Η συνειδητοποίηση της περιβαλλοντικής προστασίας σήμερα στηρίζεται σε αναπροσανατολισμό του κυρίαρχου συστήματος αξίων με βάση την έννοια της «βιώσιμης ανάπτυξης». Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα δε μπορεί να αγνοήσει το μέγεθος των επιπτώσεων της ανθρώπινης δραστηριότητας στο περιβάλλον και προχωρά σταδιακά στην εδραίωση μίας περιβαλλοντικής πολιτικής και νομοθεσίας. Παρατηρούμε ότι ενώ στις ιδρυτικές συνθήκες των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δεν υπήρχε καμία αναφορά στην προστασία του περιβάλλοντος, σήμερα το περιβάλλον τυγχάνει αξιοσημείωτης νομικής προστασίας κυρίως μέσω ενός πλήθους νομικών διατάξεων του παραγώγου Κοινοτικού Δικαίου.
Η ευρωπαϊκή περιβαλλοντική πολιτική χρονολογείται από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των Παρισίων του 1972, όπου οι αρχηγοί κρατών δήλωσαν την ανάγκη να πλαισιωθεί η οικονομική επέκταση από μια κοινοτική περιβαλλοντική πολιτική και ζήτησαν ένα πρόγραμμα δράσης. Στη συνέχεια , η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη του 1987 εισήγαγε ένα νέο «περιβαλλοντικό κεφάλαιο» που αποτέλεσε την πρώτη νομική βάση μιας κοινής περιβαλλοντικής πολιτικής με κύριο στόχο τη διαφύλαξη της ποιότητας του περιβάλλοντος, την προστασία της ανθρώπινης υγείας και τη διασφάλιση της ορθολογικής χρήσης των φυσικών πόρων. Οι μεταγενέστερες αναθεωρήσεις των Συνθηκών ενίσχυσαν ακόμη πιο πολύ τη δέσμευση της Κοινότητας υπέρ της προστασίας του περιβάλλοντος και τον ρόλο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην ανάπτυξη μιας περιβαλλοντικής πολιτικής ,ώσπου φθάνουμε στη Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1993,η οποία καθιέρωσε το περιβάλλον ως επίσημο πεδίο πολιτικής της ΕΕ, εισήγαγε τη διαδικασία της συναπόφασης και κατέστησε γενικό κανόνα στο Συμβούλιο την ειδική πλειοψηφία. Η Συνθήκη του Άμστερνταμ που ακολούθησε το 1999 καθιέρωσε την υποχρέωση ενσωμάτωσης της περιβαλλοντικής προστασίας σε όλες τις τομεακές πολιτικές της ΕΕ με πρωταρχικό στόχο την προαγωγή της βιώσιμης ανάπτυξης. Ακόμη, η Συνθήκη της Λισαβόνας το 2009 είχε ως σκοπό την «καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής», όπως και τη βιώσιμη ανάπτυξη στο πλαίσιο των σχέσεων με τις τρίτες χώρες.
Η νομική προσωπικότητα της ΕΕ της δίνει την δυνατότητα να συνάπτει διεθνείς συμφωνίες. Από το 1973, η Επιτροπή εκδίδει πολυετή προγράμματα δράσης για το περιβάλλον τα οποία καθορίζουν μελλοντικές νομοθετικές προτάσεις και στόχους για την περιβαλλοντική πολιτική της ΕΕ. Το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο το έτος 2013 ενέκριναν το 7ο πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον για το διάστημα μέχρι το 2020, με τίτλο «Ευημερία εντός των ορίων του πλανήτη μας».
Ακόμη ,η περιβαλλοντική πολιτική της ΕΕ βασίζεται στις αρχές της προφύλαξης, της πρόληψης και της επανόρθωσης των καταστροφών του περιβάλλοντος στην πηγή, και στην αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει». Τα τελευταία χρόνια, η ενσωμάτωση της περιβαλλοντικής πολιτικής έχει σημειώσει μεγάλη πρόοδο, όπως για παράδειγμα στο πεδίο της ενεργειακής πολιτικής.
Στο πλαίσιο του συστήματος περιβαλλοντικής προστασίας της Κοινότητας τρεις γενικές αρχές έχουν μεγάλη σημασία για το περιβάλλον: 1)η αρχή της ενσωμάτωσης των περιβαλλοντικών παραμέτρων στις κοινοτικές πολιτικές σύμφωνα με την οποία το περιβάλλον παύει να είναι απλή παράμετρος και προάγεται σε κύρια συνιστώσα και των άλλων κοινοτικών πολιτικών. Μέσω της αρχής της ενσωμάτωσης η περιβαλλοντική πολιτική ανάγεται από τη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα σε μία οριζόντια πολιτική.
