεδάκης (1986). Εξάλλου με τον όρο «ανήλικοι» δεν αποδίδεται κυριολεκτικά η ηλικιακή ομάδα για την οποία προβλέπεται ειδική μεταχείριση στον ΠΚ. «Ανήλικος» ή «παιδί» κατά το ά. 1 της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού είναι το «ανθρώπινο ον μεταξύ 0 και 18 ετών» (ν. 2101/1992). Αλλά, οι ανήλικοι 0 έως 8 ετών συμπληρωμένων, όπως είναι γνωστό, είναι ποινικά αδιάφοροι, δηλαδή δεν εμπίπτουν στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης ανηλίκων, ακόμη και αν τέλεσαν πράξη, η οποία, αν είχε τελεστεί από ενήλικο θα χαρακτηριζόταν έγκλημα (π.χ. νήπιο 6 ετών με την κυνηγητική καραμπίνα του πατέρα του τραυματίζει θανάσιμα τον αδελφό του). Ενδεχομένως, τα επίθετα «νεαροί» και «νεανική» θα ήταν πλησιέστερα στη νομική και εγκληματολογική απόδοση αυτών των επιθέτων, όταν αυτά συνδέονται με τους «νεαρούς παραβάτες» και τη «νεανική παραβατικότητα». O όρος «νεανική παραβατικότητα» (juvenile delinquency) επέτρεψε μία σειρά από ενδιαφέρουσες διαπολιτισμικές έρευνες αυτο-ομολογούμενης παραβατικότητας (Selfreported delinquencystudies), οι οποίες βασίστηκαν σε προκαθορισμένες συμπεριφορές και ομοιόμορφη μεθοδολογία (Jungeras etal., 2010). Οι συμπεριφορές αυτές περιλάμβαναν τις λεγόμενες προβληματικές συμπεριφορές –και όχι αναγκαστικά παράνομες–, πράξεις βίας ή κατά της ιδιοκτησίας, κατάχρηση ουσιών, απάτη και ανεντιμότητα (Aebi, 2009)»[6].

Ο Καθηγητής Ν. Κουράκης στο έργο του, σημείο αναφοράς για την έρευνα, ΔΙΚΑΙΟ ΠΑΡΑΒΑΤΙΚΩΝ ΑΝΗΛΙΚΩΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ[7], επισημαίνει για το καίριο ζήτημα της ορολογίας: «Σκόπιμο είναι να τονισθεί ότι προκειμένου για ανηλίκους γίνεται εδώ χρήση του όρου “παραβατικός” κ.λπ. αντί του όρου “εγκληματίας”, ώστε να αποφευχθεί ως προς αυτούς η χρήση ορολογίας που θα μπορούσε να επενεργήσει στιγματιστικά εις βάρος τους, όπως αντίθετα συμβαίνει με τον όρο “εγκληματίας”. Άλλωστε, όπως ορθά επισημαίνεται στο ερμηνευτικό σχόλιο του υπ’ αρ. 8 Κανόνα του Πεκίνου, «τα νεαρά άτομα είναι ιδιαίτερα ευάλωτα στον στιγματισμό»16. Εξάλλου, η χρήση των όρων έγκλημα και εγκληματίας είναι ανακριβής, αφού στην τέλεση αξιοποίνων πράξεων από αυτούς ελλείπει συνήθως η πλήρης ικανότητα για καταλογισμό, που αποτελεί στοιχείο του εγκλήματος κατ’ ά. 14 ΠΚ. Επιπλέον, από ετών στα διεθνή ή διακρατικά κείμενα, π.χ. του Συμβουλίου της Ευρώπης, ο όρος «παραβατικότητα» (delinquency) θεωρείται περίπου αυτονόητος για ανηλίκους, αντί του όρου «εγκληματικότητα. Και ακόμη, οι ίδιες οι αξιόποινες πράξεις των ανηλίκων δεν μπορούν ποτέ να έχουν, κατά το ελληνικό δίκαιο (ά. 18 ΠΚ), τον χαρακτήρα κακουργήματος˙ έχουν μόνο χαρακτήρα πλημμελήματος, δηλ. ενός είδους αξιόποινης πράξης που ασφαλώς –παρά τη σχετική διάταξη του ά. 14 ΠΚ- δεν ταυτίζεται στη λαϊκή αντίληψη με την έννοια ενός (σοβαρού) εγκλήματος. Με βάση αυτούς τους προβληματισμούς, ο Έλληνας ποινικός νομοθέτης, όπως επισημαίνεται και στην εισηγητική έκθεση για τον ν. 3189/2003, τροποποίησε τον τίτλο του όγδοου κεφαλαίου στο γενικό μέρος του Ποινικού Κώδικα από «Ανήλικοι Εγκληματίες» σε «Ειδικές Διατάξεις για Ανηλίκους».

