Οι γονείς του Γιώργου Σκυλογιάννη, Χρήστος Σκυλογιάννης και Λεμονιά Παπαναστασίου, 10 χρόνια μετά τον θάνατο του παιδιού τους ζητούν τη δικαίωσή του.
“Μέχρι να πεθάνω δεν θα σταματήσω να παλεύω ώστε να λάμψει η αλήθεια”
Ο Χρήστος Σκυλογιάννης σε δήλωσή του στο Propago ζητεί να αποδοθούν ευθύνες στους δολοφόνους αλλά και στους ηθικούς αυτουργούς.”Εδώ και δέκα χρόνια από την πρώτη μέρα που μάθαμε το θλιβερό νέο του χαμού του Γιωργάκη μας, δίνουμε ένα μεγάλο αγώνα για να μπορέσουν να δικαιωθούν οι ψυχές των δυο παιδιών και να αποκατασταθεί και η αλήθεια γιατί τα παιδιά μας στάλθηκαν στο θάνατο χωρίς κανένα απολύτως σχέδιο και προφύλαξη. Δυστυχώς όμως η ελληνική αστυνομία και το ελληνικό δημόσιο δεν στάθηκαν στο πλευρό μας αλλά αντιθέτως στα δικαστήρια καταθέτουν ότι όλα έγιναν καλά σχεδιασμένα και με όλα τα μέτρα προφύλαξης και ο θάνατος των δυο παλικαριών οφείλοταν στην κακή στιγμή και στα καλάσνικοφ των εκτελεστών. Ο πόνος μου ως πατέρας είναι πολύ μεγάλος και μεγαλώνει ακόμα περισσότερο όταν ακόμα και η ελληνική δικαιοσύνη δεν αποδίδει τις ευθύνες που πρέπει σε όλους, τους εκτελεστές αλλά και τους ηθικούς αυτουργούς. Όλα αυτά τα χρόνια και με τη βοήθεια του δικηγόρου μου, που από την πρώτη στιγμή στάθηκε στο πλάι μας, παρά τη θλίψη και τη στεναχώρια μας παλέψαμε να στείλουμε στη φυλακή τους δολοφόνους και τώρα ζητούμε από την ελληνική δικαιοσύνη να σταθεί στο ύψος της και να αναγνωρίσει όλα αυτά τα σφάλματα των υπευθύνων που οδήγησαν το Γιωργάκη μας στο θάνατο. Μέχρι να πεθάνω δεν θα σταματήσω να παλεύω ώστε να λάμψει η αλήθεια γιατί είναι κρίμα και άδικο πάνω απ’ όλα για το Γιώργο να μην αναγνωρίζεται από την ίδια την αστυνομία που υπηρετούσε με τόσο αγάπη, η θυσία και η αυταπάρνηση του. Έχω μάθει να μάχομαι σε όλη μου τη ζωή και αυτό θα κάνω και τώρα γιατί το έχω υποσχεθεί στο Γιώργο και στην τιμή του, ότι μέχρι να πεθάνω θα αποκαταστήσω όλη την αλήθεια. Έχω εμπιστοσύνη στην Ελληνική Δικαιοσύνη και τώρα που πλησιάζει η τελευταία μάχη στα δικαστήρια απέναντι στο ίδιο το ελληνικό δημόσιο, που αγνοεί τους πραγματικούς ήρωες πιστεύω ότι θα σταθεί στο ύψος της και θα μπορέσουμε να δικαιωθούμε και εμείς ως οικογένεια αλλά και για να ηρεμήσει η ψυχούλα του παιδιού μου”.
Τα παιδιά οδηγήθηκαν στο θάνατο σαν τα πρόβατα στη σφαγή
Η μητέρα του, Λεμονιά Παπαναστασίου, σε δήλωση της στο Propago ζητεί να δικαιωθεί και να ηρεμήσει η ψυχή του παιδιού της. “Είμαι η μητέρα του αδικοχαμένου Γιωργάκη Σκυλογιάννη. Μέσα από αυτές τις λίγες γραμμές θέλω να εκφράσω την ατέλειωτη θλίψη μου. τη στεναχώρια μου και το μεγάλο πόνο που έχουμε περάσει αυτά τα έντεκα χρόνια από το τραγικό συμβάν και την απώλεια των δυο παληκαριών μας που χάθηκαν πάνω στο καθήκον τους, μέχρι σήμερα. Το κενό που άφησε στη ζωή μας και στην οικογένεια μας είναι δυσαναπλήρωτο και δεν υπάρχουν λέξεις για να περιγράψω αυτά που βίωσα ως μητέρα. Όλα αυτά τα χρόνια έχουμε δώσει μια μεγάλη μάχη και με τη βοήθεια των δικηγόρων μας με πρώτο μέλημα μας να οδηγηθούν στη φυλακή οι δολοφόνοι και να πληρώσουν για το κακό που μας βρήκε όλοι οι υπεύθυνοι, γιατί τα παιδιά οδηγήθηκαν στο θάνατο σαν τα πρόβατα στη σφαγή. Από την πρώτη μέρα σταθήκαμε με σθένος και αξιοπρέπεια και με πολύ κουράγιο και υπομονή δώσαμε τη μάχη μας για να αναπαυθούν ήρεμες οι ψυχούλες των δυο παιδιών και για να μπορέσουμε και εμείς να νιώσουμε μια ηθική δικαίωση. Εύχομαι η Ελληνική Δικαιοσύνη να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων της, να αποδώσει δικαιοσύνη και να μας δικαιώσει που φωνάζουμε από την πρώτη στιγμή ότι τα παιδιά μας στάλθηκαν στη μάχη χωρίς κανένα απολύτως σχέδιο και χωρίς καμία προφύλαξη απέναντι σε οπλισμένους δολοφόνους. Μόνο τότε θα δικαιωθεί και θα ηρεμήσει η ψυχούλα του Γιωργάκη μου εκεί πάνω”.
