Η ελληνική δικαιοσύνη σπανίως έλκει την προσοχή για θετικούς λόγους. Το εξ ορισμού αρνητικό δεδομένο ως προς την «ελληνική» απονομή δικαιοσύνης είναι πως δεν την αγγίζει ο χρόνος. Τα θεμελιώδη προβλήματα της θεσμικής της λειτουργίας παραμένουν σχεδόν αναλλοίωτα για περισσότερο από έναν αιώνα – αρκεί κάποιος να μελετήσει βιβλιογραφικά κείμενα ακόμα και από τα τέλη του 19ου αιώνα για να το διαπιστώσει. Αυτό το δεδομένο αλλά και το περιεχόμενό του, δηλαδή η απαρίθμηση και η περιγραφή των προβλημάτων της ελληνικής δικαιοσύνης καθώς και των σχετιζόμενων με αυτήν επαγγελμάτων, είναι άγνωστα στον έφηβο ή στο νέο άνθρωπο που επιλέγει να εκκινήσει οποιαδήποτε προσπάθεια για νομικές σπουδές και αντίστοιχη εργασιακή απασχόληση. Κανείς δεν εξηγεί σε κανέναν ενδιαφερόμενο τι ακριβώς περιλαμβάνει στην πράξη η «επιθυμητή» νομική σταδιοδρομία.
Χωρίς διαθέσιμα ερευνητικά δεδομένα για την τεκμηρίωση της τοποθέτησης και σφυγμομετρώντας εμπειρικά το προσωπικά διαθέσιμο – αλλά διόλου ευκαταφρόνητο – δίκτυο επικοινωνίας, δεν φαίνονται υπερβολικά τα εξής: πρώτον, (εξαιρετικά) σπάνια συναντάς άνθρωπο απασχολούμενο στα νομικά επαγγέλματα, ο οποίος δεν θ’ απαντήσει ενθουσιωδώς αρνητικά στην ερώτηση «αν γνώριζες a priori την επικρατούσα κατάσταση, θα έκανες όσα κάνεις για να είσαι σ’ αυτή τη δουλειά;». Δεύτερον, η ελληνική δικαιοσύνη φαίνεται να έχει γίνει τόσο «κουραστική» για το μέσο κοινωνό της και να έχει αλλοτριωθεί ή και απαξιωθεί θεσμικά σε τέτοιο βαθμό, ιδίως για τους απασχολούμενους εντός των αρμών της, ώστε νοηματικά να διατηρεί πλέον την πτυχή του στοιχειώδους βιοπορισμού και μόνο (κι αυτή με δεκάδες αστερίσκους) ωσάν να πρόκειται απλώς για μία ακόμη δουλειά, απογυμνωμένη εντελώς από τη συνταγματική και καταστατική αξία της Δικαιοσύνης (ακόμα και της αστικής).
Ουδόλως εκπλήσσει οποιονδήποτε, επομένως, το γεγονός ότι στην «τέχνη» του «foresight» η ελληνική δικαιοσύνη, όπως τη γνωρίζουμε εν έτει 2024, φέρεται να έρχεται αντιμέτωπη με πρωτόγνωρες καταστάσεις στο εγγύς μέλλον, πάντα στο όνομα της «προόδου», του «εκσυγχρονισμού» και της «ανάπτυξης», εξαιτίας των οποίων οι απασχολούμενοι σε αυτήν θα βρεθούν ενώπιον υπαρξιακών επαγγελματικών διλημμάτων. Αυτομάτως, η εν λόγω θέση οδηγεί κάποιον ν’ αναλογιστεί τις υποσχόμενες εργασιακές μεταβολές των εφαρμογών της τεχνητής νοημοσύνης, αν και επί του παρόντος οι πρόσφατες αλλαγές στους ποινικούς κώδικες, ο σχεδιαζόμενος νέος «Δικαστικός Χάρτης» και η παραφιλολογία για νέου τύπου ιδιωτικές φυλακές συνιστούν εξελίξεις, οι οποίες δυνητικά προσδίδουν στην τεχνητή νοημοσύνη μεσσιανικά χαρακτηριστικά. Η «εμπιστοσύνη στην ελληνική δικαιοσύνη» είναι το συντομότερο ανέκδοτο-αυταπάτη-εργαλείο που προκαλεί γέλιο ποιοτικά και ποσοτικά ανώτερο κι απ’ το πάλαι ποτέ κραταιότερο ανέκδοτο «οι τρεις εξουσίες, νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική, είναι μεταξύ τους ανεξάρτητες».
