Πού γέρνεις αδερφέ μου; Πού αναπαύεται η οργή σου;
Στης ντροπής, ούτε που κοντοστάθηκες το πρώτο το σκαλί.
Αιώνες τώρα, εκεί που φτύνεις είναι γη σου
κι έχουν τη μυρωδιά των άταφων νεκρών οι ντροπαλοί.
Τον ορίζοντα που κοιτάς, δε τον ζωγράφισε ανθρώπου χέρι,
ούτε η βροχή έκανε χώρο στον ήλιο για μια δράκα στάρι.
Ούτε η αγάπη μέριασε, για λίγο αντίδωρο κι ένα αγιοκέρι.
Ούτε το δάκρυ ζήλεψε φυλακισμένη μέλισσα σε κεχριμπάρι.
Από τα γεννοφάσκια σου, βαριές ευχές σε στόλιζαν
για να μη λείπει ποτέ η φωτιά απ΄το περίγραμμα σου.
Τύχη σε γιόμιζαν, ξέραν που τόξευαν κι όλα όσα ξόρκιζαν
για να ‘χεις παραβλάσταρο το φόβο και πίκραμα σου.
Κι η λευτεριά σου, των αδούλωτων το μόνο σημαδούρι,
πώς και σου φάνταζε λίθος ασήκωτος του λογισμού;
Πώς και σε τρόμαζε ο βοριάς σκίζοντας σου το ανεμούρι
κι ο ήχος του νερού, στη στενοποριά του ποταμού;
Μάλλον κάποιος δεν πρόκαμε ν΄αποσώσει την ευχή του.
Δε σου εξήγησε πως τα επιμύθια δε ‘ναι για χόρταση
πως το σκοτάδι χρωστάει στην αμφιλύκη την ατίμωσή του
κι ότι οι άγγελοι παραθερίζουνε πια στην κόλαση.
Τριγύρω σου οι αξύπνητοι ιδρωκοπούν για σένα.
Διαρκώς μαζεύουνε, φόβους στα πόδια σου αποθέτουνε.
Σε κάθε επιστροφή τους έχουν τα μαύρα τους πανιά κατεβασμένα.
Θρασεύουνε, όλο και πιο πολύ σε ξεπαστρεύουνε.
Τώρα σου απόμεινε των καιρών η σκοτεινιασμένη όψη.
Το νεκροκέρι που βαστάς είναι δικό σου ψώνι.
Οι παραστάτες φυλακάτορες σ΄έχουν πετσοκόψει.
Αν βρει η μαυράδα απλοχωριά, αιώνιο γίνεται καψόνι.
Εμείς οι δυό, πώς και βρεθήκαμε στην ίδια λόχμη;
Κάθε ανάσα μου τους μοιάζει αντιμιλιά, Κάθε ανάσα
Καλά καλά δε ξέρεις ποιο έχω παρανόμι
Γιατί είχες φύγει πριν του πετεινού τη δεύτερη λαλιά.
Κι είχα τόσα να σε ρωτήσω.
Πού κρυφτήκανε τα όνειρα που ξεχειλίζανε την πλάση;
Στο βυθό της σκέψης μου λύπες γιατί σωριάζονται;
Πώς κι η λιόντισσα ψυχή σας τόσο καλά τα ‘χει ζυγιάσει;
Γιατί οι ακάματοι, αγριάρμενοι, λατρεύουν να διχάζονται;
Γιατί του χρόνου οι άπραγοι διαβάτες την ασφάλεια διαλέγουν;
Κι εμάς, γιατί της λευτεριάς προαιώνιοι πόθοι μας θεριεύουν;
Γιατί οι θλιμμένοι στους γελαστούς πάντα αντιλέγουν;
Και γιατί οι πονηροί, οι τωρινοί, τη μνήμη μας κουρσεύουν;
Μπορώ να σε ρωτάω μέρες, χωρίς μια απάντηση να πάρω.
Μόνη μου δικαίωση η βουβαμάρα και των ματιών σου το χαμήλωμα.
Ξέρεις πως το ‘χω εύκολο να σε κοντράρω, να σε σοκάρω,
αρνούμαι όμως στην ιερά σινδόνη σου να γίνω αποτύπωμα.
Ο άνθρωπος ο ελευθερόστομος ποτέ δεν ειρηνεύει.
Πολλές φορές θρηνεί όσους γλυτώσανε από σας κι από το θάνατο.
Στα λεύτερα διαλείμματά σου δεν καθρεφτίζεται, δε χωρατεύει.
Δρομάρι δεν ανέχεται, ζει στο αμετάβλητο και στο απαράβατο.
Γίνεται ρείθρο βαθύ κι η φωνή της πέρα άκρης.