Βάσει των παραπάνω διαπιστώνεται ότι ο όρος «παραβατικότητα» αντί του όρου «εγκληματικότητα»  και ο όρος «παραβάτης» αντί «εγκληματίας» έχει έναν σημαντικό λόγο ύπαρξης, πρωτίστως την αποφυγή του στιγματισμού των νέων. Σε ερευνητικό επίπεδο υιοθετώ επίσης την επιστημονική άποψη ότι οι ανήλικοι λόγω μειωμένου καταλογισμού δεν μπορούν να θεωρηθούν ως άτομα που δρουν ενσυνείδητα με πλήρη βούληση αφού ακόμα βρίσκονται σε φάση διαμόρφωσης της προσωπικότητάς τους και ουσιαστικά δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 14 ΠΚ (έγκλημα είναι κάθε πράξη άδικη και καταλογιστή στον δράστη, η οποία τιμωρείται από το Νόμο) που απαιτεί την ύπαρξη καταλογισμού. Επιπλέον, η χρήση του όρου «εγκληματικότητα» μπορεί να επιδράσει αρνητικά στον ανήλικο και να αποτελέσει τροχοπέδη στην ομαλή ανάπτυξή του και την κοινωνική του επανένταξη λόγω της στιγματιστικής λειτουργίας της έννοιας «εγκληματίας» στον ψυχισμό του δεδομένου ότι από τη στιγμή που ο ανήλικος χαρακτηριστεί από έναν θεσμό όπως για παράδειγμα, Δικαστήριο, οικογένεια, μέλη της τοπικής και ευρύτερης κοινωνίας κ.λπ., ως «εγκληματίας», αρχίζει να αντιμετωπίζεται πλέον με σκεπτικισμό και άρνηση[8], στοιχεία που σαφώς μπορούν να επιδράσουν με πολύ αρνητικό πρόσημο στη μετέπειτα πορεία και εξέλιξή του. 

Συνοψίζοντας, το ουσιαστικό ενδιαφέρον μας και η κοινωνική μέριμνα πρέπει να εστιάσουν στο να μην καταλήξει ο ανήλικος παραβάτης σε ενήλικο εγκληματία, να μην ακολουθήσει τη χαρακτηριζόμενη «εγκληματική καριέρα» οδηγούμενος στην ενήλικη ζωή του σε πολύ επικίνδυνους και αδιέξοδους δρόμους. Ο μη στιγματισμός των ανηλίκων με τον όρο «εγκληματίας» είναι σημαντικός, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι πρέπει να μείνουμε αδιάφοροι και απαθείς στην παραβατικότητα ανηλίκων, ειδικά μάλιστα όταν αναφερόμαστε σε πράξεις που χαρακτηρίζονται από μεγάλη βιαιότητα ή φτάνουν ακόμα και στο σημείο να ταυτιστούν με την εγκληματικότητα ενηλίκων. Αντίθετα, η προσπάθεια μη στιγματισμού ανηλίκων πρέπει να συνοδεύεται από κοινωνική ευαισθησία, επιστημονική ενδιαφέρον και κοινωνική μέριμνα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του φαινομένου. 