Επειδή η πραγματικότητα είναι σκληρότερη, επειδή δεν αρκεί το παρόν βήμα για ν’ αναλυθούν οι παραπάνω θέσεις-διαπιστώσεις κι επειδή οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ καταλαβαίνουν περισσότερα από τα ανωτέρω αναφερόμενα, όλα ταύτα αποτελούν απλώς το υποστηρικτικό πλαίσιο συναντίληψης σχετικά με την ανάγκη ευόδωσης των θεσμών εναλλακτικής επίλυσης διαφορών, όπως η διαμεσολάβηση. Η δικαιοσύνη είναι πυλώνας της ανθρώπινης συμβίωσης. Μια χώρα με υπερβολικά προβληματική δικαιοσύνη δεν παράγει ελπίδα για τίποτα. Το να φωτίσουμε και να υποστηρίξουμε θεσμούς εναλλακτικής επίλυσης των ανθρώπινων συγκρούσεων, εκτός της γνωστής «δικαστηριακής» δικαιοσύνης, μακροπρόθεσμα δύναται να δημιουργήσει συνθήκες ανανέωσης ή και νεκρανάστασης της μεταρρυθμιστικής ελπίδας για την ελληνική δικαιοσύνη. Αν το Κράτος ενδιαφέρεται σοβαρά για «πρόοδο, εκσυγχρονισμό, ανάπτυξη», θεσμοί όπως η διαμεσολάβηση έπρεπε ήδη να έχουν εδραιωθεί στην έννομη τάξη και να μεταρρυθμίζονται βάσει των πρακτικών διδαγμάτων, όχι ν’ αμφισβητείται ή και ν’ απειλείται η λειτουργική τους υπόσταση. Αυτονοήτως, για να λάβει τον ανάλογο και δέοντα σεβασμό η διαμεσολάβηση ή και άλλοι παρεμφερείς θεσμοί, χρειάζεται απαραιτήτως να μπορεί ο εκάστοτε κριτής να εκτιμήσει τη σπουδαιότητά της. Ωστόσο, όποιος προσδοκά ή ελπίζει οτιδήποτε από το ελληνικό κράτος – ενίοτε κι από την ελληνική κοινωνία – συνήθως ξεκινά πεπλανημένος και καταλήγει απογοητευτικά ανήμπορος.
Για το λόγο αυτό, οι ίδιοι οι πολίτες, η ίδια η κοινωνία και οι επιχειρήσεις χρειάζεται να ενημερωθούν και να «εκπαιδευτούν» σε θεσμούς εναλλακτικής επίλυσης των διαφορών, αντί να παραμένουν παθητικοί παραλήπτες παραμορφωμένων πληροφοριών, ανακριβών γνώσεων, αυθαίρετων απόψεων σχετικά με την ατέλεια τέτοιων θεσμών, εθελοτυφλώντας απέναντι στα τελματωμένα και δυσεπίλυτα προβλήματα του συγκρινόμενου μεγέθους (της ενδοδικαστικής επίλυσης διαφορών). Ομοίως και εξίσου σημαντικό είναι να επιμορφωθούν οι Λειτουργοί και οι Συλλειτουργοί της δικαιοσύνης. Η διαμεσολάβηση (προσ)καλεί άπαντες να μετακινηθούν από το καθιερωμένο modus operandi σ’ έναν ιδιαιτέρως ωφέλιμο για όλες τις πλευρές τρόπο σκέψης και δράσης, μέσω του οποίου κανένας δεν βγαίνει στραπατσαρισμένος ούτε δικαιωμένος αδικαίωτος, όπως συμβαίνει συχνά στα δικαστήρια. Η αξιοποίηση της διαμεσολάβησης, έστω δοκιμάζοντας τη θεσμική της διαδικασία (επειδή τα μέρη μπορούν να τη διακόψουν ανά πάσα στιγμή), δύσκολα μπορεί να υποστηριχθεί ότι επιδρά αρνητικά στους εμπλεκόμενους, ακόμη κι αν τα μέρη συνεχίσουν στα δικαστήρια ή επιλύσουν αλλιώς τη σύγκρουση.
