Έρευνα από τους Δρ. Βασιλική Καπάκη, Σύμβουλο Πολιτικής και Οικονομικών της Υγείας και Δρ. Νίκο Κοτσόπουλο, Σύμβουλο Οικονομικών της Υγείας
Σύμφωνα με τα πρώτα αποτελέσματα μιας συγχρονικής έρευνας που πραγματοποίησαν οι ανεξάρτητοι ερευνητές Δρ. Βασιλική Καπάκη και Δρ. Νίκος Κοτσόπουλος, η πλειοψηφία των πολιτών επιδιώκει ένα ομοιόμορφο μαύρισμα είτε με φυσικό τρόπο είτε χρησιμοποιώντας συσκευές τεχνητού μαυρίσματος (solarium) παρόλο που αναγνωρίζει τις βλαβερές συνέπειες της έκθεσης – χωρίς προφύλαξη – σε υπεριώδη ηλιακή ακτινοβολία (UV) για την υγεία και το δέρμα.
Η συλλογή των δεδομένων πραγματοποιήθηκε μέσω του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και των κοινωνικών δικτύων, σε δείγμα 852 ενήλικων πολιτών που διαμένουν μόνιμα στην Ελλάδα, με ευρεία γεωγραφική κάλυψη, κατά την περίοδο Μάρτιος – Ιούλιος 2022. Μεθοδολογικά, η συλλογή των δεδομένων πραγματοποιήθηκε με κοινοποίηση και αποστολή ηλεκτρονικού δομημένου και σταθμισμένου, στον ελληνικό πληθυσμό, ερωτηματολογίου (δειγματοληψία χιονοστιβάδας). Οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να απαντήσουν σε κλειστές ερωτήσεις και δεν είχαν εκ των προτέρων πληροφορίες σχετικά με το περιεχόμενο του ερωτηματολογίου, το οποίο απαντήθηκε ανώνυμα.
Πιο αναλυτικά, παρόλο που η πλειοψηφία των πολιτών (85%) αναγνωρίζει ότι η έκθεση σε υπεριώδη ηλιακή ακτινοβολία (UV) συμβάλλει στην πρόωρη γήρανση του δέρματος και την εμφάνιση Καρκίνου του Δέρματος:
- 7 στους 10 πολίτες συμφώνησαν ότι ένα ομοιόμορφο μαύρισμα είναι προτιμητέο γιατί τους κάνει να φαίνονται πιο ελκυστικοί και υγιείς.
- 1 στους 2 πολίτες ανέφερε ότι κάνει ηλιοθεραπεία κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.
- 3 στους 10 πολίτες δήλωσαν ότι κάνουν χρήση συσκευών τεχνητού μαυρίσματος (solarium) παρόλο που η πλειοψηφία των πολιτών (85%) συμφώνησε ότι δεν είναι ένας ασφαλής τρόπος για την παραγωγή τεχνητού μαυρίσματος.
- 8 στους 10 πολίτες ανέφεραν ότι πραγματοποιούν επίσκεψη σε ειδικό (πχ δερματολόγο) για τη θεραπεία του ηλιακού εγκαύματος.
Μόλις το 14% των πολιτών, αναγνωρίζει ότι η έκθεση σε υπεριώδη ηλιακή ακτινοβολία (UV) συμβάλλει στη βελτίωση της υγείας. Επιπλέον, σχεδόν το 80% των πολιτών δήλωσε ότι εκτίθεται καθημερινά στον ήλιο για περισσότερο από 1 ώρα ενώ κάνει άλλες δραστηριότητες εκτός από ηλιοθεραπεία.
Σχεδόν όλοι οι πολίτες (98%), ανέφεραν ότι χρησιμοποιούν μέσα αντηλιακής προστασίας (ρούχα, καπέλα, γυαλιά ηλίου) και αντηλιακό σε όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων τους (κατά την εργασία, ελεύθερο χρόνο, ηλιοθεραπεία και παραμονή στο νερό). Επιπλέον, 9 στους 10 πολίτες γνωρίζουν την ορθή χρήση του αντηλιακού, δηλαδή την εφαρμογή αντηλιακού 15-30 λεπτά πριν την έκθεση σε υπεριώδη ηλιακή ακτινοβολία (UV) και την ωριαία επαναληπτική χρήση του αντηλιακού ενώ βρίσκονται σε εξωτερικό χώρο.
Όσον αφορά το Κακοήθες Μελάνωμα (ΚΜ) και τους παράγοντες κινδύνου της νόσου, 8 στους 10 πολίτες αναγνωρίζουν ότι το Κακοήθες Μελάνωμα (ΚΜ) είναι ο πιο επικίνδυνος τύπος Καρκίνου του Δέρματος και μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε θάνατο. Το ίδιο ποσοστό πολιτών δήλωσε ότι γνωρίζει, ότι τα σοβαρά ηλιακά εγκαύματα κατά την παιδική ηλικία και το οικογενειακό ιστορικό Κακοήθους Μελανώματος (ΚΜ) αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης Κακοήθους Μελανώματος (ΚΜ) κατά την ενήλικη ζωή.
Επιπλέον, 1 στους 2 πολίτες είναι ενημερωμένος ότι ο αριθμός των σπίλων που έχει ένα άτομο αποτελεί παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση Κακοήθους Μελανώματος (ΚΜ). Σχεδόν όλοι οι πολίτες (97%), συμφώνησαν ότι ο προληπτικός έλεγχος από ειδικό (πχ δερματολόγο) είναι εξαιρετικά σημαντικός για την έγκαιρη διάγνωση του Κακοήθους Μελανώματος (ΚΜ). Παρ’ αυτά, το 60% των πολιτών δήλωσε ότι δεν έχει επισκεφθεί ποτέ έναν ειδικό (πχ δερματολόγο) για έλεγχο σπίλων και ασυνήθιστων αλλαγών στο δέρμα.
Εν κατακλείδι, το Κακοήθες Μελάνωμα (ΚΜ) αποτελεί μία σοβαρή μορφή καρκίνου με πολύ σοβαρές έως θανατηφόρες συνέπειες για την υγεία εάν δεν διαγνωστεί και θεραπευτεί εγκαίρως. Τα πρώτα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας τεκμηριώνουν την αναγκαιότητα της ενημέρωσης και της ευαισθητοποίησης των πολιτών σχετικά με τους κινδύνους της έκθεσης σε υπεριώδη ηλιακή ακτινοβολία (UV) και την Πρόληψη του Κακοήθους Μελανώματος (ΚΜ). Η Πρόληψη αποτελεί τη βέλτιστη μέθοδο για τον περιορισμό των κλινικών και οικονομικών επιπτώσεων του Κακοήθους Μελανώματος (ΚΜ) τόσο για τον πληθυσμό όσο και για το Σύστημα Υγείας εν γένει και θα πρέπει να βρίσκεται στο επίκεντρο της άσκησης τεκμηριωμένης Πολιτικής Υγείας.