Είναι συνεπώς αναγκαίο να αναζητηθούν οι ευθύνες τόσο στον οικογενειακό όσο και στον κοινωνικό ιστό και να δοθούν πιο ολοκληρωμένες απαντήσεις τόσο προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της πρόληψης όσο και της ενίσχυσης της επανορθωτικής και αποκαταστατικής δικαιοσύνης, ώστε οι ανήλικοι να αναλάβουν τις ευθύνες που τους αναλογούν και να κατανοήσουν -μέσα από τη διαδικασία της κοινωνικής προσφοράς και επανόρθωσης της βλάβης- τη βαρύτητα των πράξεών τους αλλά και τη σπουδαιότητα της επανόρθωσης. Εξίσου ο ρόλος των γονέων και των εκπαιδευτικών είναι σκόπιμο να γίνει πολύ πιο δυναμικός και ενεργός, να γίνουν συνοδοιπόροι στην ανηλικότητα που ειδικά στη σύγχρονη εποχή ταλανίζεται από σοβαρά προβλήματα και από έντονες ανησυχίες και προβληματισμούς για το μέλλον.  Το βλέμμα μας, σε αυτές τις κρίσιμες περιόδους που διανύουμε, ας είναι ουσιαστικά (και όχι τυπικά) στραμμένο στην ανηλικότητα!


[1] Άρθρο 121 – Ποινικός Κώδικας (Νόμος 4619/2019) – Ορισμός | Νομοθεσία | Lawspot

[2] Άρθρο 122 – Ποινικός Κώδικας (Νόμος 4619/2019) – Αναμορφωτικά μέτρα | Νομοθεσία | Lawspot

[3] Άρθρο 126 – Ποινικός Κώδικας (Νόμος 4619/2019) – Ποινική μεταχείριση των ανηλίκων | Νομοθεσία | Lawspot

[4] Σπινέλλη, Κ.Δ. (2018) «Ανήλικος Παραβάτης» στο Σπινέλλη, Κ.Δ. Κουράκης, Ν. Κρανιδιώτη, Μ.Π. επ.. ΛΕΞΙΚΟ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ. Αθήνα: Τόπος, σσ. 50-51. 

[5] Αναλυτικό Βιογραφικό Κ.Δ. Σπινέλλη: http://www.hscriminology.gr/wp-content/uploads/2012/07/Spineli-2014-CV.pdf

H διαδικτυακή πηγή ανακτήθηκε στις 7-10-2020. 

[6] Σπινέλλη, Κ.Δ. (2018) «Ανήλικος Παραβάτης» στο Σπινέλλη, Κ.Δ. Κουράκης, Ν. Κρανιδιώτη, Μ.Π. επ.. ΛΕΞΙΚΟ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ.  Ό.π., σσ. 51-53. 

[7] Κουράκης, Ν. (2013) Δίκαιο Παραβατικών Ανηλίκων: Ποινική και Εγκληματολογική Προσέγγιση. 2η εκδ. Αθήνα-Κομοτηνή: Αντ. Ν. Σάκκουλας, σσ.11-12. 

[8] Τάτση, Χ. «Παραβατικότητα ανηλίκων στην περιφέρεια της πρωτεύουσας: Μεταχείριση ή τιμωρία;» στο Εγκληματολογία 2/2012 (ΕΤΟΣ 2ο), σελ. 93. Μπορείτε να διαβάσετε το άρθρο και διαδικτυακά URL:

https://criminology.panteion.gr/attachments/article/336/CMEL_TATSH.indd.pdf

H διαδικτυακή πηγή ανακτήθηκε στις 28-9-2020. 


Η Αγγελική Καρδαρά είναι Διδάκτωρ Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ ΕΚΠΑ, Φιλόλογος, Τακτική Επιστημονική Συνεργάτιδα Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος (ΚΕ.Μ.Ε.) & Επιστημονικά Υπεύθυνη του «Crime & Media Lab» ΚΕ.Μ.Ε.

To Newsletter του Propago

Λάβετε την ανάλυση της ημέρας στο email σας