Θυμάστε ένα υπέροχο τραγούδι του Διονύση Σαββόπουλου; Είναι λίγο …. παλιό, του 1979, από τη «Ρεζέρβα» σε μουσική και στίχους του ιδίου:
«Δεν ξέρω τι να παίξω στα παιδιά στην αγορά, στο Λαύριο
Είμαι μεγάλος, με τιράντες και γυαλιά κι όλο φοβάμαι το αύριο
Πώς να κρυφτείς απ’ τα παιδιά; Έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα.
Και μας κοιτάζουν με μάτια σαν κι αυτά όταν ξυπνούν στις δύο η ώρα
Ζούμε μέσα σ’ ένα όνειρο που τρίζει, σαν το ξύλινο ποδάρι της γιαγιάς μας
μα ο χρόνος ο αληθινός, σαν μικρό παιδί είναι εξόριστος
μα ο χρόνος ο αληθινός, είναι ο γιος μας ο μεγάλος κι ο μικρός
Δεν ξέρω τι να παίξω στα παιδιά, μα ούτε και στους μεγάλους
πάει καιρός που έχω μάθει ξαφνικά, πως είμαι ασχημοπαπαγάλος
Πώς να τα κρύψεις όλα αυτά; Έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλοι.
Και σε κοιτάζουν με μάτια σαν κι αυτά, όταν γυρνάς μέσα στην πόλη»
Το ήξερα βέβαια το τραγούδι αν και λίγο παλιό αλλά ομολογώ ότι δεν το είχα «βάλει μέσα μου» ποτέ. Κι ακούγοντάς το εκείνο το απογευματάκι, ανακάλυψα την αλήθεια του και τη σχέση του μ’ εμάς. Με όλους εμάς. Που αν και ξέρουμε καλά ότι τα παιδιά δεν τα ξεγελάς, συνεχίζουμε να κρυβόμαστε, να τους κρύβουμε τις αλήθειες, να τους ωθούμε να ζήσουν μέσα σε ένα ωραιοποιημένο ψέμα. Άχρηστος κόπος. Έτσι κι αλλιώς, τα ξέρουν όλα.
Μήπως ήρθε η ώρα να μιλήσουμε ειλικρινά για τα παιδιά;
Πώς αντέχουμε να μη μιλάμε στα παιδιά;
Επιτρέπεται να μη μιλάμε στα παιδιά;
Στους αυριανούς πολίτες, σ ‘ αυτούς που κάποια στιγμή θα πάρουν τα πράγματα στα χέρια τους; Θέλουμε να μας κρύβουν την αλήθεια έτσι όπως τους την κρύβουμε κι εμείς;
Επιτέλους, να πάρουν τα πράγματα στα χέρια τους. Γιατί μη μου πείτε ότι εμείς τα κάναμε καλύτερα. Μη μου πείτε ότι είμαστε περήφανοι γι’ αυτό που ενσυναισθάνονται τα παιδιά καθημερινά, αυτό που είναι δικό μας έργο, γι’ αυτό που ζουν, γι’ αυτό που θα παραλάβουν μεγαλώνοντας.
