Το “φαινόμενο του φωτοστέφανου” – μιντιακά στερεότυπα και στιγματιστικός λόγος στα σεξουαλικά εγκλήματα Το θεμα της ημέρας

Εγκλήματα κατά της Γενετήσιας Ελευθερίας & Μιντιακός Λόγος: Αναπαραγωγή στερεοτύπων και μύθων, η εστίαση στα πρόσωπα, το «φαινόμενο του φωτοστέφανου» (“halo effect”), το «στερεότυπο της ελκυστικότητας» (“attractiveness stereotype”), οι «αστερίσκοι» & τα διφορούμενα μηνύματα 

Επικίνδυνες στερεοτυπικές εικόνες και μύθοι σχετικά με το έγκλημα του βιασμού αναπαράγονται στον μιντιακό λόγο ακόμα και στη σημερινή εποχή παρά την ευρύτατη ενημέρωση, την αφύπνιση και ευαισθητοποίηση που υπάρχει για εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας. Είναι σαφές ότι ο βιασμός είναι ένα από τα ειδεχθέστερα εγκλήματα, δεδομένου ότι καταρρακώνει την αξιοπρέπεια του ατόμου που θυματοποιείται και τραυματίζει βάναυσα την ψυχή του. Ωστόσο, όπως έχουμε επισημάνει στη σχετική με το θέμα μας αρθρογραφία αποτελεί «τη μοναδική μορφή εγκληματικότητας που το θύμα στιγματίζεται πολύ περισσότερο από τον δράστη» ενώ χαρακτηρίζεται «σκοτεινό» έγκλημα, καθώς έχει αποδειχθεί ότι ένας μικρός αριθμός των διαπραττόμενων ανά έτος βιασμών καταγγέλλεται στις αρχές κυρίως εξαιτίας του φόβου και της ντροπής των θυμάτων.[1] Υπό αυτή την έννοια η ολοκληρωμένη εικόνα του φαινομένου δεν έχει ακόμα καταγραφεί και δεν έχουν έρθει στην επιφάνεια όλα τα περιστατικά που λαμβάνουν χώρα σε πολλά και διαφορετικά περιβάλλοντα, μεταξύ των οποίων μπορεί να είναι και το εργασιακό περιβάλλον, στο οποίο είναι σκόπιμο να επικεντρώσουμε περισσότερο το ενδιαφέρον μας σε ερευνητικό επίπεδο, ώστε να καταγραφούν ενδεχόμενα περιστατικά και σε κάθε περίπτωση να διασφαλίζεται ότι λαμβάνονται όλα τα μέτρα σε όλα τα επαγγελματικά περιβάλλοντα, προκειμένου οι εργαζόμενες/οι να νιώθουν και είναι απολύτως ασφαλείς από οποιαδήποτε τύπου παρενόχλησης, βίας και κακοποίησης θα μπορούσε να ασκηθεί σε βάρος τους.

Σεξουαλικές παρενοχλήσεις και επιθέσεις σε χώρους εργασίας δύναται άλλωστε να λάβουν σύνθετες διαστάσεις και προεκτάσεις, γιατί το άτομο που θυματοποιείται έρχεται αντιμέτωπο με απειλητικές καταστάσεις, όχι μόνο για τη σωματική αλλά και για την ψυχική του υγεία και παράλληλα αντιμετωπίζει τον κίνδυνο να προκύψουν -ευρύτερα- στον επαγγελματικό του τομέα εμπόδια που ενδέχεται να του στερήσουν ευκαιρίες επαγγελματικής εξέλιξης και να του δημιουργήσουν οικονομικά προβλήματα. Ως εκ τούτου είναι αναγκαίο σε όλα τα εργασιακά περιβάλλοντα να υπάρχουν τα εχέγγυα ώστε κάθε άτομο να είναι ασφαλές και εάν θυματοποιηθεί να αισθάνεται δυνατό προκειμένου να προχωρήσει αμέσως σε καταγγελία χωρίς να φοβάται τη διαπόμπευση και τη δευτερογενή του θυματοποίηση  από τα Μέσα και χωρίς να υφίσταται τελικά το ίδιο το θύμα, σε κοινωνικό και επαγγελματικό επίπεδο, τις συνέπειες ενός ειδεχθούς σε βάρος του εγκλήματος. Είναι βέβαιο ότι, με την καταγγελία και τιμωρία αυτών των περιστατικών, θα προστατευθούν εν δυνάμει θύματα από το να βρεθούν μελλοντικά σε κίνδυνο ή να αναγκαστούν  να παραιτηθούν από την εργασία τους ή να μετακινηθούν σε άλλη επαγγελματική θέση για να προστατεύσουν τον εαυτό τους. Συνεπώς, αντιλαμβανόμαστε -παράλληλα ασφαλώς με τη λήψη στοχευμένων μέτρων- τη σημασία του να γίνουν ουσιαστικές αλλαγές στον τρόπο δημοσιογραφικής κάλυψης αυτών των υποθέσεων, προκειμένου τα ΜΜΕ να επιτελέσουν έναν θετικό και εποικοδομητικό ρόλο ως προς την ενδυνάμωση του λόγου των θυμάτων, ως προς την προστασία από τη δευτερογενή θυματοποίησή τους και ως προς τη σε βάθος ενημέρωση του κοινού για εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας.

