Μου προκαλεί θλίψη και απογοήτευση το ότι η συζήτηση για την παιδεία στη χώρα μας περιορίζεται, διαχρονικά, σε έναν «βαθμό εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση». Τα παιδιά μας δεν είναι ένας «βαθμός». Ούτε τα όνειρά τους πρέπει να ορίζονται και να καθορίζονται μόνο από έναν «βαθμό». Η κοινωνία μας είναι σημαντικό να επενδύσει στα όνειρα της νέας γενιάς με τρόπο ουσιαστικό και δυναμικό, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα νέα δεδομένα της εποχής. Αυτό δεν σημαίνει από την άλλη πλευρά ότι πρέπει να ισοπεδώνεται η έννοια του «βαθμού» με το να οδηγούμε τη νέα γενιά να θεωρήσει ότι χωρίς να ανοίξει βιβλίο, χωρίς να έχει «δίψα» για γνώση, χωρίς να πάει σε μία βιβλιοθήκη για να μελετήσει (επειδή απλώς θέλει να ικανοποιήσει τη ματαιοδοξία του γονιού ή/και τις «κοινωνικές επιταγές» που ταυτίζουν την έννοια της «επιτυχίας» με την εισαγωγή σε μία πανεπιστημιακή Σχολή) πρέπει οπωσδήποτε να διεκδικήσει μία θέση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, χωρίς να το επιθυμεί πραγματικά και χωρίς να έχει κατανοήσει την αξία της γνώσης και τον αγώνα για την απόκτησή της.
Ειδικά σε κάποιες Σχολές -και θα αναφερθώ στο σημείο αυτό και στη Σχολή από την οποία απέκτησα το πρώτο μου πτυχίο, την Ελληνική Φιλολογία- που η φύση του αντικειμένου τους προϋποθέτει διαρκή μελέτη είναι, κατά την άποψή μου, αδιανόητο να εισάγονται νέοι/ες που δεν αγαπούν το διάβασμα, δεν τους ενδιαφέρει να επενδύσουν στην εμβάθυνση της γνώσης, αλλά θα επιλέξουν τη Σχολή (ή θα εισαχθούν «τυχαία» σε αυτήν, χωρίς δηλαδή να την προτιμούν) μόνο και μόνο επειδή με την πάροδο των ετών «πέφτουν οι βάσεις» σε κάποιες Σχολές στις οποίες στο παρελθόν η βάση εισαγωγής ήταν πολύ υψηλότερη. Ασφαλώς ένας νέος/μία νέα που στοχεύει για παράδειγμα στην Ιατρική Σχολή μπορεί να μην καταφέρει να εξασφαλίσει την υψηλή βαθμολογία που απαιτείται για την εισαγωγή στη συγκεκριμένη Σχολή, παρόλο που έχει τα προσόντα και τη βαθιά θέληση να σπουδάσει ιατρική. Ωστόσο αυτό συμβαίνει διεθνώς στο πλαίσιο των εξετάσεων. Σε κάθε τύπου εξετάσεων κάποια άτομα δεν θα μπορέσουν να αποδώσουν το μέγιστο των δυνατοτήτων τους, για ποικίλους λόγους, Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε ότι ένας νέος/μία νέα στα 17 και στα 18, που καλείται να λάβει μία πολύ σημαντική απόφαση για το μέλλον του σχετικά με τις σπουδές που θα ακολουθήσει, μπορεί να μην είναι ακόμα έτοιμος/η να λάβει την εν λόγω απόφαση και σίγουρα δεν πρέπει να στερηθεί στο μέλλον τη δυνατότητα να υλοποιήσει τους στόχους και να πραγματοποιήσει τα όνειρά του/της. Αυτό σήμερα επιτυγχάνεται μέσω της διά βίου μάθησης και εκπαίδευσης.
