Η «γλώσσα του εγκλήματος» παρουσιάζει ένα ιδιαίτερο ερευνητικό ενδιαφέρον, γιατί η γλώσσα είναι ένα δυναμικό και πολυδιάστατο φαινόμενο και ταυτόχρονα είναι φορέας σκέψεων, ιδεών, συναισθημάτων, στάσεων και πεποιθήσεων, συνεπώς μέσω της διερεύνησης και ανάλυσης του ιδιαίτερου γλωσσικού κώδικα επικοινωνίας του χαρακτηριζόμενου «υποκόσμου» μπορούμε να κατανοήσουμε βαθύτερα τη δύναμη των λεκτικών επιλογών των ομιλητών και να εξετάσουμε επισταμένως τη σχέση γλώσσας-σκέψης, γλώσσας-κοινωνίας αλλά και γλώσσας-κοινωνικής ταυτότητας. Όλες αυτές τις καίριες πτυχές επιχειρήσαμε να μελετήσουμε κατά την πολύχρονη ανάλυση του ιδιαίτερου γλωσσικού κώδικα επικοινωνίας της φυλακής (βλ. μεταξύ άλλων σχετικά μας θέματα στο propago: Οι συνθηματικοί γλωσσικοί κώδικες επικοινωνίας σε ιδρυματικά περιβάλλοντα και η διερεύνηση της «γλώσσας της φυλακής» – propago.gr & Φυλακές: Προφορικοί, γραπτοί και άγραφοι κώδικες επιβίωσης στα δίκτυα των κρατουμένων – propago.gr).
Η εγκληματο-λογική γλώσσα (του κόσμου και του υποκόσμου) αναλύεται από τον Ομ.Καθηγητή Εγκληματολογίας ΕΚΠΑ Γιάννη Πανούση σε νέο άρθρο του στην ηλεκτρονική περιοδική επιθεώρηση εγκληματολογίας και ποινικής δικαιοσύνης «CrimeTimes» (τεύχος 18ο), με τρόπο ολοκληρωμένο και πάντα καινοτόμο. Στο εν λόγω άρθρο του ο Καθηγητής καταθέτει την πρόταση δημιουργίας ενός γλωσσαρίου της “Εγκληματολογίας από τα κάτω”, υπογραμμίζοντας: «Δεν αρκεί ο εκσυγχρονισμός των όρων. Νομίζω ότι η Εγκληματολογία, προκειμένου ν’ απαλλαγεί από τις ανελαστικές (λόγω δογματισμού) έννοιες του Ποινικού δικαίου, καλά θα ήταν να δημιουργήσει ένα δικό της γλωσσάρι (της Εγκληματολογίας από τα κάτω), ώστε να καταστήσει κτήμα όλων τους πραγματικούς επικοινωνιακούς κώδικες επιστημόνων-κοινωνίας-εγκληματιών, με αντιστοίχιση των όρων, καθώς και διεύρυνση των αποχρώσεων και του χρηστικού εύρους» (βλ. αναλυτικά: Η εγκληματο-λογική γλώσσα (του κόσμου και του υποκόσμου) – Crime Times).
Η αξία ενός γλωσσαρίου που συνεχώς θα εμπλουτίζεται με καινούργιους όρους κρίνουμε ότι είναι πολύ σημαντική για τον κλάδο της Εγκληματολογίας (και έχει μία ευρύτερη επιστημονική και κοινωνική χρησιμότητα). Αυτή μάλιστα υπήρξε μία από τις προτάσεις που είχαμε καταθέσει με την ολοκλήρωση της μελέτης μας «Φυλακή και Γλώσσα»[1]. Ειδικότερα, οι προτάσεις που είχαμε καταθέσει ήταν οι ακόλουθες:
«Στηριζόμενοι στα συμπεράσματα της παρούσας μελέτης καταλήγουμε σε πέντε προτάσεις, οι οποίες θεμελιώνονται στον σημαίνοντα ρόλο που οφείλει να διαδραματίσει η εκπαίδευση στον χώρο της φυλακής. Πρωταρχική θέση μας είναι ότι η εκπαίδευση έχει καθοριστική σημασία για την «ψυχολογία των κρατουμένων» και κατ’ επέκταση για τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας του ιδρύματος, γιατί μέσω αυτής μπορούν να αντιμετωπιστούν τα σοβαρά προβλήματα που πηγάζουν από την αδυναμία των σωφρονιστικών υπαλλήλων να έρθουν σε ουσιαστική επαφή με τους κρατούμενους. Σαφώς, οι δυσκολίες επικοινωνίας καθιστούν δυσχερές το έργο τους και εμποδίζουν τη δημιουργία ενός δικτύου σχέσεων, με απώτερο στόχο την επανένταξη των εγκλείστων στην κοινωνία μετά την αποφυλάκιση και την απαλλαγή τους από το στίγμα του εγκληματία. Οπότε, πρεσβεύουμε ότι η οργάνωση ενός ισχυρού εκπαιδευτικού συστήματος, το οποίο λαμβάνει σοβαρά υπ’ όψιν τις ανάγκες του έγκλειστου πληθυσμού, θα συμβάλλει στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και θα θέσει τις βάσεις για ένα καλύτερο μέλλον.