 

Αυτό που μας προβληματίζει όμως είναι ότι, ενώ θα περιμέναμε να είχαν καταρριφθεί  όλοι οι μύθοι του παρελθόντος και ο μιντιακός λόγος να είχε πλήρως εκσυγχρονιστεί, υπάρχουν ακόμα καταγραφές στιγματιστικού λόγου σε βάρος θυμάτων, με παράλληλη διαιώνιση και αναπαραγωγή εγκληματικών μύθων και κοινωνικών στερεοτύπων. Αναμφίβολα καταγράφονται και πολύ καλές δημοσιογραφικές πρακτικές, στη σύγχρονη εποχή, στον αντίποδα των αρνητικών και παρωχημένων δημοσιογραφικών πρακτικών, οι οποίες αξίζει να προβάλλονται και στον επιστημονικό λόγο, στο πλαίσιο των ερευνητικών μας προσεγγίσεων. Ο στιγματιστικός λόγος σε μεγάλο βαθμό απορρέει από την επικίνδυνη τακτική της επίρριψης ευθυνών στο θύμα (“victim blaming”) και στο σημείο αυτό θα τονίσουμε τη σημασία των λεκτικών επιλογών του δημοσιογραφικού κόσμου κατά την απεικόνιση ενός εγκλήματος κατά της γενετήσιας ελευθερίας, ώστε με μεγάλη προσοχή να αποδώσει τη σκληρότητα και τη βιαιότητα του εγκλήματος χωρίς να στιγματίζει είτε άμεσα είτε έμμεσα το θύμα. Ένα άλλο σημείο που κρίνουμε σκόπιμο να αποφεύγεται μιντιακά είναι η -σε υπέρμετρο βαθμό- εστίαση στα πρόσωπα, που τελικά λειτουργεί σε βάρος της ανάδειξης της ουσίας ενός φαινομένου. Η εστίαση στα πρόσωπα ικανοποιεί τις κυρίαρχες μιντιακές αξίες (news media values), σύμφωνα με τις οποίες ένα έγκλημα κρίνεται ότι πρέπει να βρεθεί ψηλά στη δημοσιογραφική ατζέντα όταν περικλείει το στοιχείο της δραματοποίησης, της σύγκρουσης, του απρόβλεπτου, της διέγερσης (ηδονοβλεψία του απαγορευμένου) και της προσωποποίησης (κουλτούρα των διασημοτήτων). Όταν μάλιστα περιλαμβάνονται και στοιχεία όπως η βία και το «θέαμα», τα εγκλήματα έρχονται στις πρώτες θέσεις της ιεράρχησης των ειδήσεων. Ωστόσο ο τρόπος με τον οποίο γίνεται αυτή η εστίαση στα πρόσωπα φτάνει στα όρια της «ανθρωποφαγίας» και της «δολοφονίας» χαρακτήρων.

