Λευκά Κολάρα στάζουν αίμα Το θεμα της ημέρας

«Τον δολοφόνο και τον ληστή μπορεί κανείς στα σίγουρα να αναγνωρίσει από το μαχαίρι που κρατούν ανάμεσα στα δόντια» φαντάζεται ένα μικρό παιδί, ο Etienne De Greeff, που έμελλε να γίνει ένας από τους πιο σημαντικούς εγκληματολόγους του αιώνα που πέρασε. Όμως, αυτή η παιδική εικόνα του νου, την ίδια ημέρα της σύλληψης της απομυθοποιήθηκε από την σκληρή πραγματικότητα, καθώς αποκαλύφθηκε ότι «εκείνη την ημέρα είχε συναντήσει έναν πραγματικό δολοφόνο που τίποτα στο παρουσιαστικό του, δεν τον έκανε να διαφέρει από τους άλλους ανθρώπους[1].» Δεν υπάρχει στερεοτυπική μορφή εγκληματία ώστε να μπορούμε να τον εντοπίσουμε από μακριά και να αποτρέψουμε να έρθει κοντά μας, να μας βλάψει. Δεν αποτελεί πραγματικότητα ο αταβιστικός εγκληματίας, ο «Εγκληματίας Άνθρωπος», όπου ξεχωρίζει σωματικά από το φρόνιμο-«φυσιολογικό» άνθρωπο. 

Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα, σε κάποιου είδους εγκλήματα, ο εγκληματίας συγκεντρώνει στο πρόσωπό του, διακριτικά γνωρίσματα ανθρώπου υπεράνω πάσης υποψίας, καθώς είναι η προσωποποίηση του αξιοσέβαστου ανθρώπου. Ανθρώπου που κατέχει υψηλή θέση, με μεγάλο κοινωνικό κύρος και μεγάλη επιρροή. Ανθρώπου που αξιοποιώντας ή καλύτερα, εκμεταλλευόμενος αυτές του τις ιδιότητες, διαπράττει εγκλήματα στο πλαίσιο της άσκησης του επαγγέλματός του, συναφή με την επιχειρησιακή του δραστηριότητα, σχετιζόμενα με την επαγγελματική του ταυτότητα. Ανθρώπου που εξαιτίας αυτών των χαρακτηριστικών του, ούτε εύκολα αποκαλύπτεται ότι εγκληματεί και ακόμη πιο δύσκολα στιγματίζεται ως εγκληματίας. Αντίθετα μάλιστα, διατηρεί όλα τα προνόμια που απολαμβάνει και με την πάροδο του χρόνου τα επαυξάνει, επαυξάνοντας συνάμα το κύρος του και την αμόλυντη υπόληψή του. Τα εγκλήματα αυτά, εκτελούνται συνήθως, από ανθρώπους που ανήκουν στις ιεραρχικά ανώτατες θέσεις του επαγγελματικού τους χώρου και φέρουν αψεγάδιαστη ενδυμασία· εξαιτίας αυτού του γεγονότος ο Edwin Sutherland, τους χαρακτήρισε “whitecollar criminals” τους εγκληματίες αυτούς και “white collar crimes” τα εγκλήματα αυτά, δηλαδή «εγκληματίες του λευκού κολάρου» και «λευκού κολάρου εγκλήματα» αντίστοιχα[2].

Άνθρωποι που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως τέτοιου είδους εγκληματίες, αφού αναπτύξουν τέτοιου είδους παραβατικές συμπεριφορές, θα μπορούσαν να συναντηθούν στον χώρο των επιχειρήσεων, των υψηλόβαθμων επαγγελματιών, των κατεχόντων ανώτατα δημόσια αξιώματα και θέσεις, των πολιτικών. Στο πλαίσιο της επαγγελματικής τους δραστηριότητας και με τη δυνατότητα εξουσίας που τους παρέχει η θέση τους, ακόμη και αν δεν υπάρχουν ήδη, μπορούν να δημιουργήσουν τις ευκαιρίες για την κατάχρηση της εξουσίας τους αυτή.

Οι εγκληματίες του «λευκού κολάρου» δεν αποκτούν αυτόν τον τίτλο του χαρακτηρισμού τους ως τέτοιοι, in rem, δηλαδή, από το είδος της άδικης πράξης στην οποία προβαίνουν αλλά, in personam, δυνάμει του κοινωνικοοικονομικού προφίλ τους.

Ενδεχομένως, στο νου, αυτή τη στιγμή, με γνώμονα τα ανωτέρω, η πρώτη σκέψη που επικρατεί, να είναι ότι δε θα έπρεπε να υφίσταντο τέτοιες πράξεις, αλλά, δεν είμαστε κοινωνία αγγέλων, όσο υπάρχουν άνθρωποι, θα υπάρχει και έγκλημα, όμως υπάρχουν πολύ πιο σοβαρά και επικίνδυνα εγκλήματα, όπως οι πράξεις σε βάρος της ανθρώπινης ζωής, οι ανθρωποκτονίες που θα πρέπει να σημειωθεί η προσοχή. 