Τι αναφέρουν οι Πληρεξούσιοι Δικηγόροι της οικογένειας Ευαγγελινέλη, Δήμητρα Πλαστήρα – Θεώνη Παναγιωτοπούλου και του πατέρα του Γεωργίου Σκυλογιάννη, Δημήτριος Τρίμμης
Την 1η Μαρτίου 2011 σταμάτησε η ροή της ζωής των εντολέων μας, καθώς κόπηκε απότομα το νήμα της ζωής των παιδιών τους που χάθηκαν στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη, εν ώρα υπηρεσίας, εκτελώντας επακριβώς εντολές που λάμβαναν κατά τη διάρκεια παρακολούθησης, και μάλιστα «διακριτικής» όπως επέτασσαν οι εντολές αυτές, οχήματος με βαρύ οπλισμό που ενεχόταν σε ληστεία, απέναντι στο οποίο έπρεπε να λάβουν μέτρα αυτοπροστασίας. Ο βαρύς οπλισμός αυτός, μεταξύ των υπολοίπων, συνίστατο σε Καλάσνικοφ, δύο τον αριθμό. Η διακριτική παρακολούθηση συνίστατο στο να μην του κάνουν ακόμη σήμα, στο να μην έχουν σε λειτουργία ηχητικές και φωτεινές προειδοποιήσεις (χωρίς σήμα Β και Γ). Η ληστεία έγινε στο Μενίδι, το όχημα των δραστών εντοπίστηκε στη Γέφυρα των Βρυούλων, η εν ψυχρώ δολοφονία των νεαρών Ειδικών Φρουρών διαδραματίστηκε στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη, στο μονόδρομο Περικλέους και Νικολαΐδη. Διαδρομή απόστασης 18 χιλιομέτρων σχεδόν (από Γέφυρα Βρυούλων), σχεδιαζόταν, για να τους κόψει τη ζωή. Στον ιστό της πόλης, με πλειάδα ομάδων ΔΙ.Α.Σ, ήτοι έκθετων μοτοσυκλετιστών, διακριτική παρακολούθηση, για 18 χιλιόμετρα, του οχήματος των δραστών, κατ’ εντολή της Υπηρεσίας, δεν εξηγήθηκε ποτέ πώς γίνεται, δυνάμει της λογικής και των διδαγμάτων της κοινής πείρας. Δεν εξηγήθηκε επίσης ποτέ, υπό αυτές τις συνθήκες, τι είδους μέτρα αυτοπροστασίας θα ήταν δυνατόν να λάβουν οι ομάδες ΔΙ.Α.Σ. για να προστατευτούν από το ενεργητικό βεληνεκές των Καλάσνικοφ. Εδώ σημειώνεται, ότι δεν τους είχε χορηγηθεί αποτελεσματικό αντιπυρικό υλικό, με το εναχθέν, στα Δικαστήρια, Δημόσιο να απαντά κυνικά ότι «δεν προβλέπεται», ούτε κρίθηκε η περίσταση αρκούντως σοβαρή και επικίνδυνη, ώστε να διαταχθεί η συνδρομή των ΕΚΑΜ και άλλων αντίστοιχων μονάδων. Διερωτάται κανείς τι οπλισμό θα έπρεπε να φέρουν οι διωκόμενοι δράστες για να συναισθανθούν οι ιθύνοντες την κρισιμότητα των στιγμών. Δεν αποκαλύφθηκε ποτέ, ως την ώρα που θέρισαν τις ζωές τους, τα Καλάσνικοφ των δραστών, ποιο ήταν το σχέδιο της σύλληψης των δραστών και πού, αν όπως αστήρικτα ισχυρίζεται η Υπηρεσία υπήρχε σχέδιο, θα υλοποιούνταν αυτό, σε ποιο σημείο και με ποιόν τρόπο, με ποια μέσα. Επιπλέον τούτων, ενάντια στην παγκόσμια, πάγια τακτική, περιπολικό όχημα να προπορεύεται των δικύκλων και να λειτουργεί ως ασπίδα προστασίας τους, δεν υπήρχε, το αντίθετο μάλιστα, όχημα της Άμεσης Δράσης ακούστηκε πίσω από τις ομάδες ΔΙ.Α.Σ και μάλιστα εν αντιθέσει με τις οδηγίες του Κέντρο της ΔΙ.Α.Σ, αυτό πήρε εντολή από το δικό του Κέντρο να ανάψει τη σειρήνα, προδίδοντας πια πέραν πάσης αμφιβολίας, αν υπήρχε έστω η ελάχιστη, την παρακολούθηση, με συνέπεια να αρχίσουν αμέσως μετά οι ριπές των Καλάσνικοφ που πήραν τη ζωή του Γιάννη και του Γιώργου. Ακόμη, λίγο πριν το γεγονός αυτό, από τον ασύρματο της ομάδας ΔΙ.