Είναι άξιο επισημάνσεως ότι οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι (φυλακτικό προσωπικό, εκπαιδευτικοί, ψυχολόγοι, κοινωνιολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί, αστυνομικοί, ποινικολόγοι) τονίζουν την ανάγκη ύπαρξης ενός εγχειριδίου της γλώσσας της φυλακής. Επομένως, η πρώτη πρόταση στην οποία προβαίνουμε είναι η εξής: να καταρτιστεί ένα γλωσσάριο, αποτελούμενο από λέξεις και φράσεις των τροφίμων με τις αντίστοιχες ερμηνείες τους, το οποίο θα ανανεώνεται συνεχώς και θα χρησιμοποιείται εντός και εκτός φυλακής. Μάλιστα, κρίνεται σκόπιμο να ανατεθεί η συγγραφή σε ομάδες κρατουμένων, οι οποίες θα συνεργάζονται με ειδικούς επιστήμονες (γλωσσολόγους, εγκληματολόγους, κοινωνιολόγους). Με αυτό τον τρόπο, η γλώσσα θα αποτελέσει «όπλο» που ενώνει και όχι που «στιγματίζει» τους ανθρώπους. Παράλληλα, θα αυξηθεί το αίσθημα ευθύνης και αυτοπεποίθησης των εγκλείστων, θα τους δοθεί η ευκαιρία για δραστηριοποίηση και δημιουργική αξιοποίηση του «χαμένου» χρόνου και δεν θα τους δημιουργηθεί η εντύπωση ότι κάποιος «τρίτος» προσπαθεί να παραβιάσει, χωρίς τη θέλησή τους, το «μικρόκοσμό» τους. Σημειώνουμε ότι κατά τη διεξαγωγή της έρευνας μάς πλησίασαν τρόφιμοι που είχαν προσωπικό ενδιαφέρον για το υπό εξέταση θέμα και μας παρείχαν πολύτιμο υλικό που οι ίδιοι είχαν συγκεντρώσει.
Άλλωστε, αποδείχθηκε (από τη μελέτη μας) ότι η αργκό της φυλακής δεν εξυπηρετεί κρυπτικούς σκοπούς, τουλάχιστον όχι σε μεγάλη έκταση. Άρα, η δημοσιοποίηση ενός γλωσσαρίου δεν θα προκαλέσει αντιδράσεις. Αντίθετα, θεωρούμε ότι τα οφέλη που θα προκύψουν είναι πολλά και συνίστανται στα ακόλουθα: πρώτον, θα μπορέσουν οι «τρίτοι», με τους οποίους οι φυλακισμένοι έρχονται σε άμεση ή έμμεση επαφή (ξεκινώντας από τους φύλακες και φτάνοντας στα μέλη της ελεύθερης κοινωνίας), να κατανοήσουν το βαθύτερο νόημα και περιεχόμενο της φυλακίστικης διαλέκτου και να αναπτυχθεί μεταξύ τους ένας μεγαλύτερος βαθμός οικειότητας, ώστε να επιτευχθεί η απαραίτητη επικοινωνία. Ιδιαίτερα οι: ψυχολόγοι, κοινωνιολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί και εκπαιδευτικοί, οι οποίοι διατηρούν μία διαφορετικής μορφής σχέση με τους εγκλείστους, λόγω του έργου που επιτελούν, θα έχουν τη δυνατότητα να τους προσφέρουν ουσιαστική βοήθεια, την οποία συχνά ζητούν απελπισμένα.
Δεύτερον, οι νεοεισερχόμενοι κρατούμενοι θα προσαρμοστούν πιο εύκολα και σε συντομότερο χρονικό διάστημα στο περιβάλλον της φυλακής. Αυτό το σημείο έχει εξέχουσα σημασία, γιατί έτσι θα περιοριστούν οι εντάσεις και τα προβλήματα ψυχολογικής φύσεως που δύναται να οδηγήσουν ακόμα και σε αυτοκτονίες. Τρίτον, όλοι οι έγκλειστοι θα βρουν κοινούς κώδικες επικοινωνίας και θα αποκτήσουν ερεθίσματα για προβληματισμό και συζήτηση σχετικά με θέματα γλώσσας, δεδομένου ότι όπως δηλώνουν (τόσο στη δική μας, όσο και σε άλλες έρευνες) διακατέχονται από την επιθυμία για γλωσσική ενημέρωση.
Η δεύτερη πρότασή μας είναι να αποτελέσει αυτό το γλωσσάριο αντικείμενο συστηματικής εξέτασης στο σχολείο δεύτερης ευκαιρίας της φυλακής, με σκοπό να φέρει πιο κοντά εκπαιδευτικούς-τρόφιμους και να δώσει το έναυσμα για ανταλλαγή απόψεων και καλλιέργεια κριτικής σκέψης. Υπό αυτή την έννοια, οι φυλακισμένοι θα διευρύνουν τους γνωστικούς τους ορίζοντες και θα εμπλουτίσουν το λεξιλόγιο τους, καθώς πολλοί εκφράζουν έντονους φόβους για λεξιλογική πενία. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονίσουμε τον θετικό ρόλο που θα μπορούσαν να διαδραματίσουν η εκπαιδευτική τηλεόραση και τα οπτικοακουστικά μέσα διδασκαλίας για να ενισχυθεί η συμμετοχή και κατ’ επέκταση η αλληλεπίδραση των μελών του έγκλειστου πληθυσμού και να αποκτήσει το μάθημα διαφορετικές διαστάσεις.
Ένα ακόμα θέμα που προέκυψε από την έρευνα αφορά την έλλειψη επικοινωνίας Ελλήνων-αλλοδαπών κρατουμένων, η οποία πυροδοτεί ακραίες καταστάσεις. Συνεπώς, μία τρίτη πρόταση είναι η λειτουργία μίας παρασκευαστικής τάξης εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας για τους αλλοδαπούς, προκειμένου να ξεπεράσουν τις πρακτικές δυσκολίες επικοινωνίας εντός και εκτός του σωφρονιστικού καταστήματος. Σε ένα δεύτερο επίπεδο κρίνουμε αναγκαία την πραγματοποίηση κοινών μαθημάτων ιστορίας και πολιτισμού, ώστε οι Έλληνες να έρθουν σε επαφή με τους αλλοδαπούς και ενδεχομένως μέσω της γλώσσας να εκτιμήσει ο ένας τον άλλον ή, τουλάχιστον, να περιοριστούν οι αντιπαραθέσεις.
