Λόρα Ιακωβίδου: Νιώθω προδομένη, από την ίδια μου την πατρίδα Το θεμα της ημέρας

Είναι μία πληγή της Κύπρου, που αιμορραγεί… Χιλιάδες αγνοούμενοι, για αρκετές δεκαετίες. Σήμερα, ανοίγουμε και πάλι τον φάκελο, Κύπρος –  1974.

1.619 αγνοούμενοι, Έλληνες και Ελληνοκύπριοι. Μία ακόμη ανθρώπινη τραγωδία στην κυπριακή ιστορία. Ένα ακόμη ματωμένο σημείο. Η Λόρα Ιακωβίδου, κόρη αγνοουμένου, ξετυλίγει  τα δικά της βιώματα, θυμάται τα τελευταία λόγια της γιαγιάς της που έφυγε με τον καημό γυρισμού του παιδιού της  αλλά και για το αίσθημα της προδοσίας που νιώθει για την ίδια της, την πατρίδα. 

  • Ο κάθε άνθρωπος κουβαλάει τη δικιά του ιστορία. Ποια η ιστορία της δικής σας οικογένειας; 

Η ιστορία της δικής μου οικογένειας είναι πάρα πολύ μεγάλη. Θα την ξετυλίξω από το τελευταίο κομμάτι, όπου ο πατέρας μου είναι αγνοούμενος από το 1974. Ο πατέρας μου κατάγεται από μία οικογένεια, από τους Λατίνους της Κύπρου, Ιταλικής καταγωγής, με τον πρόπαππου μου να έχει έρθει από την Τεριέστη στην Κύπρο και να έχει το Αυστροουγγαρικό Προξενείο. Ο πατέρας μου,  μεγάλωσε ως Χριστιανός Ορθόδοξος λόγω του πατέρα του, ο οποίος πατέρας του ήταν αγνοούμενος για επτά χρόνια στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο κι ο πατέρας μου ακολούθως  από το 1974 είναι αγνοούμενος. Η μητέρα μου τότε ήταν 26χρονών, ο ίδιος ήταν 28 ετών, έφεδρος «λόκατζης» ο οποίος ήθελε να πάει να πολεμήσει. Αυτό γνωρίζω. Ήμουν 2.5 ετών τότε κι η αδελφή μου,   περίπου 40 ημερών. 

  • Ο πατέρας σας βρισκόταν σε ένα λεωφορείο, που ήταν μαζί άλλα δεκαέξι άτομα. Τι γνωρίζετε εσείς για τη συγκεκριμένη υπόθεση; 

Με όσα στοιχεία κατάφερα να μαζέψω, όπως καταλαβαίνετε, οι περισσότεροι οι οποίοι είχαν ανάμειξη με το 1974, ένοιωθαν πάντα άσχημα να μιλήσουν για τις ιστορίες. Για να καταλάβετε γνωρίζω άτομα τα οποία ήταν μέσα στο τάγμα του και ποτέ δεν είπαν τίποτα, ποτέ! Αυτό που γνωρίζω είναι ότι ήταν μέσα στο λεωφορείο του «Λευκαρίτη», σε μία αμυντική πλέον κατάσταση. Είχαν αφήσει το Παλαίκηθρο το οποίο είχε ήδη καταληφθεί από τους Τούρκους. Κατευθύνονταν προς το παλιό δρόμο της Αμμοχώστου. Στο δρόμο καθώς ευρισκόταν  εν κινήσει το λεωφορείο, «συναντήθηκαν» με τα τουρκικά τανκς τα οποία άρχισαν να χτυπούν το λεωφορείο. Πληροφορίες λένε ότι ήταν δύο ή τρία τα λεωφορεία. Κάποιοι μας είπαν ότι πολέμησαν. Κάποιοι μας είπαν ότι βγήκαν από το λεωφορείο και πολέμησαν εκεί στα χοιροστάσια της Τύμπου κι ότι είδαν τον πατέρα μου να τον συλλαμβάνουν, οι Τούρκοι στο συγκεκριμένο σημείο με ένα  μίνι αυτοκίνητο. Αργότερα οι πληροφορίες άλλαξαν. Μίλησα με κάποιες οικογένειες, οι οποίες οι συγγενείς τους ήταν μέσα στο ίδιο τάγμα, είπαν ότι οι περισσότεροι σκοτώθηκαν επί τόπου στο χώρο. Μια άλλη πληροφορία μας δίνει μάλλον χώρο ταφής, τον δρόμο της Τύμπου προς το αεροδρόμιο, στο οποίο απ’ ότι φαίνεται οι συγκεκριμένες πληροφορίες είναι και οι  πιο ασφαλείς  και μάλλον βρίσκονται αρκετά άτομα σ΄ εκείνο το χώρο κάτω από τον καινούργιο δρόμο προς το αεροδρόμιο της Τύμπου. Κάτι που όπως φαίνεται μέχρι στιγμής ενώ υπάρχουν οι πληροφορίες εδώ και πολλά χρόνια και γνωρίζουμε ότι μάλλον ότι έστω ακόμα κι αν δεν είναι ο δικός μου πατέρας εκεί, σίγουρα υπάρχουν σε εκείνη την περιοχή αγνοούμενοι, παρ’ αυτά δεν έγινε καμία προσπάθεια στο να ανοιχτεί ο δρόμος. 

