Παιδοκτονία γένους «θηλυκού»: οι έμφυλες προεκτάσεις ενός αποτρόπαιου εγκλήματος που διεγείρει το κοινό αίσθημα. Η εξουσία του όχλου ως αντίδραση στο άδικο έγκλημα
«Την ίδια στιγμή που κάποια ζευγάρια αδημονούν να δώσουν αγάπη, ονειρεύονται την ευκαιρία να ανοίξουν την αγκαλιά τους σε ένα μικρό ανθρωπάκι και αγωνίζονται ψυχή τε και σώματι για αυτό, κάπου αλλού κάποιες ψυχούλες χάνονται τόσο μα τόσο άδικα. Ποια (υπερ)δύναμη ρίχνει έτσι τις ζαριές της Μοίρας σε αυτόν τον κόσμο;» Είναι τα λόγια γυναίκας που διανύει ένα μακρύ ταξίδι εξωσωματικής γονιμοποίησης στο οποίο έχει ήδη βιώσει απανωτές απώλειες. Η περιγραφή της εξακολουθεί να ηχεί σαν εκκωφαντικό βουητό μελισσών, συνοδεύοντας την σκέψη μου για ώρες ακόμα και μετά την λήξη της πιο πρόσφατης θεραπευτικής συνεδρίας μας.
Μετά το τέλος της συνάντησής μας, κατεβαίνω στο διπλανό παρκάκι να πάρω λίγο αέρα και να αφουγκραστώ το θρόισμα των φύλλων στα δέντρα (συνήθης πρακτική μου όταν έχω την ευκαιρία διαλείμματος ανάμεσα στις προγραμματισμένες θεραπευτικές συνεδρίες της ημέρας). Πέφτω πάνω στην συζήτηση μιας περαστικής παρέας, η οποία αναφέρεται στις εξελίξεις σχετικά με τη σύλληψη της μητέρας που κατηγορείται για την δολοφονία του παιδιού της. «Παρακαλούσα από μέσα μου να μην ήταν στα αλήθεια η μάνα η δράστης» ακούγεται να λέει μια φωνή.
Οι ώρες κυλούν και ο νους μου αδυνατεί (ίσως και να αρνείται πεισματικά) να προσπεράσει την είδηση των ημερών, τον πιθανό φόνο τριών μικρών παιδιών από το χέρι της μητέρας τους… μια ιστορία που φαίνεται να ακουμπά τις πιο ευαίσθητες χορδές μιας ολόκληρης κοινωνίας. Το συλλογικό σώμα μοιάζει να δοκιμάζει την αν(τ)οχή του απέναντι στην έννοια της τραγικότητας, η οποία στην περίπτωση της παιδικής κακοποίησης εκδηλώνεται μέσω της παιδοκτονίας στην πιο ακραία μορφή της. Παρατηρώντας τις αντιδράσεις του κόσμου είναι εμφανής μια κοινή δυσκολία νοηματοδότησης ενός εγκλήματος που δείχνει να ακροβατεί στα όρια του αδιανόητου.
Στο τέλος της μέρας επιστρέφω στο σπίτι και ανοίγω την τηλεόραση, η οποία έχει κατακλειστεί από ενδελεχή ρεπορτάζ, έκτακτες ειδήσεις και πολύωρες εκπομπές που καλύπτουν με κάθε λεπτομέρεια τις εξελίξεις της υπόθεσης. Με κάνει να σκέφτομαι το ιστορικό συνεχές μιας σειράς γεγονότων κατάχρησης ή επιβολής εξουσίας που προβλήθηκε στα ΜΜΕ το τελευταίο διάστημα και στο οποίο φαίνεται να προστίθεται το σκανδαλώδες αυτό έγκλημα. Ο πόλεμος στην Ουκρανία με την συνακόλουθη βία της προσφυγιάς, οι γυναικοκτονίες στην Ελλάδα, οι βιασμοί, ο εργασιακός εκφοβισμός και όλες αυτές οι μαρτυρίες κακοποίησης που είδαν το φως της δημοσιότητας.
