Το μακρινό 1977 ο Κ.Καραμανλής οδήγησε τη χώρα σε πρόωρες εκλογές την 20η Νοεμβρίου , αν και διέθετε την μοναδική και ακατάρριπτη μέχρι σήμερα πλειοψηφία των 220 εδρών στη Βουλή και ποσοστό 54% στο εκλογικό σώμα, από τις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974.
Παρά την παντοδυναμία του έβλεπε σωστά, ότι κινδύνευε: α) από τη φιλοβασιλική ακροδεξιά, η οποία εξ αιτίας του δημοψηφίσματος για το πολιτειακό, αισθανόταν προδομένη από τον ιστορικό ηγέτη της Δεξιάς και ζητούσε πολιτική ανταπόδοση στο καίριο κτύπημα που είχε δεχτεί και β) από το καλπάζον ΠΑΣΟΚ του Α.Παπανδρέου, το οποίο αν και είχε πετύχει το 1974 το ισχνό ποσοστό 13%, φαινόταν ότι θα υπερφαλάγγιζε το κόμμα της Ένωσης Κέντρου του Γ. Μαύρου, το οποίο στις εκλογές του 1974 είχε αναδειχθεί σε αξιωματική αντιπολίτευση.
Ήταν φανερό, ότι ο Κ.Καραμανλής δεν φοβόταν τον ευπατρίδη πολιτικό Γ.Μαύρο. Τον απασχολούσε η ραγδαία άνοδος του Ανδρέα και εξ αυτής η πορεία ένταξης της χώρας στην ΕΟΚ.
Σ’ εκείνες τις εκλογές λοιπόν, όλοι γνωρίζαμε (χωρίς να δημοσιοποιούνται δημοσκοπήσεις) το πρώτο κόμμα: αυτό θα ήταν η ΝΔ με μειωμένα ποσοστά. Περιμέναμε όμως να δούμε το βαθμό των ανακατατάξεων ή των πιθανών ανατροπών στην κεντροαριστερά και στην ευρύτερη προοδευτική παράταξη.
Τ’ αποτελέσματα επιβεβαίωσαν την «περιρρέουσα ατμόσφαιρα»: Ο Κ.Καραμανλής επανεξελέγη με μειωμένο ποσοστό 42%, κυρίως εξ αιτίας της εισόδου στη Βουλή της ακροδεξιάς με 7% και στην κεντροαριστερά είχαμε την απόλυτη ανατροπή, με κυριαρχία έκτοτε του Ανδρέα Παπανδρέου και την κάθετη πτώση των ποσοστών του Κέντρου, το οποίο από εκείνου του χρονικού σημείου οδηγήθηκε στην πολιτική εξαφάνιση.
Κατά ένα περίεργο τρόπο μου φαίνεται, ότι το μακρινό 1977 μας ξαναχτυπά την πόρτα και αυτό για τους εξής λόγους:
Α)Η κινητοποίηση 270.000 μελών και φίλων του ΚΙΝΑΛ την περασμένη Κυριακή σηματοδοτεί την έναρξη ενός εντόνου εσωτερικού ανταγωνισμού ενός της προοδευτικής παράταξης. Η παρατεταμένη αναξιοπιστία του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία έχει πλέον παγιωθεί και έχει καταστεί μη αναστρέψιμη, έστρεψε χιλιάδες προοδευτικούς πολίτες στην κάλπη εκλογής προέδρου του ΚΙΝΑΛ και στην υπερψήφιση του Ν.Ανδρουλάκη.
Β )Βρισκόμαστε μπροστά σε σοβαρή πιθανότητα αναδιάταξης των υφιστάμενων συσχετισμών στην κεντροαριστερά, αφού όλοι γνωρίζουμε, ότι στην ψηφοφορία της Κυριακής μετείχαν ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ οι οποίοι προέρχονταν από το ΠΑΣΟΚ. Ιδίως στις μικρές κοινωνίες το φαινόμενο ήταν ορατό «δια γυμνού οφθαλμού». Προϋπόθεση για την αλλαγή συσχετισμών είναι η νέα ηγεσία του ΚΙΝΑΛ να παρουσιάσει ένα σοβαρό προοδευτικό κυβερνητικό σχέδιο, στο οποίο θα ενταχθούν οι αναγκαίες και αυτονόητες ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις, που έχει ανάγκη ο τόπος και οι οποίες περιμένουν πολλά χρόνια για να υλοποιηθούν. Αναγκαίες και αυτονόητες, αλλά μεταρρυθμίσεις που θ’ απαιτήσουν συγκρούσεις με οικονομικά συμφέροντα, συντεχνίες και παγιωμένες νοοτροπίες δεκαετιών.
