Το διαδίκτυο και οι σχετικές ηλεκτρονικές πλατφόρμες παρέχουν -αδιαμφισβήτητα- πεδίο στην ελευθερία της αμφιβολίας και της αμφισβήτησης, στην ελευθερία του αντιλόγου και της αναζήτησης. Έτσι, θεωρητικά, συγκροτείται ένα ευρύτατο διαδικτυακό πλαίσιο πολυφωνίας, πληροφοριών, ερμηνειών και γνωμών για κάθε ζήτημα. Στην πράξη, όμως, η «διαχείριση» αυτής της ελευθερίας εξελίσσεται σε ένα ακανθώδες πρόβλημα της σύγχρονης ψηφιακής εποχής. Κυρίως, όταν συχνά πλέον διαπιστώνεται η σκόπιμη παραποίηση της πραγματικότητας ή η κατολίσθηση σε ανιστόρητες ακόμη και σε αυθαίρετες ή επιστημονικά διάτρητες «διαπιστώσεις» που προκαλούν σύγχυση με επώδυνα αποτελέσματα.
Οι ψευδείς ειδήσεις («fake news») και η παραπληροφόρηση («disinformation») δεν αποτελούν βεβαίως νέα φαινόμενα. Ούτε είναι πρωτόγνωρες οι σκοπιμότητες που αυτά εξυπηρετούν ή οι συνέπειες που επάγονται στη λειτουργία θεσμών καθώς και στην προστασία τόσο δημοσίων όσο και ατομικών εννόμων αγαθών. Είναι ιστορικά γνωστό λ.χ. το καλούμενο τηλεγράφημα Ems, το οποίο διοχέτευσε στον τύπο -στις 13 Ιουνίου του 1870- ο Otto von Bismark, παραποιημένο κατά περιεχόμενο, με αποτέλεσμα Πρωσία και Γαλλία να οδηγηθούν σε πόλεμο.
Είναι όμως προφανές ότι στο «μαγικό κόσμο» των ιστοσελίδων και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, τα εν λόγω φαινόμενα αναδεικνύουν πλέον νέα προβλήματα. Τούτα συνδέονται με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του «μέσου» επικοινωνίας. Δηλαδή, τη δυναμική της ηλεκτρονικής αλληλόδρασης και διάδοσης «ειδήσεων» ή «πληροφοριών», συχνότατα απροσδιόριστης πηγής και την πολλαπλασιαστική τους ικανότητα, χωρίς «φίλτρα» και διαδικασία ελέγχου της εγκυρότητάς τους. Η «ανέξοδη» ευκολία της διαμοίρασης ευφάνταστων σεναρίων, πέρα από κανόνες, μοιάζει να μην έχει όρια. Άλλωστε, η φαντασία χρησιμεύει για να ταξιδεύεις και δεν κοστίζει τίποτα στον «σεναριογράφο».
Σήμερα, γίνεται λόγος για «infodemic»: καταιγιστική ροή πληροφοριών για ένα ζήτημα, η οποία είναι τόσο ευρεία και ανέλεγκτη που καθιστά την αποκατάσταση της πραγματικότητας εξαιρετικά δύσκολη, αν όχι αδύνατη. Μάλιστα, το ζήτημα της πανδημίας του COVID 19 αποτέλεσε -και αποτελεί ένα- από τα θέματα αιχμής που η «παραπληροφόρηση» και η διατύπωση απλουστευτικών και ισοπεδωτικών «απόψεων» έλαβε διαστάσεις infodemic. Για κρίσιμα ερωτήματα και μάλιστα αυστηρά επιστημονικά, όπως εν προκειμένω, οι πολίτες γίνονται δέκτες και συνάμα πολλαπλασιαστές ψευδο-«ειδήσεων» και μη επεξεργασμένων «πληροφοριών», με ακατάπαυστη ροή. Συγχρόνως, αντιεπιστημονικές απόψεις διαχέονται ανεύθυνα και βρίσκουν αντίκρυσμα στους ασυνείδητους μηχανισμούς άμυνας των πολιτών. Ψευτολαϊκότροπα αναγνώσματα διαμοιράζονται σε δευτερόλεπτα. Λ.χ. είναι ευπρόσδεκτη η «πληροφορία» ότι δεν υφίσταται κίνδυνος από τον ιό, είτε γιατί αυτός δεν υπάρχει είτε γιατί δεν προκαλεί θάνατο σε όσους τυχόν νοσήσουν. Όμως, σε εξειδικευμένα θέματα υγείας, μπορεί κάποιος εν ονόματι της ελευθερίας έκφρασης γνώμης να διαδίδει, χωρίς όρια και κανόνες, οποιαδήποτε μεταφυσική του αμφιβολία που δεν βασίζεται σε αξιόπιστη τεκμηρίωση; Είναι ευνόητο ότι στην παρατηρούμενη διαδικτυακή διαμοίραση και διεπικοινωνία δεν μπορεί την επιστημονική γνώση να την υποκαταστήσει η στείρα συνθηματολογία. Δεν μπορεί τον επιστημονικό λόγο να αντικαταστήσει η επινόηση και το σενάριο, με συχνά ολέθρια αποτελέσματα. Ο «διάλογος» προϋποθέτει, άλλωστε, αμοιβαία αποδεκτούς κανόνες. Κανόνες επιστημονικούς.
