Η επιτάχυνση του φαινομένου της παγκοσμιοποίησης τις τελευταίες δεκαετίες είχε ως αποτέλεσμα τη σταδιακή μετατόπιση της ισχύος στις διεθνείς σχέσεις από τον πολιτικό και στρατιωτικό χώρο, στον οικονομικό. Έτσι, στις μέρες μας, η πραγματική δύναμη μιας χώρας εξαρτάται κυρίως από την ικανότητα της για συμμετοχή και ενσωμάτωση στην παγκόσμια οικονομία. Ως εκ τούτου, η οικονομική διπλωματία, που δεν είναι νέο φαινόμενο, εξελίχθηκε ως ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία της εξωτερικής πολιτικής όλων των χωρών.
Η πανδημία του Covid-19, ο εμπορικός πόλεμος μεταξύ ανεπτυγμένων και αναδυόμενων οικονομιών, η αμφισβήτηση της πολυμέρειας, η ανάγκη για επιτάχυνση της ψηφιοποίησης και η κλιματική αλλαγή, είναι μόνο μερικές από τις προκλήσεις του 21ου αιώνα, οι οποίες καθιστούν επιτακτική την ανάγκη για μια ανανεωμένη και πιο εμπλουτισμένη ατζέντα οικονομικής διπλωματίας. Ως εκ τούτου, η σύγχρονη οικονομική διπλωματία απόκτησε ευρύτερη έννοια από αυτή της εμπορικής διπλωματίας και λειτουργεί πλέον ως στρατηγική για την ενίσχυση της θέσης ενός Κράτους και της «επιρροής» του στη διεθνή σκηνή.
Είναι γεγονός ότι η απήχηση μιας χώρας ως διεθνούς κόμβου, ή ως ελκυστικού προορισμού για επιχειρηματική δραστηριότητα, σχετίζεται και με παράγοντες όπως η διακυβέρνηση, οι θεσμοί της, ο πολιτισμός και οι αξίες της.
Σε πολλές περιπτώσεις, οι αποφάσεις για επενδύσεις δεν βασίζονται αποκλειστικά σε αξιολόγηση του οικονομικού κινδύνου και οφέλους, αλλά επηρεάζονται και από αντιλήψεις και πεποιθήσεις, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό διαμορφώνονται μέσα από τις διεθνείς σχέσεις.
Συνεπώς, είναι σημαντικό να προωθούνται και να προβάλλονται όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά μιας κοινωνίας, που την καθιστούν ως ένα μέρος όπου οι άνθρωποι θέλουν να επισκεφτούν, να επενδύσουν και να εργαστούν. Αυτό μπορεί να περιγραφεί και ως η αξιοποίηση της «ήπιας δύναμης» μιας χώρας, μια επιρροή που δεν είναι εύκολα μετρήσιμη, αλλά μπορεί να κάνει τη διαφορά. Επομένως, ο οικονομικός αντίκτυπος της ήπιας δύναμης μιας χώρας δεν πρέπει να υποτιμάται.
Για την ενίσχυση και πλήρη αξιοποίηση της οικονομικής διπλωματίας, είναι αναγκαία η «επιστράτευση» όλων των Κυβερνητικών φορέων που έχουν αρμοδιότητα στις επιμέρους σχετικές πολιτικές. Εξίσου σημαντική πρέπει να θεωρείται και η συμμετοχή μη-Κυβερνητικών φορέων, όπως οι επιχειρήσεις και τα οργανωμένα σύνολα τους, πανεπιστήμια και ερευνητές, φορείς πολιτισμού, αλλά και η Διασπορά. Η άποψη αυτή υποστηρίζεται από τους σύγχρονους αναλυτές διεθνών σχέσεων, οι οποίοι επισημαίνουν ότι τα Υπουργεία Εξωτερικών θα πρέπει να προσαρμόσουν τη θεσμική τους ικανότητα για να μπορούν να αλληλεπιδρούν με όλους τους προαναφερθέντες φορείς, έτσι ώστε να είναι σε θέση να διαχειρίζονται πιο αποτελεσματικά τις πολύπλοκες πτυχές της οικονομικής και πολιτικής πραγματικότητας της εποχής μας.
Στις αρχές Οκτωβρίου, το Υπουργείο Εξωτερικών της Κύπρου υιοθέτησε μια στρατηγική προσέγγιση για την Οικονομική Διπλωματία, η οποία, ανάμεσα σε άλλα, προνοεί τη δημιουργία ενός μηχανισμού συνεργασίας με άλλα αρμόδια Υπουργεία σε πολιτικό και τεχνοκρατικό επίπεδο. Το Υπουργείο έχει επίσης μεριμνήσει για την εκπαίδευση του διπλωματικού προσωπικού σε θέματα οικονομικής διπλωματίας, ενώ προχώρησε και στη δημιουργία ξεχωριστής Διεύθυνσης και Τμήματος Οικονομικής Διπλωματίας.
Η Στρατηγική Οικονομικής Διπλωματίας καθορίστηκε στη βάση συστάσεων ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων και θέτει συγκεκριμένους στόχους που σχετίζονται με την αύξηση των εξαγωγών, την αύξηση των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων που έχουν τη δυνατότητα να μετακυλήσουν καινοτομία στην οικονομία και την προώθηση μιας συνεκτικής και ολοκληρωμένης εικόνας (“brand”) για την Κύπρο στο εξωτερικό. Προς αυτή την κατεύθυνση δραστηριοποιείται το Υπουργείο Εξωτερικών, σε συγκεκριμένες χώρες-στόχους και σε συγκεκριμένους τομείς που καθορίζονται από την οικονομική πολιτική της Κυβέρνησης.
Συνεπώς, μέσα από μια ολοκληρωμένη προσέγγιση οικονομικής διπλωματίας, η οποία βασίζεται σε διεθνείς βέλτιστες πρακτικές και αξιοποιώντας όλες τις πιθανές συνέργειες με εμπλεκόμενους φορείς, το Υπουργείο επιδιώκει να συμβάλει στις προσπάθειες για ανάδειξη της Κύπρου ως επιχειρηματικού και εμπορικού κέντρου, ενισχύοντας τη θέση της στο διαρκώς μεταβαλλόμενο και γεμάτο προκλήσεις διεθνές περιβάλλον.
Η Ειρήνη Γεωργαλλά είναι Επικεφαλής του Τμήματος Οικονομικής Διπλωματίας στο Υπουργείο Εξωτερικών της Κύπρου