Κι ακούγοντας το Σαββόπουλο να τραγουδά ήρεμα, χωρίς καθόλου μουσική «βαβούρα», χωρίς «κόλπα» ερμηνευτικά, αναρωτήθηκα: Δεν το έχουμε σκεφτεί ποτέ ότι κάθε φορά που ένα παιδί ρωτάει «γιατί;», μας δίνει τη μοναδική ευκαιρία να μην του πούμε ένα ξερό: «γιατί έτσι». Αλλά να του απαντήσουμε. Να του εξηγήσουμε. Να αρχίσουμε να το προετοιμάζουμε γι’ αυτά που θα αντιμετωπίσει τότε που ίσως εμείς να μην είμαστε πια κοντά του για να μας ζητήσει μιαν εξήγηση με αυτό το «γιατί;» της παιδικής αθωότητας και να εισπράξει αυτό το ανόητο «γιατί έτσι». Αλλά κι αν είμαστε ακόμα εκεί και μας ρωτήσουν γιατί αφήναμε αναπάντητα τόσα πολλά ερωτηματικά; Τι θα απαντήσουμε; «Γιατί έτσι»;
Σας προσκαλώ να σεβαστούμε και να βάλουμε προτεραιότητά μας τα παιδιά. Σας παρακαλώ εγώ που πάνω από 10 χρόνια μπαίνω στις σχολικές τάξεις σε όλη την Ελλάδα στο πρόγραμμα εξοικείωσης των μαθητριών και των μαθητών με την αναπηρία, που υλοποιούμε με άδεια του Υπουργείου Παιδείας. Χιλιάδες πλέον φορές, ατέλειωτες διδακτικές ώρες, έχουμε μπει στα σχολεία σε μια απελευθερωμένη συζήτηση για τη Διαφορετικότητα, μαζί με τα παιδιά, χωρίς στείρους κανόνες, χωρίς όρους μαθήματος.
Γιατί ποιος είμαι εγώ να κάνω μάθημα στα παιδιά;
Το μόνο που μπορώ, είναι να τους δώσω μια απάντηση βγαλμένη μέσα από την αλήθεια που ζω μια ολόκληρη ζωή. Μέσα από όλα όσα εγώ δεν βλέπω αλλά τα βλέπουν τα παιδιά.
Μου λένε καμιά φορά «Γιατί είναι έτσι τα πράγματα;», όταν τους λέω για τις δυσκολίες στην καθημερινότητα των τυφλών. Για τα απροσπέλαστα πεζοδρόμια, για τα εμπόδια, για τις μπλοκαρισμένες διαβάσεις, για τις τρύπες που ανοίγουν – αλλά δεν κλείνουν- τα συνεργεία που κάνουν έργα, για τους κωφούς συνανθρώπους μου που δεν έχουν διερμηνέα να πάνε σε μία δημόσια υπηρεσία και να ζητήσουν από το πιο απλό πιστοποιητικό, μέχρι να πάνε στο νοσοκομείο και να πουν στο γιατρό που πονάνε, για τους συνανθρώπους μας σε αναπηρικά αμαξίδια που δεν τους βλέπουν τόσο συχνά γιατί τα αμαξίδιά τους δεν ανεβαίνουν σκάλες, ούτε πεζοδρόμια με ράμπες κατειλημμένες…….. γιατί….. γιατί….. γιατί…..
Ξέρετε τι αποφάσισα να κάνω;
Σ αυτό το «Γιατί;» να τους αντιστρέφω την ερώτηση: « Πέστε μου εσείς παιδιά». Και να παίρνω αφοπλιστικές απαντήσεις. Μέσα από τις οποίες, μαθαίνω. Ενημερώνομαι. Διαπιστώνω. Τι να τους πεις των παιδιών για όλα αυτά; Έτσι κι αλλιώς, τα ξέρουν όλα. Και το μόνο που δε θέλουν είναι οι μεγαλίστικες απαντήσεις στα ερωτήματά τους. Τα τόσα «γιατί έτσι», η «θα σου πω αργότερα», ή «πήγαινε τώρα να παίξεις» που εισπράττουν. Άβολες, διστακτικές, φοβισμένες, αφελείς απαντήσεις. Μα είναι αυτά απαντήσεις που πλάθουν χαρακτήρες στους ανθρώπους που θα έρθουν να μας κρίνουν κάποια στιγμή;
Ας το χωνέψουμε: Τα παιδιά, μάς δίνουν μοναδικές ευκαιρίες να περνάμε, σε κάθε «γιατί», από εξετάσεις μπροστά τους.
Γράφει ο Βαγγέλης Αυγουλάς, Δικηγόρος, Πρόεδρος Α.Μ.Κ.Ε. «Με Άλλα Μάτια» – Μέλος Δ.Σ. του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών