Η φυλακή αποτελεί μία μικροκοινωνία, στην οποία συμβιώνει ένας υψηλός αριθμός ατόμων με σημαντικές σε πολλές περιπτώσεις διαφορές μεταξύ τους (γλωσσικές, κοινωνικές, οικονομικές, πολιτισμικές, ηλικιακή κλπ.). Ακόμα και η διαφοροποίηση μεταξύ των διαπραττόμενων αδικημάτων -και κατ’ επέκταση η διαφορετική ποινική αλλά και κοινωνική απαξία που επισύρουν τα εν λόγω αδικήματα- είναι μία πραγματικότητα που καταγράφεται στις φυλακές και ασκεί τις δικές της ισχυρές επιδράσεις στον μικρόκοσμο των κρατουμένων. Η φυλακή μπορεί να εκληφθεί ως μία μικρογραφία της κοινωνίας χωρίς όμως να ταυτίζεται απόλυτα με την ελεύθερη κοινωνία, καθώς καταγράφονται σημαντικές διαφοροποιήσεις που δεν μπορούν να αγνοηθούν από τους μελετητές. Πιο συγκεκριμένα, σε αντίθεση με τους ελεύθερους πολίτες, οι τρόφιμοι βιώνουν μία παραμορφωτική ή έστω αλλοιωμένη κοινωνική πραγματικότητα όταν εισέρχονται στη φυλακή. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι στην πραγματικότητα της φυλακής τίποτα δεν είναι αυτονόητο και δεδομένο. Αντίθετα, οι έγκλειστοι πρέπει να κερδίσουν όλα όσα θεωρούνται αυτονόητα για τα μέλη της ευρύτερης κοινωνίας (ακόμα και πράγματα, όπως είναι τα τσιγάρα ή η τηλεκάρτα στα οποία το ευρύ κοινό έχει ανά πάσα στιγμή πρόσβαση, είναι αντικείμενα που στο κλειστό και περιοριστικό περιβάλλον της φυλακής αποκτούν μία πολύ μεγάλη σημασία για κάθε κρατούμενο/κρατούμενη) και παράλληλα αγωνιούν να κερδίσουν τη δική τους θέση στον χώρο των φυλακών, αποτελούμενο τόσο από τη μεγάλη ομάδα των κρατουμένων όσο και από τις επιμέρους υπο-ομάδες που διαμορφώνονται.
Επίσης, στον χώρο της φυλακής, πέραν της αυτονόητης στέρησης της προσωπικής ελευθερίας, αφαιρείται από τους εγκλείστους ένα δικαίωμα το οποίο είναι πολύτιμο για τα μέλη της ευρύτερης κοινωνίας και αναφερόμαστε ασφαλώς στο δικαίωμα της επιλογής που διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο στην ελεύθερη κοινωνία. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος οι τρόφιμοι δεν μπορούν να αναπτύξουν ελεύθερα την προσωπικότητά τους. Δεν έχουν καν τη δυνατότητα να ορίζουν το καθημερινό πρόγραμμά τους, αφού υπόκεινται στον διαρκή και σκληρό έλεγχο μίας και μοναδικής εξουσίας, ενώ όλες οι εκφάνσεις της δραστηριότητάς τους είναι αυστηρά προγραμματισμένες και αποβλέπουν πρωτίστως στην πειθάρχηση και εύρυθμη λειτουργία του ιδρύματος.[1] Σε αυτό το άτεγκτο πλαίσιο, συμπεραίνουμε, ότι η επιβίωση καθίσταται δύσκολη και ως εκ τούτου η καθιέρωση από την πλευρά των τροφίμων ενός συνόλου αρχών και αξιών που ρυθμίζει τη μεταξύ τους επικοινωνία και αλληλεπίδραση θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα λογικό επακόλουθο της συνύπαρξής τους σε αυτό τον χώρο με τα πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Κατ’ αντιστοιχία άλλωστε με την ελεύθερη κοινωνία, όπου πέρα από τους θεσμικά καθιερωμένους κανόνες, τα μέλη των επιμέρους ομάδων (επαγγελματικών, συγγενικών, φιλικών κλπ.) ακολουθούν ορισμένους άγραφους κανόνες για τη διατήρηση της συνοχής της ομάδας τους, οι κρατούμενοι/κρατούμενες ακολουθούν κανόνες, οι οποίοι λόγω του περιοριστικού πλαισίου των φυλακών αποκτούν -παράλληλα με την πρακτική τους σημασία- μία συμβολική αξία και σημασία για τον έγκλειστο πληθυσμό, ακόμα κι όταν δεν ακολουθούνται πιστά. Βέβαια πρέπει να τονίσουμε ότι με την πάροδο των ετών υφίστανται εμπλουτισμούς και διαφοροποιήσεις που κρίνεται σκόπιμο να μελετώνται ανά τακτά χρονικά διαστήματα σε ερευνητικό επίπεδο.