  • Έχετε την αίσθηση ότι κάποιοι εμποδίζουν την όλη διαδικασία, της ανεύρεσης των αγνοουμένων; 

Φαίνεται ότι υπάρχουν εμπόδια. Δεν γνωρίζω ούτε το πολεμικό σκηνικό αλλά ούτε και το τι γίνεται πίσω από το θέμα. Υπολογίζω ότι κι από τις δύο πλευρές δεν υπάρχει η πίεση του, να ανοίξει ο συγκεκριμένος χώρος. Λες και θα αφήσουμε κάποια άτομα πλέον να μείνουν πάντα αγνοούμενοι. Μπορεί σε κάποιους να φαντάζει αρκετά καλό θα έλεγα, για πολικούς λόγους αλλά για τις οικογένειες που επιθυμούν, τουλάχιστον να υπάρχει ένας χώρο ταφής του οικείου τους, είναι πάρα πολύ σημαντικό. 

  • Παρά το γεγονός ότι ήσασταν πάρα πολύ μικρή τότε, έχετε κάποια ανάμνηση από τον πατέρα σας; 

Υπάρχει μια εικόνα, να είμαι στο μπαλκόνι να κάθομαι στο πάτωμα, να ακούω τη μητέρα μου να φωνάζει και τον πατέρα μου να δένει τα άρβυλα του. Τα άρβυλα ήταν πολύ κοντά σε μένα. Θυμάμαι, τη σκηνή, τα χέρια του να δένουν τα άρβυλα. Και ν’ ακούω τη μητέρα μου να φωνάζει. Φαίνεται ότι ήταν η στιγμή στην οποία έφευγε από το σπίτι ο πατέρας μου γιατί όταν τη ρώτησα μου είπε ότι του φωνάζαμε, να μη φύγει. 

  • Πως είναι να μεγαλώνουν δυο μικρά κορίτσια μόνα με μία νεαρή μητέρα ή υπήρχε και η στήριξη των οικογενειών; 

