Ο δεύτερος γύρος των τουρκικών εκλογών έχει ολοκληρωθεί, έχει καταγραφεί στα κατάστιχα της πολιτικής ιστορίας της Τουρκίας και το αποτέλεσμα αφορά στην επικράτηση του νυν Προέδρου της χώρας έναντι του υποψηφίου της αντιπολίτευσης. Ήδη, έχει καταδειχθεί από τον πρώτο γύρο των εκλογών ότι το κυβερνών κόμμα ΑΚΡ με την συμμαχία του εξασφαλίζει την πλειοψηφία στην τουρκική εθνοσυνέλευση και αυτό δίνει την ευχέρεια στον Ερντογάν να ποδηγετήσει, έτι περισσότερο, τα πολιτικά δρώμενα της Τουρκίας.
Η αντιπολίτευση, παρά την πρωτοφανή συμμαχία της, απέτυχε να περάσει το δικό της μήνυμα – όποιο και να ήταν αυτό και με όση αμφιβολία αυτό θα επείχε – και να επιφέρει την αλλαγή της ηγεσίας της χώρας και καλείται πλέον, αποδυναμωμένη από το αποτέλεσμα της συμμαχίας της, να αντιμετωπίσει τα δικά της εσωτερικά προβλήματα στα κόμματα που την αποτελούσαν, ενώ ο Ερντογάν καλείται να διαχειριστεί τα φλέγοντα ζητήματα που κυριάρχησαν στην προεκλογική περίοδο και πρωτίστως τα εγγενή προβλήματα που αντιμετωπίζει η τουρκική οικονομία, το μεταναστευτικό και άλλα εσωτερικά και εξωτερικά ζητήματα που αναφέρθηκαν τις τελευταίες εβδομάδες.
Πλέον, για την Τουρκία, θα πρέπει να αναφερόμαστε στην νέα Τουρκία του Ερντογάν. Πέραν του προφανούς αποτελέσματος που καταδεικνύει ένα βαθύ διχασμό στην τουρκική κοινωνία, το αποτέλεσμα της 28ης Μαΐου 2023 αποκρυσταλλώνει την ηγεμονία του Ταγίπ Ερντογάν, ως προσωποπαγούς ηγέτη που ορίζει την επόμενη μέρα της χώρας. Τα καίρια ζητήματα που προκύπτουν αφορούν στην κατεύθυνση της χώρας, γεωπολιτικά ομιλώντας, μεταξύ Δύσης και Ανατολής αλλά και του ίδιου του ρόλου που έχει να επιτελέσει η Τουρκία στο σύγχρονο περιβάλλον των διεθνών σχέσεων (δεν αναφέρομαι στο διεθνές δίκαιο για το οποίο πόρρω απέχει η Τουρκία από τον σεβασμό του), που έχουν, ούτως ή άλλως, καταστεί πολυμερείς μακράν του διπολικού χαρακτήρα που είχαν στον παρελθόν.
Με πληθυσμό στο επίπεδο των 85 εκατομμυρίων και 61 εκατομμυρίων εκ των οποίων να έχουν δικαίωμα ψήφου, η Τουρκία αποτελεί εκ των δεδομένων μια από τις σημαντικότερες χώρες στην περιφέρεια της Ευρασίας, που διεκδικεί, στη βάση του αφηγήματος του Ερντογάν, ένα ηγεμονικό ρόλο στο παγκόσμιο γεωπολιτικό, γεωστρατηγικό και γεωοοικονομικό γίγνεσθαι.
Οι εκλογές της 28ης Μαΐου συμπίπτουν με την 10η επέτειο των (ιστορικών για την Τουρκία) διαμαρτυριών στην πλατεία Γκεζί, εναντίον της διακυβέρνησης του Ερντογάν, όπου η αντιπολίτευση, τότε, δεν ήταν ενωμένη. Σήμερα, που η αντιπολίτευση ενώθηκε, τουλάχιστον φαινομενικά, η αλλαγή που επιθυμούσαν οι διαδηλωτές του Γκεζί τότε ή οι ηγέτες της συμμαχίας της αντιπολίτευσης σήμερα δεν έχει επέλθει. Η 29η Μαϊου, μια μέρα μετά τις τουρκικές εκλογές, σηματοδοτεί, για την Τουρκία την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1453, την αναβίωση, για τον Ερντογάν, της (νέο)οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο ίδιος ο Τούρκος Πρόεδρος, άλλωστε, το έχει τονίσει στην διάρκεια της προεκλογικής, για να οδηγήσει την χώρα σε ένα νέα κεφάλαιο της ιστορίας της το 2026, στην επέτειο των 100 χρόνων από της ιδρύσεως του σύγχρονου Τουρκικού Κράτους.