Η εκμάθηση και υιοθέτηση αυτών των κανόνων θα μπορούσαμε να πούμε ότι αρχίζει με την είσοδο του κάθε κρατούμενου/της κάθε κρατούμενης στη φυλακή και λαμβάνει χώρα σε όλη τη διάρκεια έκτισης της ποινής τους, δεδομένου ότι η ζωή αλλάζει εκτενώς και σε πολλά επίπεδα με την είσοδο του ατόμου στη φυλακή, όπου έρχεται αντιμέτωπο, όπως εξαρχής υπογραμμίσαμε, με μία διαφορετική πραγματικότητα. Να σημειωθεί ότι η χαρακτηριζόμενη«ιδρυματοποίηση»[2], ή κατά άλλους μελετητές «φυλακοποίηση» (prisonization), ξεκινά απότομα και επώδυνα για τους εγκλείστους, οι οποίοι με την είσοδό τους στο κατάστημα κράτησης υποχρεούνται να επαναπροσδιορίσουν την προσωπική τους ταυτότητα, γιατί εξαναγκάζονται να εγκαταλείψουν τις δραστηριότητες και τους δεσμούς (συγγενικούς, φιλικούς, επαγγελματικούς) που είχαν στην ελεύθερη κοινωνία και να αποδεχτούν τον ρόλο του «κατώτερου» στη «μικροκοινωνία» της φυλακής, τουλάχιστον μέχρι να αποκτήσουν τη δική τους θέση και τον δικό τους χώρο μέσα στη φυλακή. Άμεση συνέπεια των παραπάνω είναι η αναζήτηση μέσων για να βιώσουν όσο πιο ανώδυνα γίνεται τη σκληρή εμπειρία της φυλακής[3] αλλά και η εκμάθηση μορφών συμπεριφοράς και νέων συνηθειών αναφορικά με την καθημερινή τους διαβίωση. Γι’ αυτό, σε σύντομο χρονικό διάστημα όλες οι ενέργειες και οι παρεχόμενες «ανέσεις» (π.χ. ένα τσιγάρο, μία καραμέλα, μία τηλεκάρτα κ.λπ.) αποκτούν πολύ μεγαλύτερη αξία για τους κρατούμενους/τις κρατούμενες από όσο θα τους απέδιδαν τα μέλη της ελεύθερης κοινωνίας.[4] Σε αυτό επομένως το πλαίσιο, των περιορισμών και καταναγκασμών, αναπτύσσεται ο άγραφος κώδικας συμπεριφοράς των τροφίμων, ο οποίος πηγάζει από τις κυρίαρχες αρχές του χαρακτηριζόμενου στην εγκληματολογική έρευνα «υποπολιτισμού» της φυλακής.
Είναι σημαντικό να επισημανθεί εδώ ότι ο «υποπολιτισμός» των φυλακών συνιστά μία πολυσύνθετη έννοια, εφόσον πηγάζει από λέξεις, εικόνες, συμπεριφορές και κινήσεις, μέσω των οποίων οι κρατούμενοι δημιουργούν το δικό τους αξιακό σύστημα το οποίο οφείλουν να ακολουθούν. Ένα ακόμα ενδιαφέρον σημείο είναι ότι, μολονότι ο «υποπολιτισμός» παραβιάζει τους επίσημους κανόνες που διέπουν τη ζωή στη φυλακή, αποτελεί «θεσμό» των φυλακών. Αυτό σημαίνει ότι στερεώνεται σε γερές βάσεις και σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό μεταφέρεται από γενιά σε γενιά. Ειδικά στις ευρωπαϊκές φυλακές έχει αποδειχθεί ότι η συνέχεια στη μορφή και το περιεχόμενο της «υποκουλτούρας»[5]των εγκλείστων οφείλεται στον μεγάλο βαθμό υποτροπής του ποινικού πληθυσμού. Μέσω των υποτρόπων, οι οποίοι κατείχαν υψηλές θέσεις στην ιεραρχία της φυλακής λόγω των «πλούσιων» εμπειριών τους, οι αρχές του «υποπολιτισμού» διαδίδονταν στις επόμενες γενιές φυλακισμένων. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα τέλη του 19ου αιώνα στη Γαλλία, δύο στους πέντε φυλακισμένους άντρες και μία στις τέσσερεις φυλακισμένες γυναίκες ήταν υπότροποι, αν και αυτά τα πρόσωπα δεν ήταν κατ’ ανάγκην οι πιο επικίνδυνοι εγκληματίες. Όλα αυτά τα άτομα μετακινούνταν από τις περιφερειακές στις κεντρικές φυλακές και κατά συνέπεια διαδραμάτισαν κρίσιμο ρόλο στη διαμόρφωση του «υποπολιτισμού» των φυλακών.[6]
Σταδιακά οι «υποπολιτισμοί» αποτέλεσαν ρυθμιστικό παράγοντα μέσα στη φυλακή, γεγονός που καταδεικνύει τη δύναμή τους. Πρέπει εν τούτοις να διευκρινίσουμε ότι ο «υποπολιτισμός» δεν είναι ούτε ενιαίος για όλα τις φυλακές, ούτε μοναδικός. Παρόλο που οι αρχές του παραμένουν λίγο έως πολύ κοινές, ακολουθεί -ως αναπόσπαστο στοιχείο της δομής των φυλακών- τις σημαίνουσες κοινωνικο-πολιτικές εξελίξεις, με αποτέλεσμα να προσαρμόζει τις αρχές του στα εκάστοτε δεδομένα. Για παράδειγμα, στο πλαίσιο της νεότερης κοινωνίας καταγράφηκε μία σημαντική προσπάθεια βελτίωσης των συνθηκών που επικρατούν στις φυλακές. Ως λογικό επακόλουθο ο «υποπολιτισμός» προσαρμόστηκε στη νέα κατάσταση.[7] Όμως παρά τα βήματα προόδου, στις σύγχρονες κοινωνίες καταγράφεται μία νέα οπισθοδρόμηση, οφειλόμενη κυρίως στο φαινόμενο του υπερπληθυσμού, το οποίο έχει διαχρονικά λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις και αφορά τόσο την υπερπλήρωση των φυλακών, όσο και τον συνωστισμό των κρατουμένων στους ιδιαίτερους χώρους κράτησης (κελιά, αίθουσες ψυχαγωγίας, βιβλιοθήκες, προαύλια). Οι πιο αρνητικές και πολύ ανησυχητικές επιπτώσεις συνίστανται στα ακόλουθα σημεία: πρόκληση βίας, υποτροπή, αποδράσεις, εκδήλωση ζητημάτων σωματικής και ψυχικής υγείας.