Προτείνουμε επίσης να αξιοποιηθεί πιο αποτελεσματικά ο χρόνος έκτισης ποινής με ορισμένα έκτακτα μαθήματα γλωσσολογικής μελέτης και έρευνας αλλά και με τη λειτουργία μίας μεγάλης δανειστικής βιβλιοθήκης κατά το πρότυπο της βιβλιοθήκης στις φυλακές ανηλίκων Κασσαβέτειας Βόλου.[2] Τέλος, προτείνουμε να λάβουν οι αρμόδιοι φορείς δυναμικές πρωτοβουλίες για να πάψει να αποτελεί η φυλακή έναν χώρο τελείως αποκομμένο από το κοινωνικό γίγνεσθαι. Πιο αναλυτικά, να ανοίξουν την πόρτα του διαλόγου με τα μέλη της ελεύθερης κοινωνίας, κυρίως με σημαίνοντα πρόσωπα της τέχνης και επιστήμης, τα οποία θα μπορούσαν με σεμινάρια, διαλέξεις, χορήγηση βιβλίων και άλλα μέσα, να παρουσιάσουν τις εξελίξεις στον χώρο της γλωσσολογικής έρευνας και της λογοτεχνίας και να παρακινήσουν τους κρατούμενους σε συγγραφική και ερευνητική δραστηριότητα ή έστω να θέσουν τις βάσεις για προβληματισμό. Υπό την επίδραση αυτών των ιδεών, δεν θα αισθάνονται «χαμένες περιπτώσεις» αλλά ενεργά μέλη του συστήματος, τα οποία, κατ’ αντιστοιχία με τους ελεύθερους πολίτες, καλλιεργούν το πνεύμα τους και διαμορφώνουν την καθημερινότητά τους, ξεφεύγοντας από τη ρουτίνα και τη μιζέρια. Κλείνοντας, κρίνεται αναγκαίο να επισημανθεί η διαχρονική ισχύ και σημαντικότητα της γλώσσας της φυλακής, η οποία μεταφέρεται και στην ελεύθερη κοινωνία από εγκλείστους, πρώην εγκλείστους και τις «διασυνδέσεις» τους, άτομα δηλαδή με τα οποία σχετίζονται. Αυτή ακριβώς η επισήμανση θα αποτελέσει το τελικό μας συμπέρασμα και θα δώσει, ελπίζουμε, το έναυσμα για περαιτέρω προβληματισμό, μελέτη και έρευνα».
Αυτές, επομένως, υπήρξαν τότε οι προτάσεις μας και δυστυχώς διαπιστώνεται ότι με την πάροδο των ετών η κατάσταση όσον αφορά τη γλωσσική επικοινωνία εντός των καταστημάτων κράτησης επιδεινώνεται, στοιχείο που πιστεύουμε ότι διαδραματίζει τον δικό του αρνητικό ρόλο τόσο μέσα στις φυλακές και την ομαλή λειτουργία τους, όσο και σε συσχετισμό με τα κρίσιμα ζητήματα επανένταξης. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι οι φυλακές θα έπρεπε, ικανοποιώντας -θεωρούμε- και ένα πάγιο κοινωνικό ζητούμενο, πέρα από χώρο κράτησης, να αποκτήσουν έναν πιο ουσιαστικό προσανατολισμό που αφορά στην ευρύτερη έννοια του «σωφρονισμού» και της κοινωνικής επανένταξης μετά την έκτιση της ποινής, δεδομένου ότι σε μικρότερο ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα οι έγκλειστοι/έγκλειστες θα επιστρέψουν στην κοινωνία και είναι σημαντικό να έχουν προετοιμαστεί με επιστημονικά κατάλληλους τρόπους για αυτό. Δεν είναι τυχαίο ότι οι φυλακές, σύμφωνα με τους ίδιους τους κρατούμενους, χαρακτηρίζονται στον ιδιαίτερο γλωσσικό κώδικα επικοινωνίας τους «Κολλέγια του Εγκλήματος», στοιχείο που οφείλει να μας προβληματίσει εντόνως.
Τα ζητήματα γλώσσας ασφαλώς είναι πολύ σημαντικά μέσα στη φυλακή και πυροδοτούν εντάσεις, ειδικά στη σημερινή εποχή με την αύξηση των αλλοδαπών κρατουμένων που καθιστά τη γλωσσική επικοινωνία ακόμα πιο δυσχερή, «ζήτημα επιβίωσης» όπως έχει τονίσει ο Καθηγητής Γ. Πανούσης. Πιο συγκεκριμένα, στην πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη που είχε παραχωρήσει, το έτος 2019, στην επιστημονική ομάδα της επαναληπτικής έρευνας «Φυλακή και Γλώσσα» που διεξάγεται από το 2018 στο Κέντρο Μελέτης του Εγκλήματος (με Επιστημονικά Υπεύθυνη τη γράφουσα) είχε αναδείξει σημαντικές διαστάσεις της γλώσσας της φυλακής στη σύγχρονη εποχή με τις αλλαγές στη σύνθεση του ποινικού πληθυσμού και της ανθρωπογεωγραφίας της φυλακής, επισημαίνοντας μεταξύ άλλων «Από εγκληματολογική σκοπιά, λοιπόν, μας ενδιαφέρει πολύ (η γλώσσα της φυλακής), διότι, ενώ φεύγουμε από το φιλολογικό, επικοινωνιακό κομμάτι -φτιάχνεις δηλαδή ένα γλωσσάριο για να ξέρεις τι σημαίνει η κάθε λέξη περίπου σε επίπεδο λαογραφικό, -αυτήν τη στιγμή νομίζω ότι είναι ένα εργαλείο κατανόησης της εσωτερικής λειτουργίας μίας φυλακής. Όχι κατανόησης του τρόπου που επικοινωνούνε, αλλά κατανόησης της λειτουργίας της φυλακής. Γι’ αυτό και νομίζω ότι έχει ενδιαφέρον να το κοιτάμε ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Γιατί αλλάζουν διαρκώς τα δεδομένα. Και η εγκληματικότητα αλλάζει, και τα πράγματα μέσα στη φυλακή» (βλ. αναλυτικά όλη τη συνέντευξη: «Φυλακή και Γλώσσα» – Συνέντευξη με τον Ομότιμο Καθηγητή Εγκληματολογίας κ. Γιάννη Πανούση – KE.M.E. (e-keme.gr) και Συνέντευξη-Καθηγητή-Γ.-Πανούση_με-εισαγωγή.pdf (e-keme.gr)).
