Με αφορμή την βύθιση του εμπορικού πλοίου μεταφοράς φορτίων χύδην «Rubymar» στην Ερυθρά Θάλασσα μετά από πυραυλική επίθεση που δέχθηκε από τους αντάρτες Χούθι της Υεμένης που υποστηρίζονται από το Ιράν, σε συνάρτηση με τις συνεχιζόμενες επιθέσεις των ανταρτών και την αποστολή ναυτικής δύναμης από δυτικές χώρες στην ευρύτερη περιοχή, δημιουργεί νέα δεδομένα στα τεκταινόμενα από το Νοέμβριο του 2023, μετά που οι Χούθι ξεκίνησαν την δράση τους εναντίον πλοίων που πλέουν στην περιοχή διερχόμενα της Διώρυγας του Σουέζ.
Το «Rubymar», υπό σημαίας Μπελίζ και βρετανικών συμφερόντων, μήκους 171.6 μέτρων, πλήγηκε από τους Χούθι στις 18 Φεβρουαρίου 2024, σε μια από τις πλέον καταστροφικές επιθέσεις μέχρι στιγμής εναντίον εμπορικών πλοίων και η βύθισή του ανακοινώθηκε στις 2 Μαρτίου 2024 από την Αμερικανική Κεντρική Διοίκηση (US CENTCOM). Το πλήγμα που δέχθηκε είχε ως αποτέλεσμα την δημιουργία πετρελαιοκηλίδας 29 χιλιομέτρων, ενώ το πλοίο μετέφερε περί των 21,000 μετρικών τόνων λιπάσματος. Η βύθιση του «Rubymar» δημιουργεί διάφορα ζητήματα, μεταξύ των οποίων: α) την διεθνή ευθύνη για την επίθεση εναντίον του∙ β) την ευθύνη διάσωσης του πλοίου στο στάδιο (ναυαγιαίρεση και επιθαλασσία αρωγή)∙ γ) την περιβαλλοντική καταστροφή∙ δ) τους κινδύνους που δημιουργούνται για την διεθνή ναυσιπλοϊα από την βύθιση του πλοίου∙ ε) τις επιπτώσεις που θα έχει το καταστροφικό αυτό πλήγμα στη ναυσιπλοϊα διά μέσου της Διώρυγας του Σουέζ και κατ’ επέκταση στις εμπορικές ροές.
Όσον αφορά στην ευθύνη για την επίθεση εναντίον του πλοίου αλλά και άλλων πλοίων που πλέουν στην περιοχή αναφέρεται ότι έχουν αποδοθεί στους Χούθι πέραν των 33 επιθέσεων κατά εμπορικών πλοίων από τον περασμένο Νοέμβριο προκαλώντας σημαντικές διαταράξεις σε μια από τις εμπορικότερες ναυτικές οδούς στον κόσμο στην οποία διακινούνται προϊόντα πέραν του 1 τρισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως, την ίδια στιγμή που η περιοχή στρατικοποιείται σε επικίνδυνο βαθμό με ενδεχόμενο περαιτέρω κλιμάκωσης, σε μεγαλύτερο εύρος, του πολεμικού κλίματος που επικρατεί στην ευρύτερη περιοχή, με όσες γεωπολιτικές προεκτάσεις αυτό έχει. Παράλληλα, σοβαρά ζητήματα υπάρχουν όσον αφορά στην εφαρμογή των κανόνων του διεθνούς δικαίου και του δικαίου της θάλασσας τόσο σε σχέση με την διασφάλιση της ελευθερίας της ναυσιπλοΐας όσο και της προστασίας του θαλάσσιου περιβάλλοντος.
Επί του προκειμένου περιστατικού αναφέρεται ότι η βύθιση του «Rubymar» ήδη δημιουργεί συγκεκριμένα ζητήματα που πρέπει άμεσα να αντιμετωπιστούν: πρώτον, την αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής καταστροφής που δημιουργείται με την πετρελαϊκή ρύπανση που έχει προκληθεί λόγω των καυσίμων του πλοίου∙ δεύτερον, την περιβαλλοντική καταστροφή που μπορεί να δημιουργηθεί από το φορτίο του πλοίου∙ τρίτον, την αντιμετώπιση του κινδύνου στην διεθνή ναυσιπλοϊα και την ασφάλειά της από την ύπαρξη του ναυαγίου σε ένα πολυσύχναστο ναυτικό διάδρομο.
Το «Rubymar» ενώ είχε πλήγει συνέχισε να παρασύρεται ανεξέλεγκτο στην θάλασσα, ενώ έγιναν κάποιες προσπάθειες ρυμούλκησής του αλλά τα λιμάνια της περιοχής αρνήθηκαν να το δεχτούν. Στο Διεθνές Δίκαιο ισχύει, σε τέτοιες περιπτώσεις, η Διεθνής Σύμβαση για τη Ναυτική Έρευνα και Διάσωση του 1979 παρέχει το γενικό πλαίσιο δράσεων των συντονιστικών κέντρων των Κρατών σε περιπτώσεις πλοίων που βρίσκονται σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, ενώ προνοείται ο καταρτισμός ενός σχεδίου για την αντιμετώπιση της κατάστασης, σε συντονισμό με γειτνιάζοντα συντονιστικά κέντρα. Το γεγονός ότι η Υεμένη, στη ζώνη ευθύνης της οποίας έχει επισυμβεί το περιστατικό, βρίσκεται υπό εμφύλια διαμάχη και χωρισμένη μεταξύ των περιοχών που ελέγχουν οι Χούθι και των περιοχών που ελέγχονται από την αναγνωρισμένη διεθνώς κυβέρνησή της, δημιουργεί επιπρόσθετα προβλήματα στον συντονισμό για την αντιμετώπιση του περιστατικού του «Rubymar». Επί της Σύμβασης του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (ΙΜΟ) του 1979 και των τροποποιήσεων της υπάρχει η ασάφεια όσον αφορά στην ύπαρξη υποχρέωσης κρατών να δεχτούν στα λιμάνια τους και να παραχωρήσουν καταφύγιο σε πλοία που βρίσκονται σε τέτοιου είδους καταστάσεις.
Η βύθιση του «Rubymar» αποτελεί την τελευταία εξέλιξη σε ένα παζλ με αβέβαιο, γεωπολιτικά, αποτέλεσμα που φέρνει, για ακόμη μια φορά, το διεθνές δίκαιο σε οριακές καταστάσεις. Το περιστατικό αποτελεί το πλέον σοβαρό τους τελευταίους μήνες και η διαχείρισή του σημαντική για τις επόμενες κινήσεις των δρώντων – τοπικών, περιφερειακών και διεθνών – στην περιοχή.
Του Δρα Αντώνη Στ. Στυλιανού Λέκτορα Νομικής στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, LL.B Law (Bristol), Ph.D in Law – International Law and Human Rights (Kent), Διευθυντής Μονάδας Νομικής Κλινικής Πανεπιστημίου Λευκωσίας.