Στη διαμεσολάβηση το εμπλεκόμενο μέρος έχει την ευκαιρία να πρωταγωνιστήσει σε μια διαδικασία ευγενούς αλληλεπίδρασης, ευνοούμενης έκφρασης συναισθημάτων, αξιοπρεπούς πειθούς, ελέγχου του αποτελέσματος, ευέλικτης κι ελεύθερης συμμετοχής, δυνητικής αποχώρησης ανά πάσα στιγμή, απευθείας – ή και όχι – διαπραγμάτευσης και επικοινωνίας με το άλλο μέρος, ταχύτερης επίλυσης του προβλήματος και με σημαντικά μικρότερο κόστος συγκριτικά με το δικαστήριο.
Πρωτίστως, η διαμεσολάβηση καλεί στη συνδημιουργία αξίας μέσω της αλληλοκατανόησης και στο πέρασμα από το «lose-lose» ή το «win-lose» στο «win-win». Η διαμεσολάβηση όμως, εκτός της καθ’ αυτής δικαιοσύνης, διεκδικεί κατ’ εξοχήν θέση και σε χώρους, όπου η επίτευξη συναίνεσης και συμβιβασμού με βάση τις αρχές της διαμεσολάβησης (ταχύτερα, από κοινού, οικονομικά, ευέλικτα, εμπιστευτικά) είναι όρος εκ των ων ουκ άνευ για την ουσιαστική πρόοδο και ανάπτυξη. Επί παραδείγματι, η σχολική διαμεσολάβηση και η εργασιακή ή ενδοεταιρική διαμεσολάβηση με τις ιδιαιτερότητές τους, συγκριτικά με την κλασική μορφή της διαμεσολάβησης στις έννομες διαφορές, είναι θεμιτό κι εφικτό ν’ αναδειχθούν ως καταλυτικά και υπέρ-ωφέλιμα μέσα εκπολιτισμού της επίλυσης των αντίστοιχων συγκρούσεων.
Στη δουλειά, στο σπίτι, στην κοινωνία, με δεδομένο τον ταχύτατο σημερινό ρυθμό ζωής, ποιός ιδιώτης και ποιά επιχείρηση χρειάζεται μια μακρόχρονη αντιδικία στα δικαστήρια με το ποικιλόμορφο κόστος της συχνότατα αναγκαίας προσωρινής δικαστικής προστασίας, μετά του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, του δευτέρου βαθμού, ενδεχομένως και της ακυρωτικής λειτουργίας του Αρείου Πάγου και συχνά περαιτέρω ενδιάμεσων διαδικασιών, και μάλιστα ενώ σε κάθε ένα από αυτά τα στάδια διεξάγεται μάχη αλληλοεξόντωσης, για την οποία στο τέλος αποφασίζουν ένας ή περισσότεροι τρίτοι (δικαστές) και συχνά καταλήγουν οι αποφάσεις αυτές, όχι μόνο να μην δικαιώνουν κανέναν, αλλά να γεννούν νέες δικαστικές διαμάχες για την ανατροπή αυτών των αποφάσεων! Αντιστρόφως, ποιός ιδιώτης και ποιά επιχείρηση δεν έχει ανάγκη μέσα από γνήσιες διαπραγματεύσεις και θαρραλέο διάλογο υπό πλήρη εμπιστευτικότητα, ενώπιον ενός αμερόληπτου και ουδέτερου τρίτου (του διαμεσολαβητή), να λύσει το πρόβλημά του οικονομικότερα, ακόμα και εντός ενός εικοσιτετραώρου, ελέγχοντας απόλυτα την έκβαση των διαπραγματεύσεων, εξασφαλίζοντας την αξιοπρέπειά του, ενδεχομένως (αλλά όχι απαραιτήτως) αποκαθιστώντας τη σχέση με το άλλο μέρος και συνεχίζοντας τη ζωή του χωρίς το βραχνά μιας αγωνιώδους και ανεξέλεγκτης δικαστικής διαμάχης;