Θα ήταν επίσης σκόπιμο να εξετάσουμε την εφαρμογή ενός ακόμα πιο αποτελεσματικού συστήματος, ώστε να μην αποκλείονται νέοι/ες που δεν θα γράψουν μεν το «άριστα» στις εξετάσεις αλλά έχουν τις απαιτούμενες δεξιότητες για να ακολουθήσουν τις σπουδές της προτίμησής τους. Μία σκέψη είναι να παρέχεται κάθε χρόνο η δυνατότητα σε έναν αριθμό νέων να εισάγονται στη Σχολή της προτίμησής τους, δίνοντας κάποιες εξετάσεις μέσα στη Σχόλη, ώστε να λαμβάνουν μία «δεύτερη ευκαιρία» από την ίδια τη Σχολή της προτίμησής τους. Λύσεις υπάρχουν. Η υποβάθμιση των ακαδημαϊκών σπουδών αναμφίβολα δεν είναι λύση. Αντίθετα, η αναβάθμιση των σπουδών και παράλληλα η διεύρυνση των επιλογών και προοπτικών για όλα ανεξαιρέτως τα παιδιά πρέπει να αποτελέσουν ζητούμενο της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας.
Η ουσία είναι τα παιδιά μας, μέχρι να έρθει η στιγμή να δώσουν εισαγωγικές εξετάσεις, να έχουν αποκτήσει ολοκληρωμένη γνώση, να έχουν αναπτύξει κριτική και συνθετική σκέψη αλλά και δεξιότητες που θα τους δώσουν την πολύτιμη ευκαιρία να διευρύνουν τις προοπτικές εξέλιξης και ανέλιξής τους στο μέλλον, βάσει και των ζητούμενων σε διεθνές πλέον επίπεδο. Το να παραμένουμε κλεισμένοι/ες στον «μικρόκοσμό» μας χωρίς να ενημερωνόμαστε για το τι συμβαίνει στο εξωτερικό, χωρίς να αντλούμε παραδείγματα από τη διεθνή εμπειρία και χωρίς να συμβαδίζουμε με τα δεδομένα και τα ζητούμενα σε παγκόσμιο επίπεδο, ως προς τα εκπαιδευτικά ζητήματα, θα μας πηγαίνει πάντα ένα βήμα πίσω.
Η συζήτηση επομένως είναι σημαντικό να εστιάσει κατ’ αρχάς στις αναγκαίες -και ριζικές κατά την κρίση μου- αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας του εκπαιδευτικού συστήματος. Ενός συστήματος που εξακολουθεί να «εγκλωβίζει» τη σκέψη των παιδιών. Τα παιδιά γεμίζουν τσάντες με βιβλία, καλούνται να αποστηθίσουν κείμενα, μπαίνουν πρώιμα σε μία εξοντωτική διαδικασία εξετάσεων, με τις οικογένειες να επιβαρύνονται οικονομικά με πολλά μαθήματα πρόσθετης στήριξης από το Δημοτικό ακόμα. Ορισμένα καίρια ερωτήματα που ανακύπτουν και είναι απαραίτητο να θέσουμε: Γιατί δεν γίνεται συζήτηση για αυτή την πολύ σημαντική διάσταση του θέματος; Γιατί δεν τολμάμε να αναδείξουμε και αυτό το πολύ σοβαρό ζήτημα, το ότι παιδιά από το Δημοτικό ακόμα κάνουν, στο σπίτι ή στο φροντιστήριο, επιπρόσθετα μαθήματα για να υποστηριχθεί η δουλειά που γίνεται στο σχολείο; Το γεγονός ότι τα παιδιά μας μέχρι να φτάσουν στην τρίτη τάξη του Λυκείου καταλήγουν να «εργάζονται» τόσο σκληρά, επιφορτισμένα με εξαντλητικά προγράμματα, πρέπει να μας προβληματίσει εντόνως για την ποιότητα ζωής που προσφέρουμε τελικά στη νεολαία.