Καθώς γινόμαστε μάρτυρες αυτού του ιστορικού βιαιοτήτων, αναρωτιέμαι πώς μπορεί να μας έχει μετακινήσει, τόσο τον καθένα ξεχωριστά, αλλά και ως κοινωνικό σύνολο, σε σχέση με τον τρόπο που πιάνουμε τον εαυτό μας να (αντι)στέκεται απέναντι σε φαινόμενα κακοποίησης, όπως και όποτε εμφανίζονται μπροστά μας, δίπλα μας, στον ορίζοντά μας. Σε αυτό το σημείο, σκέφτομαι την δράση του “me too” στην Ελλάδα και τον τρόπο που συνέβαλε σε μια αυξημένη επαγρύπνηση απέναντι στην αυταρχική άσκηση δύναμης. Μου έρχονται στο νου γυναίκες που είδα στο γραφείο την περίοδο της έντονης προβολής του κινήματος, οι οποίες περιέγραφαν τα μικρά αλλά σημαντικά βήματα που έκανε καθεμία από αυτές για την άρνηση της κανονικοποίησης διαφόρων μορφών κατάχρησης εξουσίας που παρατηρούσαν στην ζωή τους.
Ίσως η επιτακτικότητα του λαϊκού αιτήματος για απόδοση δικαιοσύνης στην υπόθεση της Πάτρας να αποκτά ιδιαίτερη σημασία αν την εξετάσουμε μέσα από το πρίσμα αυτών των επιτευγμάτων των φεμινιστικών κινημάτων στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Ίσως σε ένα βαθμό το “me too” έκανε ορατή την δυνατότητα να «κάνουμε φασαρία» όταν γινόμαστε μάρτυρες κακοποίησης, εφόσον αυτό είναι βοηθητικό κατά περίπτωση.
Τί γίνεται όμως όταν η συλλογική οργή οδηγεί την διαμαρτυρία σε εκφράσεις που κρύβονται πίσω από την νοοτροπία το όχλου; Τότε βλέπουμε εικόνες σαν αυτές που εκτυλίχθηκαν έξω από το σπίτι της κατηγορουμένης με ένα πλήθος εξαγριωμένων ανθρώπων να κρατά τα κινητά στο χέρι και παράλληλα να της απευθύνει συνθήματα θανάτου. Συμπεριφορές που μου θυμίζουν κυνήγι μαγισσών την περίοδο του Μεσαίωνα ή κάτι από τις αγριότητες του Κολοσσαίο.
Η συμμετοχή στον όχλο προσκαλεί το άτομο στην θέση του τιμωρού ή αυτού που ζητά την τιμωρία, ενώ παράλληλα ενδέχεται να γίνεται μια συμβολική δήλωση διαφοροποίησης του ίδιου από το αντικείμενο της κατακραυγής. «Τί τέρας είναι αυτή η μάνα;», ακούστηκε να λέει ένα από τα πρόσωπα του απροσπέλαστου πλήθους, ήτοι «εγώ δεν θα έκανα ποτέ κάτι τόσο κακό». Μοιάζει σαν η συμμετοχή σε μια ομάδα αγανακτισμένων ανθρώπων που δείχνει με το δάχτυλο τον «άλλον», να φαντάζει αποτέλεσμα μιας αυταπόδεικτης ηθικής υπεροχής των μελών της. Όσο πιο μεγάλη η ένταση με την οποία αποποιούνται κάθε ομοιότητα με την δράστη, τόσο μεγαλύτερη φαντάζει η ηθική υπεροχή του ατόμου που ενσωματώνεται στην απρόσωπη μάζα.
Ίσως αυτή η πρόθεση διαφοροποίησης, εάν ισχύει, να δείχνει για κάποιους σχεδόν αναγκαία στα πλαίσια μιας τοπικής κοινωνίας που ζει δίπλα, σε απόσταση αναπνοής από την «πράξη του δράματος». Αναρωτιέμαι σε τί βαθμό μπορεί να αποτελεί μια έμμεση δήλωση, «επειδή είμαστε συντοπίτες ή γείτονες μη με βάζετε στο ίδιο τσουβάλι με αυτή. Εγώ είμαι καλύτερος/η».