Η διαμεσολάβηση, όπως κι άλλοι θεσμοί εναλλακτικής επίλυσης διαφορών, απαιτεί συστηματική και επίμονη παροχή πληροφόρησης από τους απασχολούμενους με τον εν λόγω θεσμό προς κάθε έναν δυνητικά ενδιαφερόμενο, γιατί τα κακώς κείμενα και τα στεγανά, με τα οποία έρχεται αντιμέτωπη η διαμεσολάβηση, συχνά φαντάζουν απροσπέλαστα. Ως εκ τούτου, περισσότερη σημασία έχει η επένδυση στον ανθρώπινο παράγοντα. Πρωτίστως, κεφαλαιώδη σημασία έχει η στάση που διαμορφώνει ο ίδιος ο άνθρωπος, ο πολίτης, ο επιχειρηματίας, η εταιρία, το σχολείο, το εν γένει εμπλεκόμενο πρόσωπο σε μία σύγκρουση. Τί χρειάζεται να κατανοήσει κάποιος; Τί χρειάζεται να συνειδητοποιήσει; Τί χρειάζεται να καλλιεργήσει;
Σε μια σύγκρουση ενδέχεται ο κάθε εμπλεκόμενος να συνεισφέρει κάτι. Το άλλο μέρος, αν το ακροαστείς προσεκτικά και χωρίς προκατάληψη λαμβάνοντας αντικειμενικά τις πληροφορίες, μπορεί να σου μάθει κάτι που δεν γνώριζες και το οποίο δυνητικά επηρεάζει τη στάση σου. Σε καθεστώς σύγκρουσης, το «άλλα λέω και άλλα εννοώ» και το «άλλα εννοώ κι άλλα λέω» είναι συνηθισμένος τρόπος έκφρασης, που φυσικά προκαλεί τις συνέπειες οποιασδήποτε κακής επικοινωνίας, δηλαδή αρνητικά συναισθήματα, παρεξηγήσεις, παρανοήσεις, προκατειλημμένες ερμηνείες κ.ο.κ.
Συχνά, όταν σου δώσει κάποιος έναν καθρέφτη για αυτοπαρατήρηση της δικής σου συμπεριφοράς, όταν κάποιος σε οδηγήσει στη διερεύνηση των πραγματικών σου αναγκών και συμφερόντων, όταν κάποιος σε βοηθήσει να ελέγξεις αν οι επιθυμίες σου ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και στις ανάγκες-συμφέροντά σου, όταν κάποιος σε βοηθάει να καταλάβεις πως μια συγκεκριμένη πράξη σου θα είχε επιπτώσεις για τις οποίες κι εσύ ο ίδιος θ’ αντιδρούσες όπως και όσο έντονα αντιδρά ο συνομιλητής σου, όταν κάποιος σε βοηθάει να εκτιμήσεις την καλύτερη και τη χειρότερη εναλλακτική σου επιλογή σε περίπτωση διαιώνισης της σύγκρουσης και μη συμβιβασμού, όταν κάποιος σου ζητά τις προτάσεις σου για την επίλυση της σύγκρουσης να τις ελέγξεις με ειδικά κριτήρια (προτάσεις συγκεκριμένες, μετρήσιμες, επιτεύξιμες, σχετικές με τις ανάγκες σου, χρονικά οριοθετημένες), όταν κάποιος σε βοηθάει να καταλάβεις ότι αρνείσαι μια πρόταση του αντιπάλου σου απλώς επειδή προέρχεται από αυτόν, όταν κάποιος σε βοηθάει να εκτιμήσεις λελογισμένα το ρίσκο επίλυσης της σύγκρουσης στο δικαστήριο, και όλα αυτά (και πολλά άλλα ωφελιμότερα) τα κάνει χωρίς επίκριση, με σεβασμό, με κατανόηση της θέσης σου, όχι από ανώτερο βλέμμα, ούτε επειδή είναι καλύτερος άνθρωπος από εσένα, αλλά επειδή αυτή είναι η δουλειά του, για την οποία εκπαιδεύτηκε, μελέτησε, εξετάστηκε, και πάλι μελετάει, επιμορφώνεται για να μπορεί να βελτιώνεται κάνοντας ακριβώς όλα τα παραπάνω, τότε σε όλες αυτές τις περιπτώσεις μαζί και σε κάθε μία χωριστά αποκτάς μία εντελώς διαφορετική ματιά επί της ίδιας σύγκρουσης, αισθανόμενος τα οφέλη της διαδικασίας ξεβολέματος από τις προηγούμενες πεποιθήσεις σου και δυνητικά γίνεσαι ικανός να επιλύσεις μία σύγκρουση, από την οποία εν τέλει θα βγεις τρόπον τινά μεταμορφωμένος και διδαγμένος απ’ τον ίδιο σου τον εαυτό πως δεν είναι η αντιδικία ούτε η δικαστηριακή εξόντωση του άλλου ο μόνος δρόμος για την επίλυση μιας διαφοράς.
