Οι κοινωνίες υπήρχαν διανθισμένες από τη φυσική τάση του ανθρώπου να ζει ενταγμένος σ’ αυτές. Έχοντας τον λόγο σαν ομιλία και λογική ως βασικό χαρακτηριστικό, πρώτος άρθρωσε λέξεις, δημιούργησε πολιτισμό, έπλασε πολιτικό σύστημα. Εκεί ζουν γραπτοί μα και άγραφοι νόμοι. Η άγραφη ηθική ζει στην συνείδηση των πολιτών της. Προς αυτήν την πορεία έργο θεάρεστο είναι να εκτίθεται πολιτικά ο εαυτός στην αγορά με απώτερο στόχο την βοήθεια στον πλησίον. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση η πολιτική ηθική των ανθρώπων παρατηρεί, κατανοεί και επιλέγει. Δεν δικάζει.
Αυτήν την φορά είδα ανθρώπους να τους συνθλίβει η δόξα, η ματαιοδοξία, ο ναρκισσισμός.
Ανθρώπους που μιλούσαν χωρίς να εννοούν.
Ανθρώπους που ακούγονταν χωρίς να ακούν.
Κι ύστερα εμπέδωσα την κενότητα μιας από αλλού φερμένης έπαρσης στην πολιτική ζωή ενός πολύπαθου τόπου.
Και την πτώση.
Από ψηλά στο τίποτα.
Και την πολιτική απήχηση στην καρδιά κάθε πολίτη.
Την πολιτική πράξη ως συνείδηση με το δικαίωμα του εκλέγειν που αποκτά την τιμιότητα που του δίνει αυτό του εκλέγεσθαι.
Έλλειψη πολιτικής με την έννοια της διάθεσης του πολίτη στο σύνολο, αλλά και της αγκαλιάς του συνόλου σε αυτόν.
Άκριτες συνειδήσεις ,θαμπωμένες στο βωμό του χρήματος που περιφέρονταν στα γεωγραφικά όρια της γης με ιδιοτέλεια, παραγκωνίζοντας τις καθημερινές ανιδιοτελείς καρδιές.
Έζησα την εξύψωση της ταπείνωσης και την αποδόμηση της έπαρσης μέσα σ’ έναν τόπο που φλέγονταν.
Κι ύστερα κατάλαβα πως ο χρόνος είναι ο πιο δίκαιος δικαστής. Επιστρέφει στον καθένα το έργο που έχει κάνει, αλλά κι αυτό που δεν έκανε ποτέ.
Κι ύστερα κατάλαβα πως πλουτίζεις μονάχα όταν δίνεις σε αυτόν που έχει πραγματική ανάγκη χωρίς να μπαίνεις σε φορεμένα καλούπια δεξιά, αριστερά, κεντρώα.
Πλουτίζεις μονάχα όταν δίνεις από τα βάθη της ψυχής, πλαταίνοντας κι εσύ μαζί της.
Κάθε μέρα.
Κάνοντας αυτό που σου αναλογεί.
Και η πολιτική ιστορία συνεχίζεται με τα πρόσωπα που τους δίνεται η σκυτάλη, όχι τυχαία, αλλά αντικατοπτρίζοντας τα συναισθήματα των ανθρώπων ενός τόπου. Πάντοτε δικαιολογημένα: από τον νέο που παλεύει τίμια για μια θέση εργασίας, από την Μάνα που έχει να θρέψει τίμια πέντε στόματα, από τον φοιτητή που τίμια μοχθεί για γνώση, από έναν γέροντα που τίμια βλέπει τι έχει πλάσει ή έχει χάσει.
Μονάχα έτσι καθαρίζει η συνείδηση σ’ έναν μάταιο κόσμο πολιτικής αδικίας, έχοντας το προνόμιο του ήρεμου ύπνου.
Κάθε νύχτα.
Έχοντας την ελπίδα ενός δυνατού χαμόγελου.
Κάθε μέρα.
γράφει η Λένα Τόττα, ηθοποιός-φιλόλογος.