[8] Αυτές οι επιπτώσεις οφείλουν να μας απασχολήσουν εκτενώς ερευνητικά. Παράλληλα, πρέπει να τονίσουμε ότι η μεγάλη κρίση στα καταστήματα κράτησης σχετίζεται με την εθνολογική, πολιτισμική, κοινωνική και εγκληματολογική αλλαγή του πληθυσμού των φυλακών.[9] Πλέον συμβιώνει σε αυτά ένα συνονθύλευμα «υποπολιτισμικών» ομάδων (π.χ. τοξικοεξαρτημένοι, οικονομικοί εγκληματίες, μέλη σκληρού οργανωμένου εγκλήματος, γηγενείς-αλλοδαποί και πολλές άλλες διακριτές μεταξύ τους ομάδες). Υπό αυτή την έννοια δύναται να δημιουργηθούν ξεχωριστοί μεταξύ τους «υποπολιτισμοί», με έναν κοινό ασφαλώς παρονομαστή: την προσαρμογή και επιβίωση στο περιβάλλον της φυλακής.[10]
Τέλος, είναι άξιο σχολιασμού ότι ο «υποπολιτισμός» των φυλακών έχει έντονα συμβολικές διαστάσεις και προεκτάσεις, οι οποίες πηγάζουν από τις πολυάριθμες στερήσεις που υφίσταται το άτομο από την πρώτη στιγμή που εισέρχεται στη φυλακή. Άλλωστε, ήδη με την καταδίκη του βιώνει την κοινωνική αποδοκιμασία, η οποία επιτείνεται με την είσοδό του στη φυλακή, όπου υποβάλλεται σε «διαδικασίες ταπείνωσης» και «τελετές εξευτελισμού».[11] Ιστορικά, ο εξευτελισμός των κρατουμένων πραγματοποιείται μέσω συμβολικών διαδικασιών, όπως είναι η αντικατάσταση των ονομάτων με αριθμούς, η έλλειψη επωνυμίας με την επιβολή ομοιόμορφων στολών, η επιμονή σε κινήσεις σεβασμού και υποταγής όταν απευθύνονταν σε ανώτερους, το ξυρισμένο κεφάλι και πολλά άλλα στοιχεία που κυριάρχησαν σε παρελθούσες εποχές, αν και κατάλοιπά τους εντοπίζονται ακόμα και σήμερα σε φυλακές ανά τον κόσμο.[12]
Συνοψίζοντας η φυλακή, τόσο ως φυσικός χώρος έκτισης ποινής όσο και ως χώρος με συμβολικές διαστάσεις, επιδρά καταλυτικά στην ψυχοσύνθεση των εγκλείστων και την εν γένει συμπεριφορά τους εντός και εκτός φυλακής. Ο ιδιαίτερος και ιδιόμορφος χαρακτήρας αυτού του περιβάλλοντος, που στηρίζεται σε διαρκείς απογοητεύσεις και διαψεύσεις προσδοκιών, ερμηνεύει τους βαθύτερους λόγους (πρακτικούς, κοινωνικούς και ψυχολογικούς) για τους οποίους αναπτύσσεται ο «υποπολιτισμός» των τροφίμων. Γι’ αυτό, μπορούμε με βεβαιότητα να ισχυριστούμε ότι λειτουργεί ως μηχανισμός αντίδρασης αλλά και άμυνας, στα «δεινά» της φυλάκισης που έχουν διεξοδικά αναλυθεί σε προηγούμενα άρθρα μας. Οι κρατούμενοι μέσω αυτού προσπαθούν να κερδίσουν τον δικό τους ζωτικό χώρο αλλά και να αναπληρώσουν τον χρόνο έκτισης ποινής που θεωρείται «χαμένος» ή «κλεμμένος» από τη ζωή τους. Αυτό συμβαίνει γιατί όλοι οι έγκλειστοι, ανεξαρτήτως διάρκειας της ποινής τους, η οποία μπορεί να κυμαίνεται από λίγους μήνες έως παρά πολλά χρόνια, χάνουν την πραγματική αίσθηση του χρόνου με την είσοδό τους στο σωφρονιστικό κατάστημα, θεωρώντας ότι ακόμα και τα λεπτά και τα δευτερόλεπτα περνούν βασανιστικά αργά.[13]