Η αποδέσμευση της δευτεροβάθμιας από την τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι, κατά την άποψή μου -την οποία καταθέτω με μεγάλη αγάπη για τη νεολαία μας και για την παιδεία- το πρώτο και σημαντικό βήμα που πρέπει να επιδιώξουμε, με επένδυση στο «σχολείο του μέλλοντος» στο οποίο αξίζει να εφαρμοστεί ένα πλήρως ανανεωμένο πρόγραμμα σπουδών. Ένα πρόγραμμα που θα δίνει ευκαιρίες σε όλα ανεξαιρέτως τα παιδιά να ανακαλύψουν τις κλίσεις και τις δεξιότητές τους, να διευρύνουν τους γνωστικούς τους ορίζοντες, να θέσουν στόχους και να αναζητήσουν δρόμους επίτευξής τους, να συνεργαστούν δημιουργικά, να αποκομίσουν πολύτιμες εμπειρίες από την εκπαιδευτική διαδικασία. Το ότι επιθετικές και βίαιες συμπεριφορές μεταξύ ανηλίκων έχουν αποκτήσει στη σημερινή εποχή ένα πολύ πιο σκληρό «πρόσωπο» οφείλουμε να το εξετάσουμε και σε συνάρτηση με τις εκπαιδευτικές διαδικασίες και τον θετικό ρόλο που θα μπορούσε να διαδραματίσει το σύγχρονο σχολείο στην πρόληψη και έγκαιρη παρέμβαση. Άξιο επισημάνσεως ότι η σκιαγράφηση του προφίλ των ανήλικων παραβατών στη χώρα μας αποκαλύπτει την κακή σχέση που έχουν με το σχολείο, τις πολύ χαμηλές σχολικές αποδόσεις τους, την πρώιμη εγκατάλειψη των σχολικών τους σπουδών, σε κάποιες περιπτώσεις την εγκατάλειψη του σχολείου χωρίς καν να έχουν ολοκληρώσει τη βασική εκπαίδευση, αλλά και την έλλειψη στόχων αυτών των νέων. Βλ. και σχετικό μου θέμα στο propago: Ενδοσχολική βία: Παιδικές ψυχές μεταξύ μίσους και απάθειας – propago.gr
Ως προς την προετοιμασία για τις εισαγωγικές εξετάσεις, θα μπορούσε να λαμβάνει χώρα σε ένα εντατικό έτος ολοκληρωμένης προετοιμασίας, μετά τη Β’ ή Γ’ Λυκείου, με την εποικοδομητική συνεργασία και των πανεπιστημιακών Σχολών, ώστε η μετάβαση από τις σχολικές τάξεις στα πανεπιστημιακά έδρανα (για όσα ασφαλώς άτομα επιλέξουν τις ακαδημαϊκές σπουδές) να είναι ομαλή και ακόμα πιο αποδοτική και δημιουργική. Να πάψει να είναι το σχολείο μία εξαντλητική «προετοιμασία εξετάσεων» αλλά να γίνει ένας τόπος δημιουργίας, γνώσης, συνεργασιών, αποκόμισης εμπειριών. Στο πλαίσιο ενός σχολείου που θα έχει εκσυγχρονιστεί, η μαθητική κοινότητα θα καταφέρει να αναπτύξει τις κατάλληλες δεξιότητες ώστε να ανταποκριθεί πολύ πιο αποτελεσματικά στις διαδικασίες των εξετάσεων όταν κληθεί να δώσει εισαγωγικές εξετάσεις και ταυτόχρονα κάθε νέος/νέα θα έχει ανακαλύψει πτυχές και εκφάνσεις της προσωπικότητάς του/της που θα τον/την βοηθήσουν να επιλέξει πιο ώριμα και συνειδητά την πορεία του, είτε αυτή είναι ακαδημαϊκή είτε όχι.
Βλέπουμε ότι τα παιδιά στην Ελλάδα μεγαλώνουν με το «όνειρο των σπουδών». Το παράδοξο όμως είναι ότι αυτό το όνειρο δεν συνοδεύεται σε όλες τις περιπτώσεις με διεύρυνση επαγγελματικών προοπτικών, με υψηλούς μισθούς, με πολύ καλές συνθήκες εργασίας, με όλα όσα δηλαδή θα περίμενε κάθε νέος/νέα να συνοδεύουν το όνειρό του/της. Αυτή αποτελεί μία ακόμα σημαντική διάσταση του θέματος που πρέπει πρωτίστως να απασχολήσει τις κυβερνήσεις και τους αρμόδιους φορείς εάν θέλουμε να μιλήσουμε με ειλικρίνεια στη νέα γενιά.
