Κυβέρνηση χωρίς πυξίδα
Ο Δημήτρης Βίτσας στο Propago: Είμαστε σήμερα αντιμέτωποι με μια κυβέρνηση που άγεται και φέρεται από τα γεγονότα

Έναν χρόνο μετά την επιβολή του πρώτου lockdown, αν κάτι έχει γίνει πλέον ξεκάθαρο είναι ότι η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν είχε και εξακολουθεί να μην έχει κανένα σχέδιο για τη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης λόγω της πανδημίας, έχει όμως ένα πολύ συγκεκριμένο σχέδιο για το πώς θέλει να κάνει αυτήν την κρίση ευκαιρία, για να προωθήσει με βίαιο τρόπο την αυταρχική και νεοφιλελεύθερη ατζέντα της.
Πέρυσι τον Μάρτιο, η ελληνική κοινωνία κλείστηκε στο σπίτι, επιδεικνύοντας μεγάλη ατομική, αλλά κυρίως κοινωνική ευθύνη, για να δώσει στην κυβέρνηση της χώρας πολύτιμο χρόνο. Χρόνο, ώστε να προετοιμαστεί για τα επόμενα κύματα της πανδημίας που όλοι οι επιστήμονες προειδοποιούσαν ότι ήταν ήδη καθοδόν. Το πώς αξιοποίησε αυτόν τον χρόνο η κυβέρνηση είναι πια καταγεγραμμένο στην Ιστορία: μια χοντροκομμένη επικοινωνιακή εκστρατεία που τροφοδοτήθηκε γενναιόδωρα μέσω της διαβόητης λίστας Πέτσα, στόχος της οποίας ήταν να περάσει στην κοινή γνώμη η επίπλαστη εικόνα μιας κυβέρνησης υπό την φωτεινή ηγεσία ενός νέου Μωυσή -κατ’ άλλους Τσώρτσιλ, Κέννεντυ, Έλβις ή … Ιησού- που είχε καταφέρει να κατανικήσει τον ίδιο τον κορωνοϊό και ήταν, πλέον, πανέτοιμη να υποδεχθεί τους τουρίστες ως Covid-safe προορισμός. Μια μαγική εικόνα με αποκλειστική στόχευση να εξυπηρετήσει την αφήγηση της κυβέρνησης, ενδεχομένως και κάποιους σχεδιασμούς του πρωθυπουργικού επιτελείου για εκλογές-αστραπή τον Σεπτέμβριο του 2020. Το πόσο τραγικά εκτός πραγματικότητας ήταν, δεν άργησε να φανεί. Τις συνέπειες, τις υφίσταται η κοινωνία μέχρι και σήμερα -και δυστυχώς θα συνεχίσει να τις υφίσταται, όσο δεν αλλάζει τακτική η κυβέρνηση.
Δεν χρειάζεται να επαναλάβει κανείς τους μακάβριους καταλόγους των κρουσμάτων, των νεκρών και των διασωληνομένων συμπολιτών μας. Πρέπει, όμως, να υπογραμμιστεί ότι η σημερινή κατάσταση, μετά από μισό έτος «έξυπνων μέτρων ακορντεόν» που έχουν οδηγήσει τον πληθυσμό στην απόγνωση και την οργή, μπορούσε να ήταν διαφορετική. Μπορούσε η κυβέρνηση να επενδύσει στην ουσιαστική ενίσχυση του ΕΣΥ, προσλαμβάνοντας έγκαιρα μόνιμο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό. Μπορούσε να αυξήσει τον στόλο των ΜΜΜ, ώστε να αποφύγει τις εικόνες συνωστισμού χιλιάδων ανθρώπων καθημερινά. Μπορούσε να είχε προβλέψει τη συνταγοράφηση των τεστ για το σύνολο του πληθυσμού και να εκτελέσει ένα σχέδιο μαζικών τεστ και ιχνηλάτησης που έφεραν αποτέλεσμα σε άλλες χώρες, ιδίως της Ασίας. Μπορούσε να δώσει έμφαση στους χώρους δουλειάς και στο ασφαλές άνοιγμα των σχολείων ή να επιτάξει ιδιωτικές κλινικές, αντί να τρέχει την τελευταία κυριολεκτικά στιγμή να επιστρατεύει γιατρούς. Το ότι δεν έκανε τίποτε από αυτά δεν είναι απλά δείγμα ανικανότητας: μάλλον οφείλεται στο ότι κανένα από αυτά τα μέτρα που όλοι, πλέον, παραδέχονται ότι ήταν τα σωστά, δεν είναι συμβατό με το πραγματικό της πολιτικό σχέδιο.
Κι έτσι, είμαστε σήμερα αντιμέτωποι με μια κυβέρνηση που άγεται και φέρεται από τα γεγονότα, βολοδέρνοντας στα αλλεπάλληλα κύματα της πανδημίας χωρίς πυξίδα. Πότε ανακοινώνει άνοιγμα δραστηριοτήτων για να ακολουθήσει lockdown μέσα στο lockdown, πότε θριαμβολογεί για τους εμβολιασμούς, τη στιγμή που η πρόοδος -πανευρωπαϊκά- είναι απελπιστικά αργή, πότε ανακοινώνει άνοιγμα του τουρισμού (κάτι που πλέον έχει αναχθεί στο ορόσημο για την «απελευθέρωση» του πληθυσμού από τα περιοριστικά μέτρα), ενώ τα νέα από τις μεγάλες χώρες προέλευσης τουριστών δεν είναι διόλου ενθαρρυντικά. Και ο κόσμος απλά περιμένει στωικά το ανακοινωθέν κάθε Παρασκευής, για να έχει μια εικόνα του τι επιτρέπεται και τι όχι για την ερχόμενη εβδομάδα, χωρίς στην πραγματικότητα να περιμένει κάτι.