Ερχόμενοι τώρα στις αρχές που διέπουν τον «υποπολιτισμό» της φυλακής, πρέπει να ειπωθεί ότι αυτές πηγάζουν κατά κύριο λόγο από χαρακτηριστικά που στερεοτυπικά αποδίδονται στους άνδρες και γι’ αυτό οι έρευνες διαχρονικά έχουν εστιάσει το ενδιαφέρον τους σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό στον κώδικα των αντρών-κρατουμένων. Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι οι άντρες κυριαρχούν στις φυλακές, παγκοσμίως, με τα ποσοστά τους να αυξάνονται συνεχώς. Εν τούτοις, η έρευνα, έστω και πιο περιορισμένη, στις γυναικείες φυλακές φέρνει στην επιφάνεια ενδείξεις ενός ισχυρού «υποπολιτισμού», στον οποίο φαίνεται να δεσπόζουν χαρακτηριστικά φιλικών-στοργικών σχέσεων μεταξύ των γυναικών κρατουμένων. Για παράδειγμα, μία μελέτη που δημοσιεύτηκε στη Γαλλία με τη συλλογή γραμμάτων και σημειώσεων γυναικών φυλακισμένων προς συγκρατούμενές τους αποκαλύπτει την ύπαρξη έντονων συναισθημάτων: αγάπης, πίστης, θυμού και ζήλειας, τα οποία αναπτύσσονται και βιώνονται στον χώρο της φυλακής. Βασιζόμενοι σε αυτά, αρκετοί μελετητές υποστήριξαν ότι υποκρύπτουν την ανάπτυξη ομοφυλοφιλικών δεσμών. Η συγκεκριμένη άποψη μπορεί να έχει βάση, ωστόσο στην πλειονότητα των γραμμάτων οι κρατούμενες έκαναν έκκληση για συντροφικότητα και φιλία, δηλαδή συναισθήματα που στερούνταν και κατά συνέπεια είχαν μεγάλη ανάγκη να νιώσουν.[14] Ειδικά για τον γυναικείο έγκλειστο πληθυσμό, βλ. άρθρο μας Γυναίκες στη φυλακή και στην αμείλικτη κοινωνική καταφρόνηση – propago.gr
Ανεξαρτήτως πάντως εάν πρόκειται για έκφραση ομοφυλοφιλικής ή όχι αγάπης, καθίσταται εμφανές ότι ο «υποπολιτισμός» έχει μεγάλη επίδραση στην ψυχοσύνθεση όλων των κρατουμένων, τόσο των αντρών όσο και των γυναικών. Η αυστηρότητα μάλιστα των αρχών του αποδεικνύεται από το ότι οι μετέχοντες σε αυτόν ασκούν αυστηρό «κοινωνικό έλεγχο» στα υπόλοιπα μέλη με τη βοήθεια ενός κώδικα επικοινωνίας. Πρόκειται για τους άγραφους νόμους των κρατουμένων που συνθέτουν ένα σύνολο «ηθικών» επιταγών και απαγορεύσεων, καθώς και ορισμένα μοντέλα συμπεριφοράς για τη ζωή μέσα στη φυλακή.[15] Ο εν λόγω κώδικας είναι σκληρός αλλά ταυτόχρονα κατανοητός και απέριττος. Το αξιοσημείωτο είναι ότι, παρά τη σημαντική θέση που κατέχει μεταξύ των τροφίμων, στην πράξη ουδέποτε εφαρμόστηκε ως ένας άτεγκτος κώδικας. Ιδιαίτερα σήμερα, με την αλλαγή στη σύνθεση του ποινικού πληθυσμού, ακολουθείται πιο ελαστικά, χωρίς βέβαια να στερείται τη συμβολική αξία του. Από τα προαναφερθέντα εξάγεται μία ακόμα σημαντική διαπίστωση που σε ερευνητικό επίπεδο μας απασχολεί: ο «κοινωνικός έλεγχος» μέσα στη φυλακή ασκείται όχι μόνο από τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους, όπως είναι αναμενόμενο λόγω του ρόλου τους, αλλά και από τους ίδιους τους κρατούμενους μέσω του κώδικά τους.