Στο σημείο αυτό θα εξετάσουμε το πώς λειτουργεί η γλώσσα ως ένα δυναμικό, δημιουργικό και πολυσήμαντο φαινόμενο και ποια είναι τελικά η αξία των ιδιαίτερων γλωσσικών κωδίκων επικοινωνίας, μεταξύ των οποίων και ο ιδιαίτερος κώδικας επικοινωνίας του έγκλειστου πληθυσμού.
Σύμφωνα με τον Leonard Bloomfield[3] του οποίου το όνομα είναι ταυτισμένο με τον αμερικανικό δομισμό (structuralism), η γλώσσα είναι άρρηκτα δεμένη με τις ποικίλες εκδηλώσεις του ανθρώπου και διαδραματίζει κυρίαρχο ρόλο στη ζωή μας, μολονότι στην καθημερινή χρήση θεωρούμε αυτονόητο το να μιλάμε, όπως αυτονόητες θεωρούνται όλες οι βιολογικές μας λειτουργίες. Επομένως, η γλώσσα αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της συμπεριφοράς κάθε ατόμου, διότι συνιστά το σπουδαιότερο μέσο για την πραγμάτωση των καθημερινών του δραστηριοτήτων. Μάλιστα, συμβάλλει στην υλοποίηση όλων των ομαδικών δραστηριοτήτων, από τις πιο στοιχειώδεις μέχρι τις πολυσύνθετες, εφόσον η χρήση της γλώσσας είναι η πιο σημαντική «συμμετοχική δραστηριότητα» (joint activity).[4]
Σαφώς, ένα σημαντικό χαρακτηριστικό του γλωσσικού φαινομένου που το διαφοροποιεί από τους κώδικες επικοινωνίας των υπολοίπων όντων είναι η δημιουργικότητα (creativity). Ο εισηγητής της γενετικής-μετασχηματιστικής θεωρίας,πρωτοπόρος γλωσσολόγος Noam Chomsky[5] είχε ορίσει τη «δημιουργική πτυχή» της γλώσσας. Ειδικότερα, είχε αναζητήσει τις κοινές αρχές για όλες τις γλώσσες που επιτρέπουν στους ανθρώπους να μιλήσουν δημιουργικά και ελεύθερα, καταλήγοντας στη διαπίστωση ότι η γνώση μίας γλώσσας από τον ομιλητή-ακροατή σημαίνει ότι το άτομο είναι ικανό να παράγει έναν άπειρο αριθμό προτάσεων που ποτέ δεν είπε ξανά και να καταλαβαίνει τις προτάσεις που δεν άκουσε ποτέ πριν.
Οι κοινωνιογλωσσολόγοι ανέπτυξαν μία ακόμα πολύ σημαντική έννοια, την έννοια της επικοινωνιακής ικανότητας, προσπαθώντας να αποδείξουν ότι η γνώση του γλωσσικού συστήματος δεν εξασφαλίζει ουσιαστική επικοινωνία, γιατί δεν παρέχει τη δυνατότητα να επιλεγεί η κατάλληλη γλωσσική μορφή που απαιτούν οι εκάστοτε περιστάσεις επικοινωνίας.[6] Σταδιακά, η παραπάνω έννοια διευρύνθηκε. Δόθηκε μεγάλη βαρύτητα στις «επικοινωνιακές διαδικασίες» (communicative processes), στις οποίες στηρίζεται η γλώσσα ως μέσο αλληλεπίδρασης. Παράλληλα, η μελέτη της επικοινωνίας στράφηκε προς τις ισχυρές επιδράσεις που ασκεί στη ζωή των ανθρώπων.[7]
Καθίσταται εμφανές ότι η γλωσσική και η επικοινωνιακή ικανότητα προσφέρουν στους χρήστες την πολύτιμη ευκαιρία να εκφράσουν βαθύτερες σκέψεις και ιδέες, εφόσον υπάρχει ένα κοινό πλαίσιο συνεννόησης και κατανόησης. Άρα, κάθε ομιλητής μπορεί να αξιοποιήσει πληθώρα γλωσσικών μέσων όχι μόνο για να διατυπώσει τις προτάσεις του αλλά και για να «δημιουργήσει» εικόνες και συναισθήματα, δηλαδή να δώσει «σάρκα και οστά» σε μύχιες σκέψεις του. Αυτό έγκειται στη χρήση πεπερασμένων «πόρων» για τη δημιουργία δυνάμει άπειρων εκφορών και αποκαλύπτει τη δημιουργική, συμβολική και αφαιρετική φύση της γλώσσας. Ωστόσο, πρέπει να τονιστεί ότι συχνά γίνεται λόγος για τη σύγκρουση ανάμεσα στη χαρακτηριζόμενη «τρέχουσα» γλώσσα και την «επίσημη» ή «νόμιμη» ή αλλιώς «πρότυπη» γλώσσα (standard). Η εν λόγω σύγκρουση σχετίζεται άμεσα με τις αργκό που μας απασχόλησαν εκτενώς στη μελέτη «Φυλακή και Γλώσσα», αλλά αυτό θα αποτελέσει αντικείμενο διερεύνησης άλλου άρθρου μας. Εν συνεχεία καταγράφουμε και αναλύουμε τρεις πλευρές του γλωσσικού φαινομένου που έχουν εξέχουσα βαρύτητα και συνίσταται στα ακόλουθα σημεία:
α) ποικιλότητα/μεταβλητότητα
Η πρώτη σημαντική διάσταση της γλώσσας, στην οποία θεμελιώνεται και η μελέτη μας «Φυλακή και Γλώσσα», είναι ηποικιλότητα ή αλλιώς μεταβλητότητα. Με τον όρο αυτό εννοούμε ότι η γλώσσα δεν είναι στατική και ομοιογενής αλλά άκρως δυναμική, ετερογενής και ότι συνεχώς ανανεώνεται, όπως υπογραμμίζει ο σπουδαίος κοινωνιογλωσσολόγος William Labov[8] αναφερόμενος στους πολλούς και διαφορετικούς/εναλλακτικούς τρόπους για να πει κανείς το «ίδιο πράγμα». Συνεπώς, η γλώσσα λαμβάνει ποικίλες μορφές, καθεμία από τις οποίες έχει τη δική της σπουδαιότητα.