 

Βλέπουμε ακόμα να καταγράφεται μια άλλη επικίνδυνη τακτική, με τον τρόπο με τον οποίο δύναται να δομηθεί σε κάποια σημεία ο μιντιακός λόγος: με πρόσχημα τον σεβασμό στο τεκμήριο της αθωότητας το οποίο όμως στην πράξη παραβιάζεται εξίσου καταφανώς από τα Μέσα (ενώ μέχρι να τελεσιδικήσει η δικαιοσύνη είναι απαραβίαστο ακόμα και εάν έχουμε ομολογία), διαπιστώνουμε ότι σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις εφαρμόζεται η τακτική αποδόμησης του λόγου των καταγγελλόμενων ατόμων και αμφισβήτησης της ηθικής τους. Αυτή η αποδόμηση, άρα και αποδυνάμωση του λόγου του καταγγελλόμενου προσώπου, μπορεί να λάβει χώρα με ποικίλους τρόπους, όπως ενδεικτικά αναφέρουμε: με τους  αστερίσκους «ναι μεν, αλλά…» και με επίμονες αναφορές στον χαρακτήρα τους και κυρίως στη «σοβαρότητά τους» (λες και υπάρχει μιντιακό…«σοβαρόμετρο» που κρίνει ποιο άτομο είναι σοβαρό και ποιο όχι για να προβεί σε καταγγελία, προβαίνοντας με αυτό τον τρόπο και σε επιμέρους διακρίσεις, με το να παρουσιάζεται για παράδειγμα ένα άτομο με μόρφωση και με ένα καλό κοινωνικό -οικονομικό υπόβαθρό ως πιο «αξιόπιστο» σε σύγκριση με ένα άτομο από χαμηλότερα κοινωνικο-οικονομικά στρώματα). Αναλυτικά παραδείγματα περιλαμβάνονται στο νέο, υπό έκδοση βιβλίου μου, επομένως θα επανέλθουμε στο θέμα με ανάλυση συγκεκριμένων μελετών περίπτωσης (case studies) που φωτίζουν περισσότερο τα σημεία τα οποία ο μιντιακός λόγος οφείλει να προσέξει κατά την απεικόνιση των εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας και άλλων μορφών εγκληματικότητας.  

 

Επίσης συστήνουμε την αποφυγή όρων όπως «φερόμενο ως θύμα» και την αντικατάστασή του με άλλους όρους, όπως «η καταγγέλλουσα» εφόσον έχει γίνει καταγγελία. Δηλαδή, σαφώς θα μιλήσουμε στον δημόσιο λόγο για «φερόμενο ως δράστη» μέχρι να τελεσιδικήσει η δικαιοσύνη ή για «καθ’ ομολογίαν δράστη» σε περιπτώσεις που υπάρχει ομολογία, αλλά εάν μιλήσουμε για «φερόμενο ως θύμα» είναι σαν να αποδυναμώνουμε τρόπον τινά τον λόγο του. Συνεπώς, χωρίς να παραβιάσουμε τα δικαιώματα του εκάστοτε κατηγορουμένου ο μιντιακός λόγος οφείλει σεβασμό και στα δικαιώματα του καταγγελλόμενου ατόμου.

 

Συνοπτικά, θα τονίσουμε ότι αποφάσεις λαμβάνονται από το Δικαστήριο, τα ΜΜΕ δεν κηρύσσουν ούτε ενόχους ούτε αθώους, συνεπώς ούτε το τεκμήριο της αθωότητας πρέπει να παραβιάζουν, ούτε όμως να αναπτύσσουν μια επιχειρηματολογία που καλλιεργεί ένα κλίμα φόβου αποτρέποντας γυναίκες από το να προχωρήσουν στην καταγγελία για να μη διαπομπευτούν με την αποκάλυψη των προσωπικών τους στοιχείων, της επαγγελματικής τους ιδιότητας ή/και με αμφισβήτηση της ηθικής τους. Ο κοινωνικός στιγματισμός και διασυρμός -με άμεσους και έμμεσους τρόπους- γυναικών που προβαίνουν σε καταγγελίες για εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας τους είναι αδιανόητες πρακτικές. Μπορούμε να τις χαρακτηρίσουμε ακόμα και απάνθρωπες. Αναμφίβολα η δημοσιογραφική κάλυψη αυτών των υποθέσεων συχνά κινείται σε μια «λεπτή» και «εύθραυστη» γραμμή ώστε να τηρηθούν όλοι οι κανόνες δεοντολογίας, αλλά εάν ο δημοσιογραφικός κόσμος εκπαιδευτεί και αποκτήσει πολύ καλή γνώση του αντικειμένου θα ανταποκριθεί αποτελεσματικότερα στις απαιτήσεις της ενημέρωσης για μορφές εγκληματικότητας που λαμβάνουν σύνθετες διαστάσεις.  