2)Η αρχή της επικουρικότητας, η οποία αφορά την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ε. Ε και των κρατών μελών όσον αφορά περιβαλλοντικά ζητήματα. Σύμφωνα με την αρχή αυτή «η Κοινότητα δε διαθέτει τεκμήριο αρμοδιότητας για θέματα που άπτονται του περιβάλλοντος αλλά επεμβαίνει όταν το έννομο αυτό αγαθό διασφαλίζεται με μεγαλύτερη επιτυχία με τη δική της δράση και όχι από εκείνη των κρατών μελών». Η αρχή αυτή συνιστά έκφραση της αποκέντρωσης και της δημοκρατικής αρχής.
3)Η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης, σύμφωνα με την οποία οι οικονομικές δραστηριότητες πρέπει να εναρμονίζονται με τα περιβαλλοντικά δεδομένα για να μην υπάρχει κατασπατάληση των φυσικών πόρων και κατά συνέπεια αυτού να μην εκτίθεται σε κίνδυνο η ικανοποίηση των αναγκών των μελλοντικών γενεών, ενώ παράλληλα να προάγουν την κοινωνική συνοχή.
Η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης επηρεάζει πλέον πολλές πτυχές της πολιτικής της Ε.Ε (πολιτική μεταφορών, ανάπτυξη αγροτικών περιοχών, ενεργειακή πολιτική) κ.α. Η κρισιμότητα του κριτηρίου της περιβαλλοντικής προστασίας δεν μπορεί να αμφισβητηθεί σε οποιοδήποτε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό περιβάλλον.
Οι ειδικότερες αρχές στις οποίες στηρίζεται η πολιτική της Κοινότητας στον τομέα του περιβάλλοντος είναι :
1) H αρχή της προφύλαξης και της προληπτικής δράσης, σύμφωνα με την οποία οι προσβολές στο περιβάλλον θα πρέπει να αποφεύγονται εκ των προτέρων
2)Η αρχή της επανόρθωσης των καταστροφών του περιβάλλοντος κατά προτεραιότητα στην πηγή, σύμφωνα με την οποία η δυσμενής επίδραση κάθε δραστηριότητας στο περιβάλλον πρέπει να περιορίζεται στην πηγή της ρύπανσης όπου είναι απαραίτητο να γίνεται και η καταπολέμηση της πριν διαχυθεί σε ευρύτερο χώρο.
3)η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», σύμφωνα με την οποία αυτός που προξενεί ρύπανση πρέπει να γνωρίζει εκ των προτέρων ότι θα φέρει τα βάρη της επανόρθωσης και όχι το κοινωνικό σύνολο έτσι ώστε ο ρυπαντής να λαμβάνει τα αναγκαία προληπτικά μέτρα.
Η απόφαση για την οδηγία της περιβαλλοντικής ευθύνης 2004/35/ΕΚ όσον αφορά την πρόληψη και την αποκατάσταση περιβαλλοντικής ζημιάς εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο στις 21 Απριλίου του έτους 2004 και η προθεσμία για τη μεταφορά της στα κράτη μέλη ήταν μέχρι της 30 Απριλίου του έτους 2007.Ωστόσο η μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών μελών καθυστέρησε να πραγματοποιηθεί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η μεταφορά της οδηγίας στην Ελλάδα που πραγματοποιήθηκε το Σεπτέμβριο του έτους του 2009.Η Ελλάδα είναι ένα από τα Κράτη Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου ελάχιστα έχουν γίνει για την εφαρμογή της Οδηγίας για την ευθύνη από περιβαλλοντική ζημία στην έννομη τάξη της. Πρόκειται, θα λέγαμε για μια μόνιμη παραβάτιδα των καταληκτικών ημερομηνιών θέσης σε ισχύ των περιβαλλοντικών Οδηγιών, λόγω κυρίως του βραδυκίνητου κρατικού μηχανισμού της.