Είναι συνεπώς μύθος η διάκριση των γλωσσών ή/και των γλωσσικών ποικιλιών σε «ανώτερες» και «κατώτερες». Αντίθετα, αναλύοντας κανείς τις «αποκλίνουσες» μορφές λόγου, όπως τη γλώσσα των φυλακισμένων, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι όχι μόνο δεν είναι υποδεέστερες αλλά έχουν συμβολικές διαστάσεις και προεκτάσεις. Στο περίφημο έργο του Sociolinguistic Patterns ο Labov[9] προσεγγίζει τη γλώσσα ως μία μορφή «κοινωνικής συμπεριφοράς». Υποστηρίζει ότι ο λόγος είναι ετερογενής και το γλωσσικό σύστημα χαρακτηρίζεται από ποικιλία. Σύμφωνα με αυτήν τη θεώρηση, η διαφοροποίηση κάθε γλώσσας εκτείνεται σε δύο ξεχωριστά επίπεδα: πρώτον, στη διάσταση του χώρου (οριζόντια, γεωγραφική ποικιλία) η οποία περιλαμβάνει όλες τις γλωσσικές ποικιλίες (κοινωνιολέκτους) που προσδιορίζονται με βάση τη γεωγραφική περιοχή και δεύτερον, στη διάσταση της κοινωνικής οργάνωσης που περιλαμβάνει τις επιμέρους διαφοροποιήσεις που χαρακτηρίζουν το εσωτερικό μίας γλωσσικής κοινότητας και οι οποίες οφείλονται σε κοινωνικά αίτια (κάθετη, κοινωνική ποικιλία).
Συνοψίζοντας, με τον όρο ποικιλία ουσιαστικά εννοούμε:
- την υφολογική ποικιλία, δηλαδή την τροποποίηση του ύφους του ομιλητή ανάλογα με το είδος της επικοινωνίας, τα πρόσωπα, το περιβάλλον και τον σκοπό,
- την ποικιλία που χαρακτηρίζει συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, όπως συμβαίνει με τη «γλώσσα των πολιτικών», τη «γλώσσα των εργατών» και μία σειρά άλλων γλωσσικών κωδίκων επικοινωνίας κοινωνικών ομάδων (εδώ εντάσσεται και ο γλωσσικός κώδικας των εγκλείστων στις φυλακές)
- τη διαφοροποίηση και πολυμορφία που οφείλεται σε γεωγραφικούς παράγοντες. Εδώ περιλαμβάνονται τα διάφορα ιδιώματα ή διάλεκτοι που δημιουργήθηκαν σε εποχές όπου οι επαφές και η επικοινωνία των ανθρώπων από διαφορετικές περιοχές, λόγω της μορφολογίας του εδάφους και της μη ύπαρξης συγκοινωνιακών μέσων, ήταν πολύ χαλαρές και ορισμένες φορές σχεδόν ανύπαρκτες.[10]
Συνοπτικά, ο «ορθός» χειρισμός της γλωσσικής δραστηριότητας συνίσταται, σε μεγάλο βαθμό, στο να γνωρίζουν οι ομιλητές να ποικίλλουν τον λόγο τους ώστε να επιτυγχάνουν κάθε φορά τον στόχο που θέτουν. Έτσι, τα ίδια εκφραστικά φαινόμενα (χρησιμοποίηση επιτονικών διακοπών, συντακτικών ανακολουθιών, απρόσμενων λεξιλογικών μονάδων κ.λπ.) που αποφεύγονται σε ορισμένες καταστάσεις είναι απαραίτητα σε άλλες προκειμένου να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.[11]
Άμεση συνέπεια της ποικιλότητας της γλώσσας είναι η αλλαγή. Η γλωσσική αλλαγή είναι κύριο χαρακτηριστικό όλων των γλωσσών, παγκοσμίως. Γι’ αυτό παρατηρούμε ότι σε όλη τη διάρκεια της ζωής κάθε ανθρώπου, η γλώσσα την οποία μιλά ανανεώνεται, καθώς εμπλουτίζεται με ένα μεγάλο αριθμό νέων λέξεων, νοημάτων, γραμματικών τύπων, προφορών, ενώ χάνει έναν αριθμό παλαιών λέξεων.[12] Αυτό το χαρακτηριστικό είναι εντονότατο στις αργκό, όπως διαπιστώσαμε και στη μελέτη μας.
β) λανθάνον νόημα
Η δεύτερη εξέχουσας σημασίας διάσταση της γλώσσας αφορά το λανθάνον νόημα, το οποίο μπορεί να γίνει καλύτερα κατανοητό εάν εμβαθύνουμε στην άποψη του Ronald Barthes[13] ότι η γλώσσα δεν είναι «κοινωνικά αθώα» αλλά οι λέξεις έχουν μία δεύτερη μνήμη που μυστηριωδώς επιζεί στις νέες σημασίες. Συγκεκριμένα, ο Barthes είχε διατυπώσει την περίφημη θέση ότι εάν η γραφή ήταν «ουδέτερη» και η γλώσσα, αντί να είναι «ατίθαση» και «αδάμαστη», ήταν «αθώα», τότε η λογοτεχνία δεν θα είχε την αξία που διαθέτει και η προβληματική των ανθρώπων θα ήταν τελείως άχρωμη.