Την ίδια μαγική εικόνα βλέπουμε να ξεδιπλώνεται και στο πεδίο της οικονομίας. Επαναφέροντας τη «λαμπρή» τακτική των Greek statistics, η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη θέλει να πείσει την κοινωνία και την αγορά ότι δεν τα έχει καταφέρει περίφημα μόνο στο υγειονομικό πεδίο, αλλά και στο οικονομικό. Μια κυβέρνηση που πέρυσι προέβλεπε μια οριακή ύφεση, την οποία υποτίθεται θα ακολουθούσε μια αναπτυξιακή εκτόξευση, πανηγυρίζει για το ότι τελικά η ύφεση δεν θα είναι διψήφια -πράγμα που σε κάθε περίπτωση αμφισβητείται έντονα. Αλλά το μείζον δεν είναι το ακριβές στατιστικό ψηφίο της ύφεσης, αλλά η αληθινή ισοπέδωση της ελληνικής οικονομίας που ήδη βιώνουν χιλιάδες επιχειρήσεις και εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι και που θα γίνει ακόμα εντονότερα αισθητή με το που θα ανοίξει η οικονομία. Οπωσδήποτε, κάτι παραπάνω γνωρίζουν για την πραγματική κατάσταση της οικονομίας και της αγοράς οι άνθρωποι που εργάζονται και δραστηριοποιούνται σε αυτήν από τους μαθητευόμενου μάγους του κ. Υπουργού Οικονομικών.
Είναι, όμως, άδικο να κατηγορεί κανείς την κυβέρνηση ότι πλοηγεί χωρίς πυξίδα. Αντιθέτως, συνεχίζει να πορεύεται σταθερά και απαρέγκλιτα στο μοναδικό πράγμα που ενδιαφέρει την ίδια και τους οικονομικούς παράγοντες που τη στήριξαν για να έρθει στην εξουσία: στην εκτέλεση του δήθεν «μεταρρυθμιστικού» της σχεδίου, ώστε να εξαλειφθούν και τα τελευταία απομεινάρια κοινωνικού κράτους και εργασιακών δικαιωμάτων -ιδίως μετά την δυσάρεστη για αυτούς τετραετή «παρένθεση» της αριστερής διακυβέρνησης που είχε προσπαθήσει και, σε μεγάλο βαθμό καταφέρει, να τα κρατήσει όρθια εν μέσω μνημονίου. Τελευταίο παράδειγμα: το εργασιακό νομοσχέδιο που προβλέπεται να κατατεθεί στη Βουλή μέσα στις επόμενες μέρες, με το οποίο στην ουσία καταργείται η υπερωριακή εργασία, αφού οι εργαζόμενοι θα μπορούν να απασχολούνται έως και 10 ώρες ημερησίως χωρίς πρόσθετη αμοιβή, αυξάνονται τα πλαφόν των νόμιμων υπερωριών σε όλο το φάσμα της οικονομίας και μπαίνουν νέα εμπόδια στις συλλογικές διαπραγματεύσεις και ιδίως στο δικαίωμα της απεργίας, Σε ένα περιβάλλον χωρίς ουσιαστικό έλεγχο τήρησης της εργατικής νομοθεσίας, όπως το έχει ήδη διαμορφώσει η παρούσα κυβέρνηση, αντιλαμβάνεται κανείς τι σημαίνουν αυτά για τα δικαιώματα και την ποιότητα ζωής των εργαζομένων.
Ο εργαζόμενος, ιδίως ο νέος εργαζόμενος που τώρα προσπαθεί να κάνει μια αρχή στη σταδιοδρομία του, έχει εμπεδώσει ότι θα κινείται σε ένα πεδίο εντελώς άναρχο και αρρύθμιστο, χωρίς καμία πραγματική προστασία από την όποια εργοδοτική αυθαιρεσία, χωρίς δικαιώματα, χωρίς έλεγχο, χωρίς τη δυνατότητα προσωπικής και, το σημαντικότερο, συλλογικής διεκδίκησης καλύτερων συνθηκών εργασίας, χωρίς προοπτικές εργασιακής εξέλιξης και όλα αυτά με πενιχρές απολαβές και με το μακρινό, απατηλό όνειρο μιας σύνταξης που, εάν και όταν έλθει, θα είναι κάτι ελάχιστα παραπάνω από ένα φιλοδώρημα. Αυτή είναι η κληρονομιά που θα αφήσει αυτή η κυβέρνηση στην ελληνική κοινωνία και ιδίως στη νεολαία της χώρας, όταν επιτέλους αποχωρήσει. Αυτή που θα τη διαδεχθεί, μια κυβέρνηση του δημοκρατικού και προοδευτικού μετώπου με πυρήνα την Αριστερά και τον ΣΥΡΙΖΑ, θα έχει πολλή και σκληρή δουλειά μπροστά της για να την αναιρέσει.

Ο Δημήτρης Βίτσας είναι βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ και πρώην υπουργός

To Newsletter του Propago

Λάβετε την ανάλυση της ημέρας στο email σας