Ερωτήματα που έχουν καταγραφεί στον μιντιακό λόγο για το έγκλημα του βιασμού, όπως «τι ανάγκη έχουν όμορφα και πλούσια παιδιά να βιάσουν;», «γιατί να βιάσει ένας όμορφος άντρας που όλες οι γυναίκες τον θέλουν;» έρχονται σε σύγκρουση με τον σύγχρονο επιστημονικό λόγο ο οποίος φωτίζει «σκοτεινές» πτυχές αυτού του βίαιου εγκλήματος και αποκαλύπτει τα κίνητρα των δραστών. Άλλωστε ας μην ξεχνάμε ότι ακόμα και μέσα στον γάμο μπορεί να διαπραχθεί το έγκλημα του βιασμού. Στη χώρα μας βέβαια καθυστέρησε -δυστυχώς- να δοθεί βαρύτητα σε αυτήν τη τόσο σοβαρή παράμετρο του θέματος, στοιχείο που καταδεικνύει τον στερεοτυπικό τρόπο με τον οποίο η γυναίκα αντιμετωπίζεται διαχρονικά από την κοινωνία. Αξιοσημείωτο είναι ότι μόλις το 2006 με το ν. 3500/06 «Για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας και άλλες διατάξεις» ποινικοποιήθηκε ο βιασμός στον γάμο. Μέχρι τότε δεν συνιστούσε ποινικό αδίκημα και ρυθμιζόταν με τις διατάξεις της παράνομης βίας. Σήμερα πρέπει να καταστεί σαφές ότι καμία γυναίκα δεν μπορεί να εξαναγκαστεί σε σεξουαλική πράξη εάν δεν επιθυμεί και δεν συναινεί. Το «όχι» είναι «όχι» και απόψεις που διαβάζουμε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τύπου «μα και οι γυναίκες προκαλούν με τη συμπεριφορά τους και με τα ρούχα τους» αποδεικνύουν τελικά ένα έλλειμμα παιδείας, αξιών και ιδανικών του ατόμου που θα δώσει, μέσα από τις λέξεις του, «άλλοθι» στο βάναυσο έγκλημα του βιασμού αναφέροντας ότι «φταίνε οι γυναίκες γιατί φοράνε ρούχα που αποκαλύπτουν το σώμα τους»!!  

Η αναπαραγωγή στερεοτυπικών αντιλήψεων στον μιντιακό λόγο έχει βαθιές ρίζες. Μπορεί να αποδοθεί στα ακόλουθα στοιχεία: Πρώτον, στην έλλειψη γνώσης για το αντικείμενο. Οι δημοσιογράφοι σήμερα μέσω της δια βίου μάθησης είναι αναγκαίο να ενισχύσουν τη γνώση τους, γιατί η γνώση είναι δύναμη. Δεύτερον, αποκαλύπτει παθογένειες ετών και βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις στην κοινωνία που λειτουργούν μέχρι σήμερα σε βάρος του γυναικείου φύλου, σύμφωνα με τις οποίες η γυναίκα τελικά σκιαγραφείται ως ένα παθητικό, άβουλο, χωρίς προσωπικότητα ον που περιμένει τον άντρα για να τις καλύψει τις ανάγκες της σε όλα τα επίπεδα. Σαφώς έχουμε ακόμα πολύ δρόμο να διανύσουμε για να επιτευχθεί η πλήρης ισότητα των φύλων, σε όλα τα επίπεδα και τα πεδία δράσης μας. Επιτακτική επομένως κρίνεται η αποτελεσματικότερη διαχείριση ζητημάτων όπως το μισθολογικό χάσμα ανάμεσα στα φύλα, οι σεξουαλικές παρενοχλήσεις στον εργασιακό τομέα, η μεγαλύτερη υποστήριξη σε εργαζόμενες μητέρες, η επένδυση στην παιδεία και την εκπαίδευση προκειμένου οι νέες τουλάχιστον γενιές να καταρρίψουν μύθους και στερεότυπα και να έχουν ακριβώς τις ίδιες ευκαιρίες κοινωνικής, οικονομικής και επαγγελματικής εξέλιξης και ανέλιξης. 