Στην πραγματικότητα όμως αυτό που συμβαίνει είναι ότι κάθε ομιλητής, ως πομπός και ως δέκτης, μεταδίδει και προσλαμβάνει πολλά έμμεσα μηνύματα και εξωλεκτικά σήματα. Είναι σαφές ότι όλες οι γλωσσικές επιλογές –από τις λέξεις μέχρι τους γραμματικούς τύπους και τη σύνταξη των προτάσεων- είναι φορείς βαθύτερων νοημάτων, γιατί δηλώνουν –για την ακρίβεια υποδηλώνουν- πλήθος πληροφοριών. Οι άνθρωποι μέσω αυτών των γλωσσικών στοιχείων μοιράζονται τις σκέψεις τους, δείχνουν αλληλεγγύη ή απόσταση και καθορίζουν τη στάση τους. Αναμφίβολα, στις γλωσσικές μας επιλογές ανήκει και η χρήση της αργκό. Ως λογικό επακόλουθο η γλώσσα δεν είναι «αθώα», διότι οι πολυάριθμες κοινωνικές πληροφορίες και τα ιδεολογικά μηνύματα, εκφράζονται σε αυτήν με τις γλωσσικές επιλογές μας.[14] Το λανθάνον νόημα είναι τεράστιος πλούτος της γλώσσας, γιατί παρέχει στους ομιλητές άπειρες δημιουργικές δυνατότητες που δεν μπορεί να μας εξασφαλίσει η τεχνική γνώση του γλωσσικού κώδικα.
γ) αλληλεπίδραση των ομιλητών
Η τρίτη εξίσου σημαντική διάσταση της γλώσσας, στην οποία επίσης βασίστηκε η μελέτη μας, έγκειται στο ότι η χρήση της απαιτεί την αλληλεπίδραση των μελών κάθε γλωσσικής κοινότητας.[15] Ο ανθρωπολόγος Claude Lévi-Strauss[16]ορίζει τη γλώσσα ως το κατεξοχήν «κοινωνικό φαινόμενο» που πραγματώνεται μόνο σε συλλογικό επίπεδο. Το γεγονός αυτό, κατά τον Strauss, προσδίδει στη γλώσσα ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό: η γλωσσική συμπεριφορά σε μεγάλο βαθμό πηγάζει από την «ασυνείδητη σκέψη» (unconscious thought) που σημαίνει ότι όταν μιλάμε δεν έχουμε συνείδηση των μορφολογικών και συντακτικών κανόνων που διέπουν τη γλώσσα. Ακόμα και όταν μαθαίνουμε τις γραμματικές και φωνητικές δομές της γλώσσας, δεν έχουμε απόλυτη συνείδησή τους κατά τη γλωσσική χρήση.
Κύρια διαπίστωσή μας μέχρι τώρα είναι ότι η γλώσσα, με τις πολυσήμαντες πλευρές της, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης ύπαρξης. Οι λειτουργίες όσο και οι χρήσεις είναι άπειρες, γιατί η γλώσσα όπως είδαμε σχετίζεται με όλους τους τομείς της ζωής μας. Μία από τις πρωταρχικές λειτουργίες της είναι η μετάδοση πληροφοριών, από τις πιο επουσιώδεις μέχρι τις πιο ουσιώδεις. Αναμφίβολα, ορισμένες πληροφορίες μπορούν να εκφραστούν με ποικίλα μέσα, πέραν της γλώσσας, π.χ. με χειρονομίες, κραυγές, ακόμα κι ένα χαμόγελο ή ένα απλό κλείσιμο του ματιού αρκούν για να καταστούν απολύτως κατανοητές στο πλαίσιο στο οποίο λαμβάνει χώρα η επικοινωνία[17] (σημειώνεται ότι όλες οι παραπάνω ενέργειες συνιστούν τη χαρακτηριζόμενη «μη λεκτική επικοινωνία»).[18]
Ωστόσο, οι περισσότερες πληροφορίες, ιδιαίτερα όσες σχετίζονται με τις πιο μύχιες σκέψεις και γενικότερα τις πιο ευαίσθητες πλευρές της ανθρώπινης ύπαρξης, εξαρτώνται από τη χρήση της γλώσσας, ουσιαστικά των λέξεων που σχηματίζουν προτάσεις. Με αυτό τον τρόπο, δηλαδή στηρίζοντας και λεκτικά τα συναισθήματα του, ο πομπός έρχεται πιο κοντά στο δέκτη και δύναται να αναπτύξει μαζί του μία πιο στενή και με μεγαλύτερη διάρκεια σχέση. Εάν μάλιστα λάβουμε υπ’ οψιν το δεδομένο ότι η ανταλλαγή πληροφόρησης και κατ’ επέκταση απόψεων, προτάσεων και ιδεών, αποτελεί θεμέλιο λίθο κάθε πολιτισμού, αντιλαμβανόμαστε την εξέχουσα βαρύτητα της γλώσσας, χωρίς την οποία δεν μπορεί να υπάρξει πολιτισμός. Συνεπώς, καμία ανθρώπινη κοινότητα δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει ομαλά και κυρίως να προοδεύσει χωρίς τη γλώσσα, η οποία παρέχει τη δυνατότητα να οργανωθούν, σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, όλες οι δραστηριότητες και να διαδοθεί η γνώση από γενιά σε γενιά.
