Μια από τις σημαντικότερες επιπτώσεις του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία είναι, ως καταδεικνύουν τα μέχρι σήμερα δεδομένα και αναλύσεις, η δημιουργία ενεργειακής κρίσης στην Ευρώπη, που κατά το μάλλον ή ήττον θα έχει ευρύτερες συνέπειες. Οι επιπτώσεις αυτές προστίθενται στα νέα δεδομένα που προκαλούνται από τις κλιματικές αλλαγές, όπως για παράδειγμα η μειωμένη ροή υδάτων σε υδροηλεκτρικά φράγματα στη Νορβηγία, το κύμα καύσωνα που πλήττει την κεντρική Ευρώπη, οι έντονες μεταβολές καιρικών φαινομένων, αλλά ακόμα και η μείωση του νερού από ροές ποταμών που ψύχει τους πυρηνικούς αντιδραστήρες στη Γαλλία.
Παρόλο το γεγονός ότι οι χώροι αποθήκευσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι σχεδόν κατά 75% πλήρεις, ο καύσωνας που πλήττει την κεντρική Ευρώπη δυσχεραίνει την κατάσταση αφού η πτώση της στάθμης των εσωτερικών υδάτων δημιουργεί προβλήματα στις μεταφορές ενέργειας δια μέσω ποτάμιων οδών, ενώ καίγεται περισσότερο φυσικό αέριο για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας για την λειτουργία των εργοστασίων και τις ανάγκες της βιομηχανίας. Την ίδια στιγμή, η Νορβηγία που εν πολλοίς αποτέλεσε μια εναλλακτική οδό παροχής ενέργειας αντιμετωπίζει τις συνέπειες της πτώσης της στάθμης των εσωτερικών της υδάτων που παρέχουν το 90% της υδροηλεκτρικής ενέργειας που χρησιμοποιεί η χώρα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να καλύψει περαιτέρω τις ενεργειακές ανάγκες κρατών της Ευρώπης, όπως για παράδειγμα της Γερμανίας, της Ολλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου.
Οι τελευταίες αυξήσεις στις τιμές του φυσικού αερίου ενόψει της επικείμενης περιόδου του χειμώνα ακολουθούν τις ρωσικές απειλές (αλλά και πλέον πράξεις) για περιορισμό της παροχής φυσικού αερίου μέσω αγωγών προς ευρωπαϊκά κράτη λόγω της στάσης τους στον πόλεμο της Ουκρανίας και τον φόβο των διεθνών αγορών ενόψει του χειμώνα και της αναμενόμενης αύξησης της ζήτησης φυσικού αερίου, είτε αυτή αφορά την χερσαία ή θαλάσσια μεταφορά του τόσο προς τις αγορές της Ευρώπης αλλά και της Ασίας. Επίκεντρο του ενδιαφέροντος στο παρόν στάδιο είναι οι αντιδράσεις της Γερμανίας, της Ισπανίας και του Ηνωμένου Βασιλείου για την συγκράτηση των πληθωριστικών πιέσεων και της ανόδου των τιμών της ενέργειας αλλά και της πολιτικής που θα ακολουθήσει η Ευρωπαϊκή Ένωση όσον αφορά στη συνολική αντιμετώπιση της διαφαινόμενης ενεργειακής κρίσης.
Οι αυξήσεις στις τιμές του φυσικού αερίου δείχνουν την σοκαριστική τάση, με πενταπλάσια τιμή σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο πέρσι και σχεδόν δεκαπλάσια από την περίοδο προ της πανδημίας. Οι αυξήσεις αυτές και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού (μικρότερες φυσικά στις ΗΠΑ που έχουν την δυνατότητα να παράγουν και να εξάγουν πετρέλαιο και φυσικό αέριο) επιτείνουν τις πληθωριστικές τάσεις που ήδη υπάρχουν στις οικονομίες των κρατών και δείχνουν τις αρνητικές τους συνέπειες στην αναπτυξιακή πολιτική των κρατών, ειδικά στην περίοδο της πανδημίας που συνεχίζει ούτως ή άλλως να έχει τις δικές της επιπτώσεις.
Είναι σημαντικό να αντιληφθούμε την ουσιώδη διαφορά μεταξύ του να είναι ψηλές οι τιμές της ενέργειας (αρνητικό φαινόμενο φυσικά από μόνο του) και του να μην υπάρχει παροχή ενέργειας ή να υπάρχει διακεκομμένη παροχή ενέργειας. Η μείωση, για παράδειγμα, της παροχής φυσικού αερίου από τη Ρωσία μέσω του αγωγού Nord Stream που φτάνει μέχρι και το 80% δημιουργεί νέα δεδομένα, ενώ η προσπάθεια εξεύρεσης εναλλακτικών πηγών ενέργειας συνεχίζεται αδιάλειπτα, παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες που υπάρχουν και οι οποίες επιτείνουν την κρισιμότητα των στιγμών.
Τα πιο πάνω δεδομένα κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για μια επικείμενη σοβαρή ενεργειακή κρίση στην Ευρώπη που αναμφίβολα θα επηρεάσει τις δημοσιονομικές πολιτικές των κρατών και την καθημερινότητα των πολιτών. Απαιτούνται ρηξικέλευθες πολιτικές που θα συγκρατήσουν τις επιπτώσεις της επικείμενης ενεργειακής κρίσης και θα αντισταθμίσουν τις συνέπειες για τις οικονομίες των κρατών που καλούνται να αναλάβουν δράση στήριξης ειδικά των πλέον ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού.
Ο Δρ. Αντώνης Στ. Στυλιανού είναι Λέκτορας Νομικής στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, LL.B Law (Bristol), Ph.D in Law – International Law and Human Rights (Kent), Διευθυντής Μονάδας Νομικής Κλινικής Πανεπιστημίου Λευκωσίας