Τέλος, η αναπαραγωγή στον μιντιακό λόγο στερεοτυπικών αντιλήψεων για τους «όμορφους και πλούσιους άντρες» που «δεν βιάζουν και δεν σκοτώνουν» θα μπορούσε να ερμηνευθεί και βάσει του «φαινομένου του φωτοστέφανου» (“halo effect” ), που αναφέρεται επίσης ως “halo error” και μορφές αυτού έχουν μελετηθεί από την επιστημονική έρευνα. Πρόκειται για μια μορφή γνωστικής προκατάληψης κατά την οποία η συνολική αντίληψή μας για ένα άτομο μπορεί να επηρεάζεται θετικά από τις απόψεις μας για συγκεκριμένα μόνο χαρακτηριστικά αυτού του ατόμου, με αποτέλεσμα να μη «βλέπουμε» τελικά το άτομο στην ολότητά του. Ο Αμερικανός ψυχολόγος Edward Thorndike ανέδειξε το φαινόμενο παραθέτοντας εμπειρικά στοιχεία, το έτος 1920 στο άρθρο του, «A Constant Error in Psychological Ratings». Έχει υποστηριχθεί ότι αυτή η γνωστική προκατάληψη δύναται να διαμορφώσει την αντίληψή μας, για παράδειγμα, σχετικά με την ευφυΐα και τις ικανότητες που θεωρούμε ότι έχουν άλλα άτομα. Έχει μάλιστα υποστηριχθεί ότι η εν λόγω γνωστική προκατάληψη μπορεί να ασκήσει επιδράσεις σε πολλά και διαφορετικά μεταξύ τους περιβάλλοντα, από τη σχολική αίθουσα μέχρι τις δικαστικές αίθουσες. Μια έκφανση του φαινομένου του φωτοστέφανου είναι το «στερεότυπο της ελκυστικότητας» (“attractiveness stereotype”), το οποίο αναφέρεται στην τάση να αποδίδονται θετικές ιδιότητες και θετικά χαρακτηριστικά σε ελκυστικά ως προς την εξωτερική τους εμφάνιση άτομα. Καταγράφεται δηλαδή μια τάση να κρίνονται με ένα πιο θετικό πρόσημο άτομα με μια ελκυστική εξωτερική εμφάνιση. Αυτό το «γνωστικό στην κρίση μας λάθος», όπως έχει αποκληθεί, αντανακλά ασφαλώς και τις προκαταλήψεις, την ιδεολογία και την κοινωνική αντίληψη του ίδιου του ατόμου που προβαίνει σε αυτές τις αξιολογικές κρίσεις. Στον αντίποδα του φαινόμενου του φωτοστέφανου βρίσκεται το “horn effect”, πρόκειται δηλαδή για τη γνωστική προκατάληψη σύμφωνα με την οποία ένα μεμονωμένο αρνητικό χαρακτηριστικό διαμορφώνει αδικαιολόγητα τη συνολική γνώμη κάποιου ατόμου για ένα άλλο πρόσωπο[2]. Όλα τα παραπάνω βέβαια φαίνεται να αντανακλούν σε μεγάλο βαθμό τους στερεοτυπικούς τρόπους με τους οποίους γαλουχούνται γενιές και γενιές, με συνέπεια σε πολλές περιπτώσεις να προσεγγίζουμε τους συνανθρώπους μας μέσα από ένα περιοριστικό στερεοτυπικό πρίσμα. Τέλος, θα υπογραμμίσουμε ότι κάθε υπόθεση έχει τα δικά της χαρακτηριστικά και οι γενικεύσεις είναι σημαντικό να αποφεύγονται. 