Ασφαλώς δεν είναι τυχαίο ότι οι δράσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αντιμετώπιση του εν γένει φαινομένου της διαδικτυακής παραπληροφόρησης εντάθηκαν μετά τα προβλήματα, τα οποία παρατηρήθηκαν στο ζήτημα της πανδημίας, συνεπεία των σοβαρών επιπτώσεων που αυτά συνεχίζουν να έχουν στη δημόσια υγεία. Η πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη δημιουργία ενός Κώδικα Δεοντολογίας, ώστε το διαδικτυακό οικοσύστημα να λάβει χαρακτηριστικά διαφάνειας και αξιοπιστίας καθώς και η σύσταση του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου Ψηφιακών Μέσων κινούνται στην σωστή κατεύθυνση.
Εν τούτοις, σε επίπεδο ευρωπαϊκής, αλλά και εθνικής νομοθετικής πολιτικής, τα ζητήματα, που παραμένουν ανοιχτά, είναι πολλαπλά και σοβαρά. Αναζητούνται πλέον επαρκή μέσα ελέγχου και προστασίας για την αντιμετώπιση των φαινομένων διάδοσης και διαμοίρασης ψευδών ειδήσεων, πληροφοριών και περιστατικών μέσω του διαδικτύου. Το ισχύον θεσμικό-κανονιστικό πλαίσιο δοκιμάζεται και δοκιμάζει την αναγκαία ισορροπία μεταξύ αφενός της ελευθερίας της ενημέρωσης και αφετέρου της προστασίας δημοσίων και ατομικών εννόμων αγαθών.
Ειδικότερα, σε επίπεδο ποινικής νομοθέτησης, ανακύπτει το ερώτημα: Ο ελλΠΚ παρέχει το αναγκαίο οπλοστάσιο, προκειμένου να αντιμετωπίσει το εύρος προσβολής των οικείων αγαθών; Η απάντηση είναι προφανώς αρνητική. Λ.χ. το ποινικό αδίκημα της «διασποράς ψευδών ειδήσεων», κατ΄ άρθρο 191 ΠΚ, δεν φαίνεται να καλύπτει συμπεριφορές διαδικτυακής παραπληροφόρησης, οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα την πρόκληση «φόβου» -κατά το γράμμα της διάταξης- ή (επίσης και) εφησυχασμού, με κίνδυνο προσβολής (και) της δημόσιας υγείας. Γι’ αυτό, ο νομοθέτης καλείται με τη δέουσα ευρηματικότητα να αναθεωρήσει τις σχετικές ποινικές διατάξεις και να επαναοριοθετήσει τις ποινικά αξιόλογες συμπεριφορές, λαμβάνοντας υπόψη τον σύγχρονο ψηφιακό κόσμο.
Ο Βασίλειος Αλεξανδρής είναι Διδάκτωρ Νομικής, Δικηγόρος και τέως πρόεδρος του ΔΣΑ