Αναμφίβολα, κατ’ αναλογία με την επικρατούσα στην ελεύθερη κοινωνία κατάσταση, δεν έχουν όλοι οι φυλακισμένοι άμεση πρόσβαση στην εξουσία, δεδομένου ότι οφείλουν να σέβονται την επιβαλλόμενη ιεραρχική δομή. Άλλωστε, σε πολλές περιπτώσεις οι «επιτήδειοι» είναι αυτοί που κατορθώνουν να συγκεντρώσουν τη μεγαλύτερη δύναμη στα χέρια τους και εκμεταλλεύονται τους υπόλοιπους. Ειδικότερα, όσον αφορά την ιεραρχία πρέπει να υπογραμμιστεί ότι σε κάθε κατάστημα κράτησης διαμορφώνονται οι «τάξεις» των φυλακισμένων, οι οποίες διακρίνονται σε «ανώτερες» και «κατώτερες».[16] Από αυτές, η πιο απωθητική για το σύνολο των εγκλείστων περιλαμβάνει τα «καρφιά», όσους έχουν σκοτώσει τα παιδιά τους, τους μητροκτόνους και γενικά όσους φτάνουν στο έγκλημα για ασήμαντη αφορμή. Όπως όμως διαπιστώθηκε μέσα από τις συνεντεύξεις με αποφυλακισμένους, στο πλαίσιο της επαναληπτικής μας έρευνας «Φυλακή και Γλώσσα», που διεξάγεται από το 2018 στο Κέντρο Μελέτης του Εγκλήματος, βλ. Φυλακή και Γλώσσα (επαναληπτική έρευνα) Archives – KE.M.E. (e-keme.gr) είναι εξαιρετικά σημαντικός ο τρόπος με τον οποίο ο κάθε κρατούμενος θα προσεγγίσει τους συγκρατούμενούς του, στην προσπάθειά του να αποκτήσει τη δική του θέση μέσα στη φυλακή, τόσο στη μεγάλη ομάδα των κρατουμένων, όσο και στις υπο-ομάδες που δημιουργούνται. Εάν δηλαδή ένας κρατούμενος, ακόμα κι αν έχει διαπράξει ένα έγκλημα που επιφέρει μεγάλη κοινωνική απαξίωση (π.χ. μητροκτονία), αλλά καταφέρει να πείσει ότι είχε ένα σοβαρό λόγο, π.χ. ότι ήταν ο ίδιος θύμα κακοποίησης και οδηγήθηκε στο έγκλημα, μπορεί να κερδίσει την αποδοχή των συγκρατουμένων. Συνεπώς, κάθε περίπτωση είναι διαφορετική και ο άγραφος κώδικας δεν ακολουθείται πάντοτε με τον ίδιο τρόπο, ούτε άτεγκτα. Ωστόσο, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι οι κρατούμενοι δεν μένουν ανεπηρέαστοι από τις ευρύτερες εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα και από τις κοινωνικές αντιδράσεις, γιατί όπως και σε άλλα άρθρα έχουμε τονίσει μόνο τεχνητά είναι τα τείχη που χωρίζουν την ελεύθερη κοινωνία από τη φυλακή.
Συνοψίζοντας, η ύπαρξη ενός ισχυρού κώδικα μεταξύ των εγκλείστων επιβεβαιώνεται ερευνητικά.[17] Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του είναι ότι, ως αναπόσπαστο στοιχείο του «υποπολιτισμού», διαφοροποιεί το περιεχόμενό του με την πάροδο των ετών και προσαρμόζεται στις αντιλήψεις, τις συνθήκες και τα δεδομένα της ευρύτερης κοινωνίας. Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο της σύγχρονης κοινωνίας ο κώδικας «εμπλουτίζεται», ιδίως σε φυλακές υψίστης ασφαλείας. Βλ. αναλυτικά άρθρο μας στο propago.gr Ο άγραφος κώδικας επικοινωνίας στις φυλακές – propago.gr Αυτό, να υπενθυμίσουμε, ότι οφείλεται σε μία σειρά λόγων, όπως μεταξύ άλλων: στη μεταβολή των αξιών της ελεύθερης κοινωνίας, στον υψηλό αριθμό κρατουμένων που συνωστίζονται σε στενόχωρα κελιά, σε αλλαγές στην σύνθεση του ποινικού πληθυσμού, στην «απόσταση» που τους χωρίζει (ηλικιακή, γλωσσική, πολιτισμική κ.λπ.) αλλά και στον βαθμιαίο κατακερματισμό των δεσμών μεταξύ των κρατουμένων και των οικογενειών τους. Εν τούτοις ορισμένες βασικές αρχές του παραμένουν αναλλοίωτες, γεγονός που καταδεικνύει πρώτον, την ανάγκη του ατόμου στις πιο δύσκολες καταστάσεις να αντλεί δύναμη από καθιερωμένες αξίες που διέπουν την κοινωνική του ζωή και δεύτερον, τη σπουδαιότητα συγκεκριμένων κανόνων για τη διασφάλιση μίας πιο αρμονικής συμβίωσης στο άτεγκτο περιβάλλον της φυλακής. Συμπερασματικά, η έρευνα της μικροκοινωνίας της φυλακής παρουσιάζει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και αξίζει να εμβαθύνουμε σε αυτήν, λαμβάνοντας πάντοτε υπ’ όψιν μας ότι οι αλλαγές που συμβαίνουν στην ελεύθερη κοινωνία επιδρούν με έναν καταλυτικό τρόπο και στον χώρο των φυλακών.