Εξ άλλου, υπάρχει ένα βαρύ τίμημα για τον άνθρωπο που εμπλέκεται σε μία σύγκρουση, καθώς ο ίδιος ζει με τη μόνιμη αγωνία επίλυσής της και με τα παραφερνάλια της σύγκρουσης, ιδίως το θυμό, ο οποίος εγκλωβίζει το άτομο σε επαναλαμβανόμενες δυσλειτουργικές συμπεριφορές. Η άρνηση επίλυσης μιας σύγκρουσης, ακόμη και ως ανακλαστική στάση άμυνας, στερεί από όλους τους εμπλεκόμενους το να ζήσουν την υπόλοιπη ζωή τους χωρίς αυτή τη σύγκρουση. Συχνά, εκείνες οι συμπεριφορές που οδηγούν σε σύγκρουση μπορεί να είναι απλώς ο μόνος διαθέσιμος τρόπος έκφρασης ενός ανθρώπου, ο οποίος κατά τα άλλα χρειάζεται απλώς να επικοινωνήσει μαζί σου και να σου πει τι θεωρεί αυτός σημαντικό, γιατί το θεωρεί σημαντικό, επειδή ενδέχεται να γνωρίζει μόνο έναν τρόπο για να γίνουν τα πράγματα και άρα η φοβική του άγνοια είναι κάτι που ανατρέπεται με αμοιβαία θετική προαίρεση. Αυτό που ενίοτε παραβλέπεται είναι πως το να διαπραγματευτείς με έναν άνθρωπο δεν συνεπάγεται εξ ορισμού ότι θα τον συγχωρέσεις για τις επιζήμιες συμπεριφορές του, πράγμα που σε βοηθά να διαχωρίσεις τον άνθρωπο από τη σύγκρουση-πρόβλημα κι έπειτα από μια πολιτισμένη επίλυση να συνεχίσεις τη ζωή σου χωρίς το πρόβλημα – η σχέση με τον άνθρωπο μπορεί να διατηρηθεί, να αποκατασταθεί ή και όχι.
Οι σχετικές συμπεριφορικές επιστήμες μάς διδάσκουν ότι κάθε άνθρωπος έχει έναν προσωπικό τρόπο αντίληψης και ερμηνείας όσων λέγονται ή γίνονται. Τούτο σημαίνει ότι σπανίως ο άλλος θα καταλάβει ακριβώς αυτό που πραγματικά λες ή κάνεις με το δικό σου τρόπο – δεν έχετε το ίδιο κράμα αξιών, τρόπου χρήσης της γλώσσας, βιωμάτων, ιδεών, συναισθηματικής νοημοσύνης, κουλτούρας κ.ο.κ. Κάθε κακή συμπεριφορά εναντίον σου φέρει εντός της μια σκέψη που δεν έχει γνωστοποιηθεί ευθέως, την οποία ο άλλος εκφράζει με την κακή του συμπεριφορά προς εσένα, και επίσης ένα ζητούμενο από εσένα. Αν κάποιος, για παράδειγμα, σε αποκαλέσει «αλαζονικό ξερόλα της κακιάς ώρας», μπορείς να θεωρήσεις ότι σκέφτεται πως του επιδεικνύεις τις γνώσεις σου και θυμώνει με αυτό, αλλά ταυτόχρονα μπορείς να θεωρήσεις ότι ζητάει να του μεταφέρεις τις απόψεις ή τις γνώσεις σου με περισσότερο σεβασμό χωρίς να υποκρύπτεται στα λόγια ή στις πράξεις σου υποτίμηση των δικών του γνώσεων. Χωρίς κατανόηση της θέσης του άλλου, χωρίς επιμελή εντοπισμό μέσα μας του πώς νιώθει ο άλλος είναι αδύνατο να καταφέρουμε οτιδήποτε περιλαμβάνει το «συν…» (συνεργασία, συνδιαμόρφωση, συναντίληψη, συναπόφαση, συναδελφικότητα, συνεκτέλεση κ.ο.κ.).