Στο σπίτι μέναμε μαζί με τη γιαγιά, τη μητέρα δηλαδή του πατέρα μου, την αδελφή της που ήταν και η νονά του πατέρα μου, η μητέρα μου και η μικρότερη αδελφή της. Ο λόγος που μέναμε όλοι μαζί ήταν γιατί η μητέρα μου χρειαζόταν βοήθεια. Κι ήταν ένα πάρα πολύ μεγάλο σπίτι, δεν υπήρχε θέμα χώρου. Ο καθένας είχε και το δικό του ιδιωτικό χώρο. Η μητέρα μου τα πρώτα χρόνια ειδικά ήταν πάρα πολύ απομονωμένη και δεν μπορούσε να μας μεγαλώσει. Το μεγάλωμα, το δικό μας το ανέλαβε η γιαγιά. Οι γιαγιάδες. Η οποία γιαγιά μου, ήταν ένας βράχος. Παρά το γεγονός ότι είχε χάσει το γιο της μας στάθηκε απίστευτα, τόσο σε εμάς στα εγγόνια της αλλά και στη μητέρα μου. Οικονομικά υπήρχαν πλέον δυσκολίες. Χάθηκε το εισόδημα στο σπίτι. Έτσι ο πατέρας της μητέρας μου και οι γιαγιάδες με τη σύνταξη πλέον που είχαν και με κάποια εισοδήματα τότε, μας μεγάλωσαν.

  • Σας διακατείχε το αίσθημα της προσμονής; Αφού ήδη υπήρχε και το ερέθισμα από την επιστροφή του παππού σας  που ήταν επίσης αγνοούμενος για επτά συναπτά έτη; 

Περίμεναν την επιστροφή γιατί υπήρχαν και οι λάθος πληροφορίες. Ο κόσμος αν είχε την πληροφορία ότι χάθηκε ο Παύλος, ο πατέρας μου δηλαδή, δεν την έδινε. Κι αντί αυτού οι πληροφορίες που λαμβάναμε ήταν ότι ζει στα κατεχόμενα ότι τον συνέλαβαν στην Τουρκία ότι ζει στην Τουρκία. Αντιλαμβάνεστε ότι εφόσον δεν είχε βρεθεί  ο πατέρας μου, η οικογένεια ζούσε με την προσμονή ότι θα επιστρέψει πίσω. Κανένας δεν είχε το θάρρος ακόμα κι από τα άτομα τα οποία είχαν πληροφορίες ή είδαν κάτι, δεν μπήκαν καν στον «κόπο» να πουν ότι ξέρετε: « ο Παύλος, έπεσε μαχόμενος στο συγκεκριμένο σημείο». Έτσι ώστε η οικογένεια να σταματήσει να ελπίζει. Με τα χρόνια και με το που μεγαλώσαμε κι εμείς και με τις έρευνες τις δικές μας, τόσο από μένα όσο κι από την αδελφή μου συνειδητοποιήσαμε πλέον ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να περιμένουμε. Υπάρχει λόγος να ψάξουμε να βρούμε που είναι θαμμένος. Όμως η γιαγιά, πριν είκοσι χρόνια έφυγε με τον καημό του να δει το γιο της. Και τα τελευταία της λόγια , ήταν αυτά της προσμονής. Μαζεύτηκε όλη η οικογένεια κι όταν έκλαιγε στο κρεβάτι πριν φύγει της είπα: «Γιαγιά, γιατί κλαις; Είμαστε όλοι εδώ. Τα εγγόνια, τα παιδιά σου. Γύρω σου. Γιατί κλαις;» Και απήντησε: «Ψάχνω, τον μικρό μου».

  • Οι μάνες στα συρματοπλέγματα που περιμένουν την επιστροφή των παιδιών τους, είναι ακόμα εκεί, έστω κι αν αυτές «έφυγες». Πόσο όμως μακριά απέχει η κοινωνία από αυτά τα συρματοπλέγματα; 