Η δεύτερη σημαντική λειτουργία της γλώσσας έχει ονομαστεί από τους γλωσσολόγους «φατική» (phaticcommunication), σύμφωνα με τον όρο που εισήγαγε ο Βρετανός ανθρωπολόγος Bronislaw Malinowski. Σε αυτή την περίπτωση στόχος δεν είναι η ανταλλαγή πληροφόρησης για γεγονότα που έχουν λάβει χώρα αλλά να φανεί η στάση του ομιλούντα απέναντι στο/α άτομο/α προς το οποίο/α απευθύνεται. Παραδείγματα φατικής επικοινωνίας αποτελούν οι χαιρετισμοί μεταξύ ατόμων ή ακόμα και η «κουβεντούλα» μεταξύ φίλων ή αγνώστων προκειμένου να προσαρμοστούν στα δεδομένα της συζήτησης.
Μία τρίτη λειτουργία της γλώσσας είναι η χαρακτηριζόμενη «εκφραστική», δηλαδή η αποκάλυψη συναισθημάτων. Η λογοτεχνία στηρίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στη συγκεκριμένη χρήση της γλώσσας, όπως είναι φυσικό και αναμενόμενο. Αλλά και γενικά όλοι οι άνθρωποι αποκτούν τη δυνατότητα, μέσω αυτής της λειτουργίας, να εκφράσουν, στην καθημερινότητά τους, τα συναισθήματα τους, όπως τη χαρά, τη λύπη, την αγάπη, τον πόνο, την οργή, το φόβο, την πίκρα, την απογοήτευση κ.λπ.
Τέλος, η γλώσσα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως «μέσο τέλεσης πράξεων» (directive language). Αυτό επιτυγχάνεται άλλοτε επιτακτικά –με τη χρήση της προστακτικής- άλλοτε με πιο «ευγενικό»/έμμεσο τρόπο, π.χ. με τη χρήση ερωτήσεων, Ο άμεσος ή έμμεσος τρόπος που θα επιλεγεί εξαρτάται από την περίσταση και το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνουμε κάθε φορά το λόγο.[19] Εν κατακλείδι, οι ανάγκες που πρωτίστως εξυπηρετεί η γλώσσα είναι επικοινωνιακές, κοινωνικές, πολιτισμικές και γνωστικές. Οπότε δικαίως η γλώσσα εκλαμβάνεται ως ένας ζωντανός οργανισμός άρρηκτα δεμένος με την Ιστορία, τον πολιτισμό και τις παραδόσεις. Υπό αυτή την έννοια η γλώσσα είναι διαρκής δημιουργία.[20]
Ολοκληρώνοντας, κρίνουμε σημαντική την αναφορά στην εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, προφορική, συνέντευξη που μας παραχώρησε το έτος 2019 η Επίκουρη Καθηγήτρια Κοινωνιογλωσσολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Μαρία-Κακριδή-Ferrari, στο πλαίσιο της προαναφερθείσας επαναληπτικής μας έρευνας στο Κέντρο Μελέτης του Εγκλήματος. Η κ. Κακριδή με τη βαθιά επιστημονική γνώση της αναδεικνύει καίριες πτυχές του ιδιαίτερου γλωσσικού κώδικα επικοινωνίας που διερευνούμε και φωτίζει ζητήματα κρίσιμης σημασίας, σε κοινωνιογλωσσολογικό επίπεδο. Όπως υπογραμμίζει η κ. Κακριδή «η γλωσσοπλασία είναι η ψυχή της γλώσσας. Είναι κάτι πολύ δημιουργικό. Πάνω σε αυτό βασίζεται η γλώσσα, στο να πλάθουμε καινούργιες λέξεις και εκφράσεις που να δηλώνουν καινούργια πράγματα, καινούργιες έννοιες και σχέσεις εννοιών». Ορίζει τον γλωσσικό κώδικα επικοινωνίας του έγκλειστου πληθυσμού των ελληνικών φυλακών, που αποτέλεσε το αντικείμενο μελέτης μας, ως ένα «ιδίωμα» που βασίζεται στα ελληνικά και στη σύνταξη της ελληνικής, δανείζεται λέξεις από άλλες γλώσσες ή φτιάχνει καινούργιες, με αποτέλεσμα να διαφοροποιείται κυρίως στο λεξιλόγιο και όχι τόσο στη δομή της.
Πολύ σημαντική και η έννοια της «έκφρασης ταυτότητας», στην οποία αναφέρεται η κ. Κακριδή, ως προς τις γλώσσες που αναπτύσσουν ιδιαίτερες ομάδες και μελετά η κοινωνιογλωσσολογία, επισημαίνοντας «Αυτές οι γλώσσες, που τις μελετάμε στην κοινωνιογλωσσολογία, οι γλώσσες που αναπτύσσουν ιδιαίτερες ομάδες, και μελετάμε συγχρόνως ποιες είναι οι αιτίες που δημιουργούνται, ποια είναι η λειτουργία που επιτελούν κλπ., πηγάζουν κυρίως από την ανάγκη διαφοροποίησης από τους άλλους. Δεν είναι κάτι που έχει απαραίτητα σχέση με συγκρούσεις ή πολέμους. Η διαφοροποίηση δεν είναι απαραίτητα κρυπτική, αλλά, όπως θα λέγαμε σήμερα, αποτελεί και “έκφραση ταυτότητας”, μια έννοια που την ακούμε πάρα πολύ πια. Δηλαδή, η ανάγκη διαφοροποίησης σημαίνει διαφοροποίηση της ταυτότητας ή στοιχείων της και αυτό, με τη σειρά του, σημαίνει ότι εκφράζω με αυτό τον διαφορετικό κώδικα την ταυτότητα που θέλω, το πού θέλω να ανήκω, ενώ συγχρόνως ελέγχω ποιος ανήκει στην ομάδα μου και ποιος δεν ανήκει, το οποίο είναι επίσης πολύ σημαντικό» (Βλ. αναλυτικά όλη τη συνέντευξη «Φυλακή και Γλώσσα» – Συνέντευξη με την Επίκουρη Καθηγήτρια Κοινωνιογλωσσολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Μαρία Κακριδή-Ferrari – KE.M.E. (e-keme.gr) και Συνέντευξη-με-την-Επίκουρη-Καθηγήτρια-Κοινωνιογλωσσολογίας-κ.-Κακριδή_τελικό.pdf (e-keme.gr)).