Σιωπή κλειστού κουκουναριού και στουρναρόπετρα συνάμα.
Θεογονίας ευωδιά, χυμός αμπελιού της Άσκρης.
Ξέχειλη λήκυθος απ’ της ελιάς το επίγειο θάμα.
Τη στερνή μέρα του φόβου προσδοκάει με υπομονή
και στη μυλόπετρα του χρόνου αλέθει όλες τις χαρές του.
Γίνεται θυμάδα μπαρουτιού κι ωδή στην επικούρεια ηδονή.
Δεν τον βρίσκει χαραμέρι μ’ άλυτες τις διαφορές του.
Όπου το απόσκιο κεραμώνει, νύχτες λευτερώνει.
Είναι μπουκέτο με σπαραγμούς και της αδικίας βρούχος.
Πνεύμα ασκλάβωτο, άσβηστος φάρος που τους τυφλώνει.
Από το άγιο αρτοφόρι ίσως ο μόνος δικαιούχος.
Και σήμερα τα τσανάκια της προόδου, οι ρημαχτές,
τα καταφέρανε στο μελαγχολείο τους μαθητεύουν τα παιδιά μας.
Βγάλ’το από το νου σου, δε σε δικάζουμε για χτες,
απλά εσύ γνωρίζεις πόσα ονόματα έχει ο φονιάς μας.
Μας χωρίζει η άβυσσος και της ζωής οι απογκρεμιές.
Εμείς τα λάφυρα τα θάψαμε νωρίς στα βάλτα.
Για εσάς οι σκλαβωτές ονειροπύλη ανοίξανε με πεθυμιές.
Φτάνει τα λόγια, απρόφερτα να παραδέρνονται στα ράχτα.
Ποιος να ‘χει λίγο τίμιο σπόρο μαζί με λίγο αποκοτιά;
Nα του χαρίσω χίλια λόγια μου, να σαρκωθούν μπροστά του.
Πότε γιορτάζει η άγια προσμονή, να μεταλάβουμε φωτιά;
Μήπως ανταμώσουμε αυτόν που φορούσε τη ψυχή μας στα όνειρά του;
Η φλόγα μας δεν έσβησε Κωστή στα βαλτονέρια.
Έλαχε η χώρα που μας σώριασαν, της λευτεριάς η μάνα να ‘ναι.
Ως άνομοι τιμήσαμε τ’ αλέρωτα μας χέρια
μα κοίτα, οι αεροκάμωτοι πως μας περιγελάνε.
Μέσα στο τσόφλι δε χωρούμε, έλεγες τότε, Μακρυγιάννη
κι ότι απ’ άλλους δρόμους ο κόσμος αυτός θα ξαναγίνει.
Δε μέτρησες ότι από βόλι η πληγή ίσως να γιάνει
Όμως απ’ τη βολή, το αίμα τρέχει σαν κρήνη.
Για όσους κομπολογιάζουν τις ζωές, το πιο ωραίο το ‘πε ο Λαδάς.
«Σκορπιοί να γίνουν τα λεφτά τους και τα χρυσά τους φίδια».
Μοιρολογίστρες να τους κλαίνε και δίπλα εσύ να τραγουδάς
κι όταν σωπάσεις να καούν εώς και τα κεραμίδια.
Ετούτοι, όλοι οι αργυρώνητοι που γινήκαν οργοτόμοι,
σύντομα, όσων δε λύγισαν θα ανταμώσουν την οργή.
Κατάγναντα όπως οι κορακόφθαλμοι στης λήθης το λατόμι
παρθένες Θυσιάζουν χάριν αυτού που ιερουργεί.
Κι εγώ, που τόσους μύθους έχω κηδέψει,
πάντα μισούσα τη δόξα τη γηροκόμα.
Πόσο έχω κουραστεί, πόσο έχω λιγοστέψει.
Πώς να σεβαστώ τις ρίζες μου όταν οι καρποί μου σαπίζουνε στο χώμα;
Πόσες φορές κλαδεύτηκε τούτος ο λαός κι ωφέλιμη ούτε μία,
απ’ τους ασχημονούντες γύρω μας εώς τους κυριευτές.
Στων καιρών τα χαλάσματα υπήρχε πάντα κακοσμία
και μόνο οι πασίχαροι και μόνο μοιάζανε θριαμβευτές.
Τώρα να δεις που το νερό ήρθε πάνω στο καντήλι
και του νου οι κούφιοι με αγριοσύνη πιάσανε όλα τα δερβένια.
Τον ενάρετο βίο έχουν κρυψώνα μόνο οι Γραικύλοι,
βαριόμοιρες μέρες, για πλάσματα αχυρένια.
Τι ωραία ήταν, όταν σαν άγριο άλογο η ζωή γύρω αμολιότανε.