.Καταρχήν, διατυπώθηκε η άποψη ότι λόγω του πολύπλοκου χαρακτήρα των ρυθμίσεών της και λόγω των σημαντικών επιπτώσεων που αναμένεται να έχει στην Ελληνική έννομη τάξη, η Οδηγία ήταν προτιμότερο να μεταφερθεί με τη μορφή Νόμου και όχι, κατά την προσφιλή τακτική της Ελλάδας σε παρόμοιες περιπτώσεις, με τη μορφή Προεδρικού Διατάγματος, κι αυτό γιατί με τη μορφή Νόμου γίνεται ευρέως γνωστό το περιεχόμενο της Οδηγίας σε αντίθεση με τις διαστάσεις που παίρνει η γνωστοποίηση μιας Οδηγίας μέσω Προεδρικού Διατάγματος.
Επίσης, έχει διατυπωθεί η εκτίμηση ότι η προσαρμογή της Οδηγίας στην Ελληνική έννομη τάξη εντοπίζεται σε τρία κεντρικά ζητήματα: 1)τον καθορισμό μιας Αρμόδιας Αρχής, 2)την οριοθέτηση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των φορέων της εκμετάλλευσης και 3) την οριοθέτηση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των ενδιαφερομένων τρίτων φυσικών ή νομικών προσώπων ή μη κυβερνητικών οργανώσεων
Όσον αφορά στη διοικητική δομή την οποία προβλέπει το παρόν Π.Δ., παρατηρούμε ότι ο μηχανισμός δεν λειτουργεί όπως θα έπρεπε σε ορισμένα σημεία. Αρχικά, δε διασφαλίζει επαρκή βαθμό ανεξαρτησίας του Αρμόδιου Εθνικού Φορέα (Αρχής), καθώς αναθέτει την αποφασιστική αρμοδιότητα διασφάλισης της τήρησης των διατάξεων της Οδηγίας σε όργανα τα οποία είναι επίσης αρμόδια για την εποπτεία και την περιβαλλοντική αδειοδότηση των εμπλεκόμενων δημόσιων και ιδιωτικών φορέων της εκμετάλλευσης (Υπουργός – Γ.Γ. Περιφέρειας).
Ως ένα σημείο και το συγκεκριμένο Π.Δ. είναι μετάφραση και αντιγραφή της Οδηγίας 2004/35. Παρόλα αυτά όμως υπάρχουν καινοτόμα σημεία τα οποία πρέπει να τονιστούν.Αναλυτικότερα, όσον αφορά στη ζημία στα προστατευόμενα είδη και τους φυσικούς οικοτόπους, αυτή, δεν καλύπτεται μόνο από το Κοινοτικό Δίκαιο αλλά και από τις αντίστοιχες διατάξεις της Εθνικής Νομοθεσίας
H ανθρώπινη ιστορία και εξέλιξη είναι άρρηκτα συνυφασμένη με το φυσικό περιβάλλον, το οποίο αποτελεί τον φυσικό τόπο γέννησης του ανθρώπου και ανάπτυξης της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής δραστηριότητάς του. Η δραστική και επαναλαμβανόμενη παρέμβαση του ανθρώπου, οδήγησε στην ταχύτατη υποβάθμιση και καταστροφή του περιβάλλοντος, γεγονός που έθεσε σοβαρούς κινδύνους για τη λειτουργία του οικοσυστήματος, των έμβιων και άβιων οργανισμών και εν τέλει για την υγεία και τη ζωή του ίδιου του ανθρώπου. Κατέστη λοιπόν σαφές ότι η δημιουργία ενός νομικού πλαισίου, το οποίο θα επέτρεπε τη λήψη μέτρων για την προστασία του περιβάλλοντος, συνιστούσε επιτακτική ανάγκη σε μια εποχή που το περιβάλλον αποτελούσε terra incognita για τη νομική επιστήμη, καθώς δεν είχε ακόμα αποκτήσει νομική διάσταση ως αγαθό, άξιο έννομης προστασίας.Aντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, πως η περιβαλλοντική ρύπανση δε γνωρίζει σύνορα και η ανεξέλεγκτη ρυπογόνος δράση ακόμη κι εκτός του ευρωπαϊκού γεωγραφικού χώρου μπορεί να έχει ολέθρια αποτελέσματα για την ίδια την Ευρώπη.
Η Αλεξία Χαρακίδα έχει σπουδάσει Κοινωνική Διοίκηση και Πολιτική Επιστήμη ΔΠΘ,ΠΜΣ Δημοσιογραφία και Νέα Μέσα ΕΚΠΑ,ΠΜΣ Δημόσιο Δίκαιο και Δημόσια Πολιτική ΕΚΠΑ