Ένα ακόμα καίριο ερώτημα: Γιατί να μη δίνεται εξίσου μεγάλη βαρύτητα και στα όνειρα των παιδιών που δεν θέλουν να εισαχθούν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση; Σαφώς το να αναπτύξουν όλα τα παιδιά κριτική και συνθετική σκέψη, το να αποκτήσουν γνώση, είναι πολύτιμο και αναγκαίο. Το να έχουν όμως όλα τα παιδιά στην Ελλάδα το όνειρο να μπουν σε μια Σχολή δεν το κρίνω ως «επιτυχία» μίας κοινωνίας. Στη σημερινή εποχή θα έπρεπε να επενδύσουμε και στα όνειρα των παιδιών που θέλουν να ασχοληθούν με διαφορετικά αντικείμενα, όπως για παράδειγμα με τις τέχνες ή με τεχνικά επαγγέλματα των οποίων η αξία δεν προβάλλεται στην ελληνική κοινωνία, τουλάχιστον όσο θα έπρεπε. Είναι απαραίτητο συνεπώς να δοθεί ένα ευρύ φάσμα επιλογών και εναλλακτικών στη νεολαία, μέσω μίας ευρύτερης αναβάθμισης των εκπαιδευτικών κλάδων, ώστε κάθε νέος άνθρωπος να μπορεί να επιλέξει τον τομέα που εκφράζει τα «θέλω» του, να είναι δημιουργικός και να παράγει έργο στην κοινωνία.
Επιπροσθέτως, μία σημαντική πτυχή του θέματος είναι η σύνδεση των σπουδών με την αγορά εργασίας και με απτές επαγγελματικές προοπτικές. Δεν σπουδάζουμε για να κάνουμε κορνίζα τα πτυχία μας, ούτε όμως για να γίνουμε θύματα εκμετάλλευσης στον χώρο εργασίας. Κι εδώ με πολύ μεγάλη σοβαρότητα πρέπει οι αρμόδιοι φορείς να εξετάσουν όχι πώς θα μπουν όλοι και όλες στα Πανεπιστήμια, αλλά πώς θα μπορούν οι νέοι και οι νέες μας να αποκτούν πραγματικές προοπτικές για μία καλύτερη ποιότητα ζωής στο μέλλον. Γιατί αναμφίβολα το να πάρεις «μπράβο» για τα 10 πτυχία που έχεις αποκτήσει ενισχύει την αυτοπεποίθησή σου, αλλά το πιο σπουδαίο είναι να αξιοποιηθεί και να ανταμειφθεί σε όλα τα επίπεδα η αποκτηθείσα γνώση.
Από την άλλη δεν μπορούμε να κλείνουμε πια τα μάτια στην ιδιωτική εκπαίδευση που αποτελεί μία πραγματικότητα διεθνώς και που είναι δεδομένο ότι αρκετές οικογένειες οι οποίες έχουν την οικονομική δυνατότητα θα επιδιώξουν να πραγματοποιήσει το παιδί τους μεταπτυχιακές σπουδές στο εξωτερικό, αλλά ακόμα κι όταν δεν υπάρχει η οικονομική δυνατότητα οι οικογένειες θα αναζητήσουν για το παιδί τους τις εκπαιδευτικές προοπτικές που θα κρίνουν σκόπιμο να του παρέχουν για να ενισχύσει το βιογραφικό του. Συνεπώς, η ιδιωτική εκπαίδευση πρέπει να ενισχυθεί και στη χώρα μας, παράλληλα όμως να αναβαθμιστεί και η δημόσια, ώστε όλα τα παιδιά ανεξαρτήτως οικονομικής κατάστασης να έχουν ευκαιρίες εξέλιξης και πραγματοποίησης ονείρων. Να μη στερηθεί κανένα παιδί τη δυνατότητα πραγματοποίησης των ονείρων του. Η επένδυση στην ολοκληρωμένη έννοια της «παιδείας», η ενίσχυση της γνώσης και της ακαδημαϊκής έρευνας, όπως όμως και η αναβάθμιση της τεχνικής εκπαίδευσης, πρέπει να καταστούν κύρια ζητούμενα στη σύγχρονη εποχή. Η νέα γενιά, που έρχεται αντιμέτωπη με νέες και σημαντικές προκλήσεις, αξίζει ένα πολύ δυνατό εκπαιδευτικό μέλλον και εμείς, ως ενεργά μέλη της κοινωνίας, οφείλουμε να το διεκδικήσουμε!