Γ) Οι πολίτες που οι μέχρι πρότινος δημοσκοπήσεις κατέγραφαν στη γκρίζα ζώνη των αναποφάσιστων ψηφοφόρων, την Κυριακή της 5ης Δεκεμβρίου είπαν στην ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ ότι η δοκιμή έλαβε τέλος. Το πρόβλημα είναι ότι τα «παιδιά» δεν είχαν πάρει στα σοβαρά τη ρήση του Αλέκου Αλαβάνου το βράδυ των εκλογών της 16ης Σεπτεμβρίου 2007, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ είχε πετύχει το πρώτο ενθαρρυντικό αποτέλεσμα: «ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κόμμα υπό συνεχή δοκιμή». Τότε ο Α.Αλαβάνος είχε πολύ καλά καταλάβει τι συντελείτο στην κοινωνία και τι επρόκειτο να αποτυπωθεί στο εκλογικό σώμα, μετά τα έκανε μούσκεμα.
Δ) Ο Κ.Μητσοτάκης πλέον δεν θα έχει ν’ αντιμετωπίσει τους μεγάλους χορηγούς του ΣΥΡΙΖΑ, με τους οποίους απέναντί του είχε εξασφαλισμένη παντοκρατορία, παρά τα όσα αρνητικά συσσωρεύονται από τον Ιούλιο 2019. Πλέον θα πρέπει ν’ ανησυχεί σοβαρά γιατί όπως το 1977 κάτι νέο αρχίζει να δείχνει στοιχεία δυναμικής παρουσίας, με απρόβλεπτη κατάληξη ακόμη και για την κυβέρνηση της δεξιάς, γιατί στο ποσοστό του κόμματός του τον Ιούλιο 2019 αθροίστηκαν παλαιοί ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ, οι πλέον εχθρικοί έναντι του ΣΥΡΙΖΑ και οι οποίοι φαίνεται ότι κι αυτοί «επιστρέφουν».
Ε) Υπάρχει και ένας επιπλέον λόγος που η ΝΔ δεν πρέπει να αισθάνεται ασφαλής αυτή την περίοδο: η ύπαρξη μιας νέας ακροδεξιάς, συγκροτούμενης μέσα στο αντιδραστικό κίνημα των αντιεμβολιαστών, η οποία διεκδικεί πολιτικό χώρο και πολιτική εκπροσώπηση. Στη θέση των βασιλοφρόνων του 1977, έχουμε τους ψεκασμένους του 2021. Τούτων δοθέντων μου φαίνεται ότι το ενδεχόμενο των προώρων εκλογών, καθίσταται το πλέον πιθανότερο εντός του 2022, είτε στο τέλος της άνοιξης είτε στις αρχές του φθινοπώρου.
Όσες ιστορικές ταυτίσεις και αν υπάρχουν με όσα έγιναν το 1977 και δεν είναι λίγες, άλλο τόσο δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι η ΕΔΗΚ του 1977 και το σημερινό ΚΙΝΑΛ δεν είναι το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα. Άλλωστε η ιστορική εξέλιξη θα συνεχίσει να είναι μία ατελείωτη σπείρα που πάντα θα κινείται προς τα πάνω και η οποία θα μας θυμίζει καταστάσεις του παρελθόντος, αλλά που ποτέ δεν θα είναι ίδιες με τις παρούσες. Όμως όπως στο 1977 όλοι γνωρίζαμε, ότι δυνατότητες ανακατατάξεων βρισκόντουσαν αποκλειστικά στο χώρο του ΠΑΣΟΚ, άλλο τόσο σήμερα περιμένουμε να δούμε από τον Νίκο Ανδρουλάκη αν ο ίδιος αξιοποιήσει τις δυνατότητες που «πλουσιοπάροχα» του παρέχονται.
Ο Σταύρος Κοντονής είναι δικηγόρος και πρώην υπουργός