Αύγουστος. Τελευταίος μήνας του καλοκαιριού, ενός καλοκαιριού με δυσάρεστα και στενάχωρα γεγονότα καθώς και αφόρητη ζέστη. Ήταν απόγευμα και αποφάσισα να κάνω μία βόλτα στην πλησιέστερη αμμουδερή παραλία, όπου κατά μήκος αυτής βρίσκονται διάσπαρτα μερικά δεντράκια και θάμνοι. Ο χαρακτηριστικός καλοκαιρινός ήχος από τα τζιτζίκια ήταν σημάδι ότι το καλοκαίρι είναι ακόμα εδώ. Ένα ελαφρύ αεράκι δρόσισε κάπως την ατμόσφαιρα και σήκωσε κύμα στη θάλασσα. Στην ακρογιαλιά ένα ζευγάρι νέων, θαύμαζαν αγκαλιασμένοι το ηλιοβασίλεμα. Η κοπέλα έγειρε το κεφάλι της στον αριστερό ώμο του αγοριού και αυτός αγκαλιάζοντάς την ακόμα πιο σφιχτά, της είπε: «Πάει και αυτό το καλοκαίρι…»
Λίγα μέτρα μακριά, δύο αγοράκια έπαιζαν στην άμμο και πλατσούριζαν τα ποδαράκια τους στο νερό. Πίσω από αυτά έστεκαν οι γονείς τους, που τα παρακολουθούσαν με προσοχή. Μετά από λίγο ακούστηκε η φωνή της μαμάς: «Έλα πάμε σιγά, σιγά… έχουμε ταξίδι αύριο» και τα παιδιά απογοητευμένα αποκρίθηκαν: «Αχ όχι!». Δίπλα από την οικογένεια, ένα ζευγάρι ηλικιωμένων κάθονταν στις ξαπλώστρες τους, διαβάζοντας τα βιβλία τους. Ο άντρας ακούμπησε το βιβλίο στο στέρνο του και κοίταξε προς το πέλαγος. Με το δεξί του χέρι έπιασε το αριστερό χέρι της γυναίκας που βρισκόταν πλάι του. «Μα δεν είναι ένας μικρός παράδεισος, εδώ;». Η γυναίκα χαμογέλασε ελαφρά και του φίλησε το χέρι. Η δύση του ήλιου είχε προσδώσει στον ουρανό ένα χρυσαφί χρώμα. Συνέχισα μέχρι το τέλος της παραλίας, όπου ξεπρόβαλλε ένα εκκλησάκι. Σκέφτηκα ότι αυτές οι τρεις ιστορίες που μόλις είχα παρακολουθήσει εντελώς τυχαία, θα μπορούσαν να είναι η ίδια ιστορία σε βάθος χρόνου. Δύο άνθρωποι ερωτεύτηκαν, δημιούργησαν οικογένεια και κατέληξαν μετά από χρόνια να απολαμβάνουν και πάλι αγαπημένοι το ηλιοβασίλεμα, στον προσωπικό τους παράδεισο.
Η έννοια του παραδείσου είναι σχετική, για κάποιους είναι η μετάβαση σε έναν ήρεμο και ειρηνικό κόσμο κατά τη μεταθανάτια ζωή ή για άλλους είναι μία ευτυχισμένη κατάσταση της επίγειας ζωής∙ όπως ένα δειλινό ή μία αυγή, μία βόλτα με αγαπημένα πρόσωπα ή το διάβασμα ενός βιβλίου, ένας περίπατος στην εξοχή ή μία εκδρομή, η συντροφικότητα ή η δημιουργικότητα. Θυμάμαι τον παππού μου τον Χρήστο να λέει ότι «εδώ είναι η κόλαση, εδώ και ο παράδεισος και ότι είναι να ζήσουμε καλό ή κακό το ζούμε στη μία και μοναδική ζωή που έχουμε». Δεν ξέρω αν υπάρχει και τι υπάρχει αφού φτάσουμε στο τέλος του ταξιδιού που λέγεται ζωή. Ωστόσο, ξέρω ότι σχεδόν καθημερινά, ο καθένας από εμάς ονειρεύεται τον προσωπικό του παράδεισο, έτσι όπως θα τον ήθελε να είναι. Κάποιες φορές, προσπαθούμε και πετυχαίνουμε. Αλλά όταν κατακτήσουμε την επιτυχία, είναι πιθανό να μην τη χαρούμε, επειδή σκεπτόμαστε το επόμενο μας βήμα ή επειδή προηγήθηκαν διαφωνίες, συγκρούσεις ή καταστάσεις άγχους και στρες, με αποτέλεσμα να μην εκτιμούμε αυτό που έχουμε ήδη καταφέρει. Είναι κακός σύμβουλος τα αρνητικά συναισθήματα. Άλλες φορές, προσπαθούμε και αποτυγχάνουμε. Οι αποτυχίες και οι κακοτοπιές είναι κομμάτι της ζωής και είναι πιθανό να συμβούν. Το ζητούμενο είναι να βρίσκουμε τη δύναμη να σηκωνόμαστε και να συνεχίζουμε την πορεία μας, μετατρέποντας την αποτυχία σε ευκαιρία να επαναπροσδιορίσουμε τους στόχους μας και τη διαδρομή που πρέπει να ακολουθήσουμε.
Να θυμόμαστε ότι αυτές οι αποτυχίες ή επιτυχίες, μας έχουν φτάσει στο σημείο που είμαστε σήμερα. Τις πρώτες να τις αποδεχόμαστε, χωρίς εγωισμούς και αυτομαστίγωμα, ενώ τις δεύτερες να τις εκτιμούμε περισσότερο, με αγάπη και σεβασμό προς τον εαυτό μας. Να μας αγαπάμε, έτσι όπως είμαστε, με τα προτερήματα και τα ελαττώματα μας. Να απολαμβάνουμε τις στιγμές και τους προσωπικούς μας παραδείσους, που με κόπο χτίσαμε και δημιουργήσαμε.
Άλλωστε, τι απομένει στο τέλος; Τα καλοκαίρια περνάνε και ακολουθούν τα φθινόπωρα και οι χειμώνες. Και η ζωή κυλάει γρήγορα και βιαστικά. Και όπως το νερό στο ποτάμι δεν ξαναγυρνάει πίσω, έτσι και οι στιγμές φεύγουν και δεν τις ξαναζούμε, γιατί ζούμε μία φορά. Και «ας απλώσουμε τα χέρια μας στον ήλιο και ας τραγουδήσουμε», όπως γράφει ο σπουδαίος ποιητής Γιάννης Ρίτσος στην «Εαρινή Συμφωνία», που μελοποιήθηκε από τον μεγάλο μουσικοσυνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο. «Το φως κελαηδάει, άιντε κελαηδάει στις φλέβες του χόρτου και της πέτρας. Άξιζε να υπάρξουμε για να συναντηθούμε!» Άξιζε να υπάρξουμε, για να δούμε και να γνωρίσουμε τον κόσμο, άξιζε να υπάρξουμε για να βιώσουμε αυτό το θαύμα και δώρο που λέγεται ζωή!
Ιωάννα Ροτζιώκου – Αξιωματικός Ελληνικής Αστυνομίας – Κοινωνιολόγος