Α.Σ διαβιβάζονταν κατ’ επανάληψη προς τους μοτοσικλετιστές ότι το στίγμα των δραστών, βρισκόταν μακριά από αυτούς, επί της Μακρυγιάννη, ενώ το όχημα προπορευόταν λίγα μόλις μέτρα από εκείνους, αιφνιδιάζοντάς τους και στερώντας τους και την τελευταία ελπίδα να αυτοπροστατευθούν, έστω και με ασπίδα το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, ελλείψει οποιασδήποτε άνωθεν πρόνοιας για τις ζωές τους.
Οι ανωτέρω πλημμέλειες, μαζί με την ελλιπή εκπαίδευση και τη μη χορήγηση του απαραίτητου υλικοτεχνικούεξοπλισμού στην Ομάδα ΔΙΑΣ, για προφανείς λόγους εξοικονόμησης πόρων, ώστε να μπορεί να προστατευτεί από τέτοιου είδους πυρά των οποίων η επικινδυνότητα είναι πασίγνωστη και στον πλέον αδαή, συνδέονται αιτιωδώς με τις απώλειες των παιδιών και τον τραυματισμό, σωματικό και ψυχικό, των υπολοίπων. Ισχυρισμός του Ελληνικού Δημοσίου, προς αντίκρουση των ανωτέρω,εμπεριέχεται επί της ουσίας στο ότι το αιματοκύλισμα εκείνης της ημέρας και ο μαρτυρικός θάνατος του Γιάννη και του Γιώργου, επήλθε, όχι γιατί οφείλεται σε παράνομες πράξεις ή παραλήψεις της ΕΛ.ΑΣ., αλλά σε αστάθμητο παράγοντα που είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την επικινδυνότητα του αστυνομικού επαγγέλματος. Αντιμετωπίζονται δηλαδή οι μάχιμοι αστυνομικοί της χώρας ως ζωές αναλώσιμες, των οποίων η απώλεια είναι ένα εύλογο και αναμενόμενο ρίσκο
Η σωρεία παράνομων και μοιραίων παραλείψεων καθ’ όλη την γεγονοτική διαδρομή της αποφράδας ημέρας διεξοδικώς αναφέρθηκαν σε αγωγές που κατατέθηκαν ενώπιων των αρμοδίων Διοικητικών Δικαστηρίων, δυνάμει του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, ήτοι ένεκα αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης του Δημοσίου. Αδιάσειστα στοιχεία προσκομίστηκαν προς απόδειξη των ανωτέρω. Μετά από εφτά ολόκληρα χρόνια εκδικάστηκαν σε πρώτο βαθμό οι ως άνω αγωγές και μάλιστα από το ίδιο Τμήμα, ακριβώς την ίδια ημερομηνία. Αν και οι αποφάσεις για αυτές είναι απορριπτικές όλες, με ακριβώς το ίδιο σκεπτικό και αιτιολογία, δημοσιεύθηκαν και επιδόθηκαν με διαφορά μεγάλου διαστήματος, πλέον του ενός χρόνου, η πρώτη από την τελευταία, γεγονός που δημιούργησε εύλογες απορίες.
Το εσφαλμένο σκεπτικό των απορριπτικών αποφάσεων αυτών, εξαιτίας τόσο εσφαλμένης εκτίμησης των αποδεικτικών μέσων που του εισφέρθηκαν όσο και εσφαλμένης ερμηνείας του Νόμου, δε δέχεται ότι έλαβαν χώρα παρανομίες και παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου. Κατά των Αποφάσεων αυτών, έχουν άπαντες ασκήσει έφεση, έχοντας βαθιά πίστη ότι στο τέλος, η Ελληνική Δικαιοσύνη θα διορθώσει τη λαθεμένη κρίση της και θα αποδοθούν έστω μετά από δέκα και πλέον έτη οι ευθύνες σε αυτούς που τους αναλογούν, δικαιώνοντας τις ψυχές των νεαρών αστυνομικών που σκοτώθηκαν εν ώρα καθήκοντος.