Συμπερασματικά η μελέτη της «γλώσσας του εγκλήματος» έχει μία ιδιαίτερη αξία σε ερευνητικό επίπεδο, καθώς μας παρέχει την πολύτιμη ευκαιρία να εμβαθύνουμε σε ζητήματα επικοινωνίας και να εξετάσουμε το πώς μέσα από τη γλωσσοπλασία που αποτελεί, πραγματικά, την ψυχή της γλώσσας μπορούν να εκφραστούν, με τα πιο απλά γλωσσικά μέσα, βαθύτερες σκέψεις και συναισθήματα, αλλά και οι στάσεις, οι αντιλήψεις και πεποιθήσεις των ομιλητών.
[1] Α. Καρδαρά, Φυλακή και Γλώσσα, Αθήνα-Κομοτηνή, Α.Ν.Σάκκουλας, 2014, σσ. 387-393.
Ακαδημαϊκός Υπεύθυνος Διδακτορικής Διατριβής: Καθηγητής Γ. Πανούσης.
[2] Όπως είχε σημειωθεί στη μελέτη μας, η συγκεκριμένη βιβλιοθήκη ξεκίνησε να λειτουργεί στις φυλακές ανηλίκων Κασσαβέτειας Βόλου τον Απρίλιο του 1994, στο πλαίσιο πιλοτικού προγράμματος με επικεφαλής τη Μ. Ζορμπά. Σύμφωνα με στοιχεία που ήρθαν στη δημοσιότητα το 1996, η βιβλιοθήκη διέθετε περίπου 3.500 βιβλία, λειτουργούσε με δικό της βιβλιοθηκάριο και δάνειζε κατά μέσο όρο 100 βιβλία κάθε μήνα. Εκεί οι ανήλικοι κρατούμενοι απασχολούνταν δημιουργικά, ζωγραφίζοντας ή μαθαίνοντας την ελληνική γλώσσα, ενώ οργανώνονταν εκθέσεις, συναυλίες και άλλες εκδηλώσεις, με την υποστήριξη χορηγών.
[3] L. Bloomfield, Language, Chicago: The University of Chicago Press, 1984, σελ. 3.
[4] H. Clark, Using Language, Cambridge: Cambridge University Press, 1996, σελ. 387.
[5] N. Chomsky, Aspects of The Theory of Syntax, Cambridge, Massachusetts: The MIT Press, 1965, σελ. 4.
[6] Ν. Κωστούλα-Μακράκη, Γλώσσα και Κοινωνία: Βασικές Έννοιες, Αθήνα: Μεταίχμιο, 2001, σελ. 23.
[7] J.J. Gumperz, J. Cook- Gumperz, «Introduction: Language and the Social Identity» στο J.J. Gumperz (επιμ), Language and Social Identity, Cambridge: Cambridge University Press, 1982, σελ. 1.
[8] W. Labov, Sociolinguistic Patterns, Philadelphia: University of Pennsylvania Press, 1991, σελ. 188.
[9] Ό.π., σελ. 183.
[10] Ι. Τσολακοπούλου, «Γλωσσική Διδασκαλία και Διάλεκτοι», Γλώσσα, 16, 1988, σελ. 38.
[11] D. François-Geiger, Θέματα Κοινωνικής και Θεωρητικής Γλωσσολογίας: Συμβολή σε μια Θεωρία της Γλωσσικής Πράξης, μτφ. Φώτης Α. Καβουκόπουλος, Τάσος Κόγος, Γιώργος Μαγουλάς, Άννα Μανουσοπούλου, Δέσποινα Χειλά-Μαρκοπούλου, Αθήνα: Νεφέλη, 1991, σελ. 32.
[12] R.L. Trask, Language: The Basics, London and N. York: Routledge, 1997, σελ. 163.
[13] R. Barthes, Le Degré Zéro de l’ Écriture, Paris: Éditions du Seuil, 1953, σσ. 60-61.
[14] Α. Φραγκουδάκη, Γλώσσα και Ιδεολογία: Κοινωνιολογική Προσέγγιση της Ελληνικής Γλώσσας, 8η έκδ., Αθήνα: Οδυσσέας, 1999, σσ. 23-24 και 29.
[15] W.J. Handy, Language, Thought and Experience: A Tapestry of the Dimensions of Meaning, Baltimore: University Park Press, 1978, σσ. 266-267.
[16] C. Lévi-Strauss, «Language and the Analysis of Social Laws» στο B.G. Blount (επιμ), Language, Culture and Society: A Book of Readings, 2ηέκδ. Long Grove, Illinois: Waveland Press, 1995, σελ. 144.
[17] P. Watzlawick, J. Beavin Bavelas, D.D. Jackson, Ανθρώπινη Επικοινωνία και οι Επιδράσεις της στη Συμπεριφορά, μτφ. Α. Γολεμή, επιμ. Κ. Χαραλαμπάκη, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 2005, σελ. 75.
[18] L. Preto Μηνύματα και Σήματα, μτφ. Δ. Μοσχόπουλος, Αθήνα: Νεφέλη, 1986, σσ. 43-44.
[19] B. L. Liles, An Introduction to Linguistics, Englewood Cliffs, N. Jersey: Prentice- Hall, 1975, σσ. 3-6.
[20] Γ. Μπαμπινιώτης, ό.π., σελ. 15.
Η Αγγελική Καρδαρά είναι Διδάκτωρ Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ ΕΚΠΑ, Φιλόλογος, Τακτική Επιστημονική Συνεργάτιδα Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος (ΚΕ.Μ.Ε.) & Επιστημονικά Υπεύθυνη του «Crime & Media Lab» ΚΕ.Μ.Ε.