Ωστόσο, από την στιγμή που ο όχλος δεν έχει πρόσωπο, αδυνατεί να κρατήσει τα μέλη του υπόλογα των πράξεων που συντελούν υπό το πέπλο της προστασίας του. Η επιθυμία για λινστάρισμα καταχράζεται την ανωνυμία του όχλου και εκδηλώνεται αρχικά με βρισιές και απειλές, την ίδια στιγμή που το άτομο παραμένει με την ψευδαίσθηση ότι διαφοροποιείται από αυτό το οποίο κατακρίνει. Καθώς παρακολουθώ τις εικόνες κατακραυγής κατά την μεταφορά της κατηγορούμενης στον εισαγγελέα, αναρωτιέμαι τί διαφορά μπορεί να έκανε άραγε αν σκεφτόμασταν ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια ανοιχτή πρόσκληση να αποφασίσουμε ως άτομα και ως ευρύτερη συλλογικότητα, τί στάση θέλουμε να κρατήσουμε καθώς υπερασπιζόμαστε την απόδοση δικαιοσύνης; Θέλουμε να αναπαράγουμε την βία που χαρακτηρίζει το ίδιο το έγκλημα ή θέλουμε να κρατήσουμε μια διαφορετική στάση;
Όταν δουλεύω με ανθρώπους που έχουν υποστεί κακοποίηση ανοίγει κάποια στιγμή η συζήτηση γύρω από τα μικρά βήματα που μπορεί να έχουν κάνει στην προσπάθειά τους να αντισταθούν. Μια από τις πιο σημαντικές μορφές αντίστασης που μπορεί να αναγνωρίσει το άτομο για τον εαυτό του είναι η επιλογή μη συμμετοχής στην διαιώνιση της βίας, η άρνησή του να μεταφέρει την ίδια κακοποιητική συμπεριφορά στον αδερφό του, στο φίλο του, την μετέπειτα σύντροφό του. Η συνειδητή θέση που παίρνει όταν εκφράζει την επιθυμία να γίνει άλλου τύπου άντρας, σύντροφος, πολίτης.
Και αυτό νομίζω ότι είναι σημαντικό να το έχουμε στο νου μας όταν σκεφτόμαστε τί είδους αξίες υποστηρίζουν την οργή μας απέναντι σε φαινόμενα κακοποίησης και πώς αποφασίζουμε να εκφράσουμε αυτές τις αξίες τόσο στις διαπροσωπικές μας σχέσεις όσο και στις κοινωνικές μας εκδηλώσεις.
Μητέρα – παιδοκτόνος: Σχήμα φυλετικά οξύμωρο
Η ταύτιση, εκ μέρους του πλήθους, του κακού με ένα συγκεκριμένο πρόσωπο ή οικογένεια συνεπάγεται την απόδοση ατομικής ευθύνης για το έγκλημα στην εν λόγω δράστη – η οποία βεβαίως και της αναλογεί. Η προβληματική πλευρά της προσωποποίησης του κακού, ωστόσο, αφορά την αποστροφή του βλέμματός μας από την δυνατότητα να διευρύνουμε την συζήτηση στις προοπτικές που υπάρχουν να επανααξιολογήσουμε την θέση μας, ως άτομα και ως κοινωνία, σε μια σειρά θεμάτων που συνδέονται με το αρχικό σοκ που προκαλεί το άκουσμα της έννοιας «μητρική παιδοκτονία».
Αλήθεια, τί μπορεί να είναι αυτό που συγκλονίζει τόσο βαθιά τον κοινό νου και ενεργοποιεί το συλλογικό θυμικό στην συγκεκριμένη υπόθεση;
Η ιστορία έχει δείξει ότι παιδοκτονίες γίνονταν ανέκαθεν. Ωστόσο, παρόλο που τόσο άντρες όσο και γυναίκες είναι εξίσου πιθανό να προβούν στην αφαίρεση της ζωής του παιδιού τους, η έκπληξη της κοινής γνώμης από τις μητρικές παιδοκτονίες φαίνεται να υπερισχύει. Πολλά έχουν καταγραφεί και ακόμα περισσότερα έχουν ειπωθεί σχετικά με τα πλαίσια μέσα στα οποία μπορεί να προκύψει μια παιδοκτονία από την μητέρα. Υπάρχουν παραδείγματα με γυναίκες που έχουν προβεί στην παιδοκτονία μέσα σε συνθήκες κοινωνικοοικονομικών προκλήσεων ή ανίατης ασθένειας, ως πράξη «φροντίδας» ή «προστασίας» από μια δυσμενή καθημερινότητα, αλλά και περιπτώσεις κατά τις οποίες η παιδοκτονία προκύπτει στα πλαίσια οριακών ψυχικών προκλήσεων με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπη η μητέρα π.χ επιλόχεια κατάθλιψη, ψυχωτικά επεισόδια κτλ.