Ο τουρκικός αναθεωρητισμός, υπό τον Ερντογάν, έχει λάβει τα τελευταία χρόνια άλλες διαστάσεις. Η αμφισβήτηση της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου, η τουρκική εισβολή του 1974 στην Κύπρο και τα νέα τετελεσμένα που η Τουρκία επιθυμεί να δημιουργήσει στα κατεχόμενα, ο επεκτατισμός στην ευρύτερη ανατολική Μεσόγειο, οι παρεμβάσεις της Τουρκίας στη Συρία, στο Ιράκ, στο Κουρδιστάν, η στάση της Τουρκίας σε σχέση με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, οι σχέσεις της Τουρκίας με την Κίνα, το Ιράν, την Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και με άλλους δρώντες, δημιουργούν για τον πολιτικό αναλυτή νέα δεδομένα που χρήζουν εκτενούς ανάλυσης.
Στο προεκλογικό σκηνικό των εκλογών της Τουρκίας κυριάρχησαν τα ζητήματα που αφορούσαν στην οικονομία της χώρας, τον αντίκτυπο των φονικών σεισμών του Φεβρουαρίου, η διαχείριση της πανδημίας και όχι τα εξωτερικά ζητήματα που αφορούν είτε στον ρόλο της Τουρκίας στο νέο γεωπολιτικό περιβάλλον γενικά, είτε σε σχέση με τα ελληνοτουρκικά ζητήματα ή τα του Κυπριακού. Η αποτυχία της αντιπολίτευσης έγκειται στο γεγονός ότι δεν κατάφερε να ανατρέψει την ρητορική και πολιτική του Ερντογάν σε αυτά τα ζητήματα εσωτερικής κατανάλωσης, χωρίς να αναδείξει την δική της εσωτερική και εξωτερική πολιτική. Σε ένα ακροατήριο που έμαθε να μην αρέσκεται σε θέματα που αφορούν την δημοκρατία, τον σεβασμό και την προώθηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών για πολλούς λόγους που δεν είναι το παρόντος, οι εφήμερες, λαϊκίστικές πολιτικές επικράτησαν. Με αυτό το ακροατήριο και με αυτήν την ηγεσία, η Δύση – όχι μόνο η Ελλάδα και η Κύπρος – καλούνται να διαχειριστούν την επόμενη θητεία του Προέδρου Ερντογάν, με όλες τις προεκτάσεις της.
Το τελικό αποτέλεσμα, με όλο τον δέοντα σεβασμό στον κυρίαρχο λαό που το επέλεξε, δείχνει ξεκάθαρα την πλήρη μεταστροφή του τουρκικού πολιτικού συστήματος σε ένα αυτοκρατικό μοντέλο υπό τον Ερντογάν και αυτό το γεγονός δημιουργεί ευρύτερα γεωπολιτικά ζητήματα που θα απασχολήσουν στο μέλλον τον δυτικό δημοκρατικά σκεπτόμενο κόσμο και πολιτισμό.
Ο Ερντογάν έχει να διαχειριστεί πρωτίστως το δυσθεώρητο οικονομικό πρόβλημα της Τουρκίας, με τον καλπάζοντα πληθωρισμό, τις ταμειακές ελλείψεις και τα δομικά του προβλήματα, καλούμενος να επιλέξει μεταξύ Δύσης ή άλλων οικονομικών παραγόντων που θα μπορούσαν να συνεισφέρουν στην διάσωση αλλά και στην εξάρτηση της τουρκικής οικονομίας. Επιπλέον, καλείται πραγματικά να επιλέξει μεταξύ της γεωπολιτικής στροφής της χώρας του – είτε προς την Δύση, Ευρωπαϊκή Ένωση, ΗΠΑ, ΝΑΤΟ (δεν είναι τυχαίος ο διαχωρισμός) ή προς άλλες κατευθύνσεις (Ρωσία, Κίνα, Ιράν κ.ο.κ.). Τρίτο ζητούμενο για τον Ερντογάν είναι η διαχείριση του πολιτικού καθεστώτος ως αυτό ορίστηκε καταληκτικά από τις εκλογές και τα τεράστια εσωτερικά προβλήματα που έχει η χώρα. Σε όλες τις περιπτώσεις, η επόμενη μέρα για την Τουρκία είναι δύσκολη – η επόμενη μέρα για τους υπόλοιπους είναι, κατ’ ελάχιστον, αμφίβολη, με ό,τι και αν αυτό σημαίνει. Το να αναμένουμε κάτι διαφορετικό στο μέχρι στιγμής αφήγημα του Ερντογάν θα αποτελούσε προϊόν μυθοπλασίας.
Δρ. Αντώνης Στ. Στυλιανού Λέκτορας Νομικής στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, LL.B Law (Bristol), Ph.D in Law – International Law and Human Rights (Kent), Διευθυντής Μονάδας Νομικής Κλινικής Πανεπιστημίου Λευκωσίας.