Πόσο βέβαιο, ωστόσο είναι ότι, τα εγκλήματα του λευκού κολάρου είναι πάντα μη βίαια, καθώς διαπράττονται από ανθρώπους μη βίαιους; Καθόλου βέβαιο, τουναντίον μάλιστα η αντίληψη/θέση αυτή είναι πλανεμένη και επικίνδυνη, γιατί εφησυχάζει τους ανθρώπους αλλά και την κοινωνία. Οι άνθρωποι αυτοί είναι καθόλα ικανοί να προβούν σε πράξεις βίαιες, να γίνουν απειλητικοί, να προβούν σε ενέργειες με αμετάκλητα αποτελέσματα, ακόμη και χωρίς την ελάχιστη απειλή να προηγηθεί της δράσης τους αυτή, αρκεί να αισθάνονται ότι μπορεί κάποιος να τους απειλήσει, να τους ζημιώσει. Υπό αυτή τη διαδρομή, ο άνθρωπος, το περιλαίμιο το λευκό, πολύ εύκολα και χωρίς ενδοιασμό, το λερώνει με αίμα. Το έγκλημα του «αθώου» λευκού κολάρου παίρνει το χρώμα το κόκκινο, του ενόχου (red crime). 

Δεν είναι δύσκολο το πέρασμα στην πράξη, σε αυτή την πράξη, άλλωστε η λύση του προβλήματος είναι πράξη εξορθολογισμένη από το δράστη. Δεν υπάρχει συναίσθημα, ίχνος. Ζύγι, μόνο των υπέρ και των κατά· και αυτά που είναι να χαθούν είναι υπέρμετρα πολλά, καταλυτικά στην απόφαση που μέλλεται να ληφθεί.

 Δεν είναι μόνο η απώλεια της θέσης, είναι η αποκαθήλωση της εικόνας που είχε η κοινωνία για αυτόν. Είναι η απώλεια του σεβασμού, του status που είχε στα μάτια των άλλων και των δικών του, είναι η εικόνα της παντοδυναμίας του που πλήττεται, είναι σημαντικότερο όλων, η εξουσία που χάνεται. Η εξουσία και το χρήμα που απέρρεε από αυτή. Το παράνομο χρήμα, ενίοτε και το βαμμένο, πάλι κόκκινο χρήμα. Είναι η απώλεια της δύναμης του, μέσα στο συγχρωτισμό των ομοίων του που καθιστά αυτόματα τους άλλους πιο δυνατούς, πιο υπολογίσιμους, χάνεται η ισορροπία. Είναι το γόητρο που συντρίβεται. Είναι η οικογενειακή αποξένωση, η κοινωνική απομόνωση που επέρχεται, όταν βγουν όλα στο φως. Είναι ο κλοιός που σφίγγει, το κελί που πλησιάζει, η φυλακή για έτη πολλά που είναι μονόδρομος. Η φυλακή είναι πάντα δύσκολη, με δικούς της νόμους, ειδικά για αυτούς που έχουν μάθει να ζουν με άνεση και πολυτέλεια τη ζωή τους και από την εκτός νόμου ζωή τους. Ειδικά για αυτούς που έχουν εθιστεί στο είδωλο του κοινωνικού προτύπου που η κοινωνία έχει ως εικόνα για αυτούς. Δεν γίνεται αποδεκτό από αυτούς, από λαμπρό υπόδειγμα ανθρώπου να συρρικνωθούν σε μίασμα. Είναι μεγάλη η πίεση από τον υπαρκτό κίνδυνο, από την απειλή, να συνθλιβούν τόσα πολλά. Είναι όλα αυτά που διακυβεύονται, που είναι να χαθούν,… γιατί να χαθούν, αφού μπορούν τα εμπόδια εύκολα να βγουν από τη μέση και γιατί να μη βγουν… η απλή, ψυχρή αλλά εξορθολογισμένη σκέψη του δράστη. Του δράστη, όχι πάντα του φυσικού αλλά του ιθύνοντα νου. Του μυαλού πίσω από την πράξη την αποτρόπαια, του ανθρώπου που θα συνεχίσει να κινείται, ενδεχομένως και να προβάλλεται, πάντα με καθαρό το λευκό κολάρο του.  

Θα συνεχίσει να κινείται ελεύθερος, αφού η σύλληψη του δεν είναι απλή και εύκολη. Η δυσκολία εντοπισμού, εξεύρεσης και ανάδειξης των κηλίδων του «λευκού λαιμοδέτη» έχει τις ρίζες της, στην πολιτική ή/και οικονομική ή/και κοινωνική δύναμη των εμπλεκομένων, όπως και στη δυσχέρεια συγκέντρωσης στοιχείων προς απόδειξη των ενεργειών αυτών.

Οι δράστες των «white collar crimes» που υπό τις ανωτέρω περιγραφόμενες συνθήκες δε διστάζουν να γίνουν red criminals (ας γίνει επιτρεπτός ο χαρακτηρισμός), μπορεί να ξεφεύγουν από τον ιστό της ποινικής Δικαιοσύνης,… όμως οι ψυχές δε φεύγουν αν δε δικαιωθούν.


[1][1] Etienne De Greeff, Έρωτας και Εγκλήματα από Έρωτα, Βιβλιοθήκη Εγκληματολογίας, Νομική Βιβλιοθήκη, 

[2] E. Sutherland. (n.d.). White-collar Criminality, American Sociological Review . 1940

To Newsletter του Propago

Λάβετε την ανάλυση της ημέρας στο email σας