Σαφώς κάθε μορφή παιδοκτονίας καταδικάζεται καθολικά αλλά στην περίπτωση της μητέρας, συνήθως παρατηρείται αυξημένη κοινωνική κατακραυγή σε σχέση με αυτήν που υφίσταται ο άνδρας δράστης. Αυτή η διάκριση φαντάζει εύλογη αν αναλογιστούμε πώς η εικόνα μιας γυναίκας δράστη ανατρέπει την έννοια της τυπικής «γυναικείας φύσης» όπως αυτή αναπαριστάται στον κυρίαρχο πολιτισμικό Λόγο π.χ με χαρακτηριστικά ευαλωτότητας και αυξημένης συναισθηματικότητας. Η μητρική παιδοκτονία φαίνεται να αμφισβητεί με τον πιο ευθύ τρόπο κάποιες έμφυλες στερεοτυπικές αντιλήψεις που συνδέουν π.χ την μητρότητα με την αυτοθυσία ή το «μητρικό ένστικτο». Αν και η σύγχρονη ψυχολογία αντιμετωπίζει αυτές τις ιδέες ως κοινωνικές κατασκευές, ωστόσο είναι βαθιά ενσωματωμένες στην δομή του κοινωνικού ιστού, με αποτέλεσμα το σοκ της κοινής γνώμης από την παιδοκτονία μιας μητέρας να εντείνεται.
Αυτή η υπόθεση φαίνεται να ανοίγει παραμετρικά μια κριτική συζήτηση για τον ρόλο των έμφυλων στερεοτύπων στην διαμόρφωση των αντιλήψεών μας περί μητρότητας. Συναντώ καθημερινά στο γραφείο μου γυναίκες που μιλούν για τις περιοριστικές και συχνά δυσβάσταχτες επιδράσεις που έχουν στην ζωή τους, εικόνες που παρουσιάζουν την μητέρα ως μια αμιγώς φροντιστική φιγούρα που είναι προορισμένη αποκλειστικά για να προσφέρει, να μην προκαλεί, να υπομένει. Όσο πιο καλά εδραιωμένες είναι τέτοιες κοινωνικές προσδοκίες γύρω από το ρόλο της γυναίκας ως μητέρα, τόσο μεγαλύτερη «δημοφιλία» αποκτά στις δυτικές κοινωνίες το φαινόμενο του mother-blaming. Από την στιγμή που ο κυρίαρχος Λόγος χρίζει τη μητέρα ως βασική (ή αποκλειστικά) υπεύθυνη για την φροντίδα, την ανατροφή, την κοινωνική και συναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών της, ποιος μένει να υποστεί τις κατηγορίες για οτιδήποτε μπορεί να αποκλίνει από τα πλαίσια της κοινωνικά αποδεκτής εξέλιξής του;
Για να είμαστε ξεκάθαροι, σαφώς αυτές οι επισημάνσεις δεν γίνονται με σκοπό να εξηγήσουν ή να δικαιολογήσουν με οποιονδήποτε τρόπο το φαινόμενο της μητρικής παιδοκτονίας, αλλά η υπόθεση της Πάτρας θέτει πολλαπλά ερωτήματα σε σχέση με τη μητρότητα και πως κατασκευάζεται στην Ελλάδα σαν αποστολή των γυναικών.