Όποιος εμπλέκεται σε μια αντιδικία, σε μια σύγκρουση, σ’ ένα κοινό με άλλα πρόσωπα πρόβλημα ζει με το φόβο ότι θα εξαναγκαστεί να αλλάξει τη στάση του, να αλλάξει τον τρόπο σκέψης του, να εγκαταλείψει την άνεση και την ασφάλεια του ήδη γνωστού τρόπου λειτουργίας του, παρ’ όλο που μπορεί αυτός ο τρόπος να είναι ελαττωματικός, οπότε εκλαμβάνει αυτή τη συνθήκη ως πλήγμα στην αυτοεικόνα του. Χρειάζεται πολλή παιδεία, άφθονη καλλιέργεια, ατελεύτητη αρετή, για να βρει κάποιος το θάρρος αποδοχής τέτοιων πληγμάτων στο αυτο-κατασκευασμένο είδωλό του. Αρκετοί άνθρωποι προτιμούν να μην μάθουν κάτι άλλο πέρα από αυτό που ήδη ξέρουν, να μην εκπαιδευτούν σε κάτι που γνωρίζει κάποιος άλλος, να μην ανακαλύψουν θετικά αποτελέσματα σε κάτι που δεν κάνουν οι ίδιοι, γιατί φοβούνται μην αυτο-αναγκαστούν να συμπεριφέρονται διαφορετικά – στην ουσία βολεύονται στην ένοχη ανευθυνότητα. Κατανοώντας και συνειδητοποιώντας τα παραπάνω, ιδίως όμως αμφισβητώντας και διαρκώς ελέγχοντας αυτά, τα οποία βέβαια δεν αποτελούν παρά χιλιοειπωμένα μεν, αλλά δυσεφάρμοστα πράγματα για τους περισσότερους ανθρώπους, μπορεί κάποιος να αρχίσει να αντιλαμβάνεται πώς η διαμεσολάβηση – ή και άλλοι θεσμοί εναλλακτικής επίλυσης των διαφορών – συχνά είναι μία ακόμα επιλογή μαζί με τις άλλες, αλλά ενίοτε για ορισμένες διαφορές αναδεικνύεται ως η μοναδική και επωφελέστατη επιλογή (κερδίζω-κερδίζεις). Ωστόσο, για να μην επιτρέψω να καταλάβει κάποιος κάτι που δεν γράφω, ανεξαρτήτως του ισχύοντος νομικού πλαισίου για τη διαμεσολάβηση, το οποίο ούτως ή άλλως δεν αφορά σε όλα τα είδη έννομων διαφορών, ρητά ισχυρίζομαι ότι δεν είναι επιδεκτικές ούτε κατάλληλες για συμβιβασμό και φιλειρηνική επίλυση όλες οι συγκρούσεις. Μερικές φορές χρειάζεται να παλέψεις για τη δική σου πλευρά, επειδή το δίκαιο δεν έχει σχέση με τις νοητικές ευκολίες των ηθικά και κοινωνικά απευαισθητοποιημένων ανθρώπων, οι οποίοι αρέσκονται να σημαιοφέρουν ένοχες αγκυλώσεις, όπως «η αλήθεια είναι πάντα στη μέση» και άλλες αυτοεξυπηρετικές της αμάθειας ή της ημιμάθειάς τους φαιδρότητες.
Φοίβος Ξενάκης Δικηγόρος-Διαπιστευμένος Διαμεσολαβητής