Τόσο η πολιτεία, τόσο η κοινωνία αντί να αγκαλιάσει τις οικογένειες των αγνοουμένων εν αντιθέσει προσωπικά μεγαλώνοντας ένοιωθα το στίγμα ότι είμαι κόρη αγνοουμένου. Ένοιωθα το στίγμα όταν προσπαθούσα να διεκδικήσω οποιαδήποτε θέση να μου λένε «πήρατε τις θέσεις της δημόσιας υπηρεσίας, εσείς τα παιδιά των αγνοουμένων, κάτι το οποίο δεν ισχύει. Εργάζομαι είκοσι χρόνια. Ακόμη και μέχρι στο σχολείο, μέσα στον έλεγχο στο τέλος του έτους της σχολικής χρονιάς, έγραφε: επάγγελμα πατρός: αγνοούμενος. Έκρυβα τον έλεγχο μου, χωρίς να δείξω τις σχολικές μου επιδόσεις σε άλλους συμμαθητές μου, για να μπορέσω να πάω σπίτι γιατί δεν ήθελα να πω ότι είμαι κόρη αγνοούμενου. Ήταν στίγμα. Κάτι πολύ παράξενο. Οι οικογένειες των αγνοουμένων έπρεπε να νοιώθαμε περήφανες για το τι μας συνέβηκε αλλά η κοινωνία και η πολιτεία μας έκανε να νοιώθουμε μειονεκτικά. Ταυτόχρονα οι οικογένειες ζουν ακόμα μέσα σε αυτό το κομμάτι ενώ πλέον το θέμα των αγνοουμένων ξεθώριασε. Οι οικογένειες όμως υπάρχουν. Οι οικογένειες κουβαλούν τα τραύματα του 1974.

  • Ποια ήταν η πιο έντονη προσωπική σας στιγμή που βιώσατε έντονα, την απουσία του πατέρα σας; 

Προσωπικά δεν μπορώ να θυμηθώ. Η μητέρα μου όμως μου λέει σα μωρό, όταν διαφωνούσα με την ίδια ή  όταν συνέβαινε ένα γεγονός, ξεκινούσα και φώναζα κλαίγοντας κι έλεγα «θέλω τον μπαμπά μου». Δεν τα θυμάμαι πολύ έντονα. Λόγω της κατάστασης δεν μπορούσα ούτε να εργοδοτηθώ, ούτε να σπουδάσω, το 1992 δούλεψα ως εθελόντρια υπαξιωματικός στο στρατό. Δούλεψα για δέκα χρόνια. Ήταν πολύ έντονο όταν φόρεσα τη στολή. Όταν ορκίστηκα ως εθελόντρια υπαξιωματικός στο ΚΕΝ Λάρνακος, όπου ορκίζεσαι πίστη προς την πατρίδα και σεβασμό προς όλους τους νόμους αυτής. Υποσχέθηκα πίστη προς την πατρίδα, μία πατρίδα τελικά που ίσως αυτή τη στιγμή δε ξέρω αν τη έχω σε αυτό το σημείο, όπως την είχα τότε. 

  • Νιώθετε προδομένη, απ’ αυτήν; 

Ναι, νιώθω προδομένη. Γιατί πιστεύω ότι δε δόθηκαν οι σωστές τιμές στους ανθρώπους που έδωσαν τη ζωή τους γι αυτήν την πατρίδα. Δηλαδή αν ο πατέρας μου, έβλεπε όλα αυτά τα χρόνια το τι βιώσαμε εμείς ίσως να μην επέλεγε να δώσει τη ζωή του στην πατρίδα. Όσοι μου μιλούσαν για τον πατέρα μου, μου είπαν ότι έλεγε ότι « εγώ, θέλω να πάω να πολεμήσω». Αντιλαμβάνεστε ήταν και λοχίας των λόχων. 

  • Έχετε την αίσθηση ότι υπήρχε ένα παιχνίδι σιωπής και συγκάλυψης γεγονότων; 

Υπήρχε ένα τεράστιο παιχνίδι σιωπής για το αν υπάρχουν αγνοούμενοι ή αν είναι πεσόντες. Ξεκινάει από εκεί. Κρατήσαμε το παραμύθι και κρατήσαμε οικογένειες να πιστεύουν ότι οι δικοί τους είναι αγνοούμενοι ως κράτος μιλάω, ήταν τότε πολιτικό παιχνίδι και πίεση προς την Τουρκία, η οποία φυσικά δεν απέδωσε και εν αντιθέσει χτύπησε πισώπλατα τις οικογένειες των αγνοουμένων.  

To Newsletter του Propago

Λάβετε την ανάλυση της ημέρας στο email σας