Για παράδειγμα, τί γίνεται όταν η μητρότητα μπορεί να έχει και κάποιες βασανιστικές επιπτώσεις στην εμπειρία της μητέρας, ιδιαίτερα όταν οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες και οι έμφυλες σχέσεις είναι δύσκολες;
Κατα πόσο είναι οκ για μια γυναίκα σήμερα να αποδεχτεί ότι βιώνει μια περίπλοκη σχέση με την μητρότητα και να ζητήσει βοήθεια;
Σε τί βαθμό χαίρουν σεβασμού οι γυναίκες που επιλέγουν να ζουν την ζωή τους ελεύθερη τέκνων (child-free women);
Πώς αντιστεκόμαστε όταν υπονομεύεται το δικαίωμα της άμβλωσης και της αυτοδιάθεσης του σώματος της γυναίκας;
Επιπλέον, πώς θα έδειχνε μια συζήτηση γύρω από την ετεροκανόνικότητα και τις έμφυλες αντιλήψεις μας για το τί σημαίνει «υγιής οικογένεια»; Τί θα είχε να προσφέρει η συμπερίληψη της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας σε τέτοιες συζητήσεις; …και ο κατάλογος δεν έχει τέλος…
Παιδική κακοποίηση: Το τραύμα που ζητά κοινωνίες σε εγρήγορση
Μιλώντας για συλλογικές ευθύνες, σκέφτομαι την ιδιόμορφη ζωγραφιά ενός εκ των παιδιών της κατηγορουμένης και αναρωτιέμαι τί μηνύματα μπορεί να επιχειρούσε να μεταφέρει το παιδί στον περίγυρό του; Συνομιλώντας με γονείς στο γραφείο μου, διαπιστώνω ότι δεν είναι λίγες οι φορές που τα παιδιά αντιμετωπίζονται ως ουδέτερα πλάσματα που χρίζουν μιας πατερναλιστικής φροντίδας και επιτήρησης. Συνήθως οι κυρίαρχες πολιτισμικές αντιλήψεις δίνουν έμφαση στην προτεραιοποίηση της ενήλικης γνώσης έναντι της γνώσης των ίδιων των παιδιών για όσα παρατηρούν και βιώνουν στην ζωή τους.
Όμως όπως έλεγε ο σπουδαίος εμπνευστής της Αφηγηματικής ψυχοθεραπείας, ο Michael White, «κανένας δεν παραμένει παθητικός αποδέκτης τους τραύματος. Οι άνθρωποι πάντα κάνουν προσπάθειες να ανταποκριθούν είτε είναι ενήλικες είτε πολύ μικρά παιδιά. Ακόμα και αν δεν είναι σε θέση να σταματήσουν την ίδια την κακοποίηση, κάνουν μικρά βήματα στην προσπάθειά τους να περιορίσουν τις επιδράσεις του τραύματος στην ζωή τους ή να διατηρήσουν ότι είναι πολύτιμο για αυτούς παρά την παρουσία του τραύματος». Τί σημαίνει αυτό;
Τα παιδιά έχουν την ικανότητα να μιλάνε για το κακό που τους συμβαίνει, προσπαθούν να ακουστούν είτε μέσα από ζωγραφιές, είτε μέσα από το δημιουργικό παιχνίδι, είτε με χίλιους δυο άλλους τρόπους που μπορεί να σκαρφιστούν. Παράλληλα όμως η φωνή τους μπορεί να εγκλωβιστεί μέσα στα πλαίσια κυρίαρχων ατομικιστικών ιδεών που εξαίρουν την έννοια της ιδιοκτησίας με αποτέλεσμα να οδηγούν μερικές φορές ορισμένους γονείς να βλέπουν τα παιδιά τους ως κτήμα πάνω στο οποίο λόγο έχουν μόνο οι ίδιοι. Πώς παρακάμπτουμε εκφράσεις όπως «το τί κάνω εγώ με το παιδί μου δεν σε αφορά», όταν υπάρχουν επικίνδυνες ενδείξεις;
Σαφώς είναι απαραίτητη η θεσμική υποστήριξη εκ μέρους της πολιτείας με φορείς που θα είναι σε ετοιμότητα να αναλάβουν την προστασία των παιδιών. Επιπλέον είναι καταφανής η ανάγκη λειτουργίας δομών οι οποίες θα είναι σε θέση να αναλάβουν την υποστήριξη οικογενειών που αντιμετωπίζουν σοβαρές προκλήσεις στην ανατροφή των παιδιών τους. Διότι κανένα έγκλημα δεν είναι αποκλειστικά υπόθεση μιας προσωπικής ή/και οικογενειακής ιστορίας. Τα εγκλήματα είναι πάντα (και) κοινωνικά.
Κασσάνδρα Πήτερσεν
Ψυχολόγος, MSc Αφηγηματική Ψυχοθεραπεύτρια & Επόπτρια
Διδάσκουσα στο διεθνές Masters Αφηγηματικής Θεραπείας και Κοινοτικής Πρακτικής του Πανεπιστημίου της Μελβούρνης
Επίτιμος Κλινικός Συνεργάτης της Σχολής Κοινωνικής Εργασίας του Πανεπιστημίου της Μελβούρνης
Μέλος του διεθνούς διδακτικού προσωπικού του Dulwich Centre, Adelaide, Australia.
Website: www.kassandrapedersen.gr