Πόσο πεθυμούσα να τη βλέπω να τρέχει, όλων των δεινών μας υπερείχε.
Σαν κόρη ανέμελη κι αναβλεψιά του έρωτα περνιότανε,
όμως σεβότανε που πλάι της έστω και φτωχούς μας είχε.
Δακρύζω ήδη λοιπόν με τους αυριανούς σου θρήνους
καταξόδεψες τη σκέψη σου για το θάνατό σου.
Πίστη κι υποταγή ορκίστηκες στους καμποτίνους,
καταπόδι τους, κάτω για κάτω έσυρες τον ουρανό σου.
Μα τ’ άστρα είναι ασάλευτα, απροσμάχητος θυρεός.
Απλά δεν ένοιωσες ποτέ, που δακρύζει η στάχτη.
Του απείρου πύρη, γνωστή κι ως θεός,
πυλώνας φωτός, ορισμός του ενός και του χρόνου αδράχτι.
Βλέπεις, γιατί όλοι εσείς από τρόμο αναριγείτε;
Οι πρωτοπανηγυριώτες πάντα στο μυαλό τους κρύβουν κι άλλα.
Σα νυσταγμένες πόρνες, θα θυμηθείτε, πριν πλυθείτε,
όλους όσους περίμεναν λίγο χαρά απόψε στη σάλα.
Στέκεστε μπρος στη φωτιά με τα χέρια σας άκαφτα
και πλαγιοφεγγαρίζετε να φύγει ο διψασμός σας.
Μουστερήδες τρυπωμένοι σε τσουβάλια άραφτα.
Στον αγύριστο λοιπόν κι εσείς κι ο κομπασμός σας.
Κάλιο ακουμπισμένος στων αλλοτινών να είμαι τα ανθολόγια.
Πάνω απ΄το κεφάλι τους σφυρίζανε τα βόλια του εχθρού.
Πάνω απ’ τα δικά μας, σφυρίζουνε των λεκιασμένων λόγια,
ενώ περιμένουμε το νεύμα ενός «μάγιστρου» γιατρού.
Νοιώθω σαν πέτρινο ερημοκλήσι που το γκρεμίζει ο καιρός.
Σαν του Στρατήγη τον «Ματρόζο» και το μέγα καημό του.
Πεθαίνω διακόσια χρόνια συνεχώς όπως της καλογριάς ο γιός.
Κανείς τη τελευταία ανασεμιά δεν θ’ ακούσει απ’ το θεριό του.
Στα αδούλωτα θα σβήσουμε κι ούτε ένας λερός στο ξόδι μας.
Ο δήμιος στέκεται άδικα δίπλα της καρμανιόλας..
Φονιάδες, αφήσαμε, στίχους μας στο πόδι μας
γι’ αυτούς που τρέχεις να δαφνοστολίσεις κιόλας.
Εσύ που φοβάσαι να θυμηθείς και λατρεύεις να ξεχνάς.
Που θες αθάνατος να γίνεις χωρίς γνώση του θανάτου.
Σα μαυρισμένα μπακίρια μας κοιτάς και τολμάς
να μας προστάζεις με ύφος άρχοντα πρωτοκλασάτου.
Μάθε λοιπόν ότι αδερφός είναι ο θάνατος της λευτεριάς
και το μονοπάτι προς αυτήν, δικαίωση και πυρανέβασμα.
Το ξεμαντάλωμα και το ένστικτο, οι μόνοι τρόποι γιατρειάς.
Δε σαμαρώνεται ο Ρωμιός, ο Ρωμιός διψάει για φτέριασμα.
Είναι διάπυρη η ζωή μας και καμωμένη μ’ αστραπές
κι όσοι απλά ραχατεύουν στο παραγώνι της,
δε βλέπουν προκοπές, τη βγάζουν σε μέρες χαλεπές
μ’ αποφάγια και ‘πιστρόφια που αφήνουν οι δραγόνοι της.
Θα γράφω μέχρι να ξεπέσω σε μονόλογους κενόσοφους ,
μέχρι από μέσα μου το δάσκαλο για πάντα να τελειώσω.
Το νέο ρόλο αναλογίζομαι του ανθρώπου πάνω στους νεκρόλοφους
κι αν μετά την προφυλάκιση ετούτη θ’ αγριώσω.
Ξεμανταλώστε μωρέ, δεν έχουν κριθεί όλα οριστικά.
Πάντα ανοίγονται νέα ρυάκια όταν φράζει μια πηγή.
Αν στο τρισκόταδο δουλεύουν οι μουσαφιραίοι μυστικά,
ας γίνουμε μια ο καθένας της λευτεριάς παραλογή.
Μιχάλης Μυτακίδης (B.D.Foxmoor of Active Member) Δεκέμβριος 2020