[1] E. Goffman, Asylums Essays on the Social Situation of Mental Patients and other Inmates, N. York: Anchor, 1961, σελ. 6.
[2] Με τον τον όρο «ιδρυματοποίηση» εννοούμε τη διαδικασία ενσωμάτωσης των κρατουμένων στο άτεγκτο πλαίσιο της φυλακής, κατά την οποία εσωτερικεύουν τις αρχές και τους κανόνες που συνθέτουν τον κώδικα του «υποπολιτισμού» των εγκλείστων (inmates’ code).
[3] M.D. McShane, F.P. Williams III, επιμ, Encyclopedia of American Prisons, N. York and London: Garland Publishing, 1996, σελ. 357.
[4] T.G. Blomberg, K. Lucken, American Penology: A History of Control, N. Brunswick and London: Aldine Transaction, 2006, σελ. 119.
[5] Να σημειωθεί εδώ ότι για τον καθορισμό του «υποπολιτισμού» έχει χρησιμοποιηθεί και η έννοια της «υποκουλτούρας» που ορίζεται ως γενικευμένος τρόπος αντίδρασης, με σκοπό την αποτελεσματική αντιμετώπιση προβλημάτων, τα οποία καλείται να αντιμετωπίσει ένα σύνολο ατόμων σε συγκεκριμένο περιβάλλον. Οι μετέχοντες στην «υποκουλτούρα» συνθέτουν μία «υποπολιτισμική» ομάδα.
[6] P. O΄Brien, «The Prison on the Continent: Europe, 1865-1965» στο N. Morris, D. Rothman (επιμ), The Oxford History of the Prison: The Practice of Punishment in Western Society, Oxford: Oxford University Press, 1996, σελ. 185.
[7] Ν. Κουράκης, Εγκληματολογικοί Ορίζοντες: Θεωρία και Πρακτική της Ποινικής Καταστολής, Αθήνα-Κομοτηνή: Α.Ν. Σάκκουλας, 1991, σσ. 28-30.
[8] Χ. Δημόπουλος, Η Κρίση του Θεσμού της Φυλακής και οι μη Φυλακτικές Κυρώσεις, Αθήνα-Κομοτηνή: Α.Ν. Σάκκουλας, 1998, σσ. 131-133.
[9] Γ. Πανούσης, Η Ποιητική του Φυλακισμένου Χώρου, Αθήνα: Α.Ν. Σάκκουλας, 2002, σσ. 41-43.
[10] Ε. Λαμπροπούλου, Κοινωνικός Έλεγχος του Εγκλήματος, Αθήνα: Παπαζήσης, 1994, σελ. 253.
[11] Ό.π. σελ. 245.
[12] G.M. Sykes, The Society of Captives: A Study of a Maximum Security Prison, Princeton: Princeton University Press, 1958, σελ. 66.
[13] E. Goffman, ό.π., σσ. 67-68.
[14] P. O΄Brien, ό.π., σελ. 187.
[15] Π.Δ. Παπαδοπούλου, «Γλώσσα και Φυλακή», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 68Α, Άνοιξη 1988, ειδικό τεύχ. αφιέρωμα στον Ηλία Δασκαλάκη, σσ. 163-164.
[16] Ν. Κουράκης, ό.π., σελ. 17.
[17] Το θέμα ανάλυσης του παρόντος άρθρου να επισημανθεί ότι με έχει απασχολήσει στο πλαίσιο της διδακτορικής μου διατριβής, βλ. Α. Καρδαρά, Φυλακή και Γλώσσα, Αθήνα: Αντ.Ν.Σάκκουλα, 2014.
Η Αγγελική Καρδαρά είναι Διδάκτωρ Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ ΕΚΠΑ, Φιλόλογος, Τακτική Επιστημονική Συνεργάτιδα Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος (ΚΕ.Μ.Ε.) & Επιστημονικά Υπεύθυνη του «Crime & Media Lab» ΚΕ.Μ.Ε, Συγγραφ