Ολοκληρώνοντας, θα καταθέσουμε μια σκέψη-πρόταση. Αυτή την περίοδο, των θερινών μηνών, με την αύξηση του τουρισμού, με τις περισσότερες ευκαιρίες για εξόδους και κοινωνικοποίηση, με την υπέρμετρη σε αρκετές περιπτώσεις κατανάλωση αλκοόλ, θα ήταν σκόπιμο να προβάλλονται στα ΜΜΕ ενημερωτικά μηνύματα τόσο για το έγκλημα του βιασμού, όσο και για άλλες μορφές εγκληματικότητας που μπορούν να θυματοποιήσουν κυρίως γυναίκες και ανήλικα άτομα. Η ενημέρωση του πληθυσμού από τους αρμόδιους φορείς και από τους ειδικούς επί του θέματος επιστήμονες, καθώς και η λήψη συγκεκριμένων μέτρων από την οργανωμένη Πολιτεία, όπως μεταξύ άλλων ο φωτισμός σε σκοτεινά σημεία, περισσότερη αστυνόμευση σε απόμερα μέρη όπου έχουν καταγραφεί βίαιες πράξεις κλπ. είναι αναγκαία στοιχεία για την ασφάλεια των πολιτών. Αναμφίβολα η συζήτηση στον δημόσιο λόγο τόσο σοβαρών ζητημάτων και η παρουσίαση επιστημονικών δεδομένων συμβάλλουν στην ευαισθητοποίηση, αφύπνιση αλλά και στην απόκτηση από τον πληθυσμό γνώσης για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση κρίσιμων και απειλητικών για τη ζωή, τη σωματική ακεραιότητα και την ψυχική του υγεία, θεμάτων.   

Συμπερασματικά, διανύουμε μια εποχή όπου έχουμε τη δυνατότητα να ενημερωθούμε ως ενεργά μέλη της κοινωνίας έγκαιρα και έγκυρα για φαινόμενα υψίστης σημασίας και μεγάλου εγκληματολογικού και κοινωνιολογικού ενδιαφέροντος. Ειδικά ως προς τις μιντιακές απεικονίσεις των εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας ο δημοσιογραφικός κόσμος οφείλει να παρουσιάζει πάντοτε με τη δέουσα κοινωνική ευαισθησία και με ιδιαίτερη προσοχή αυτές τις υποθέσεις, με σεβασμό στο τεκμήριο της αθωότητας και με σεβασμό στο άτομο που καταγγέλλει. Η σιωπή δεν θα «σπάσει» θυσιάζοντας την αξιοπρέπεια των γυναικών και σε αυτές τις πρακτικές θα αντισταθούμε σθεναρά![3] Θερμές ευχαριστίες στην  εκπομπή «Δύο, αλλά όχι Ξένοι» στα Παραπολιτικά (90.1 FM), με τον Σπύρο Χαριτάτο και την Μπάγια Αντωνοπούλου, για την ευκαιρία να αναδείξουμε στις 22-4-2023 το ζήτημα του στιγματιστικού λόγου σε συνάρτηση με μιντιακές απεικονίσεις εγκλημάτων και δική μας υπόσχεση είναι να συνεχίσουμε τη διερεύνηση και την παρουσίαση στα ΜΜΕ αντίστοιχων θεμάτων.


[1] Βλ. Άγγελος Τσιγκρής: «Ο βιασμός είναι το μοναδικό έγκλημα βίας που το θύμα στιγματίζεται περισσότερο από το δράστη: Οι μητέρες δεν αφήνουν τα παιδιά τους να παίξουν με παιδί θύμα βιασμού, οι γείτονες και οι φίλοι συχνά σχολιάζουν αρνητικά το θύμα, ακόμη και οι γιατροί και ιατροδικαστές μπορεί να κατηγορήσουν τα θύματα για το βιασμό τους. Η κοινωνική απόρριψη που βιώνει το θύμα με τόσο έντονο τρόπο, έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός γενικευμένου κλίματος σιωπής και απροθυμίας για καταγγελία. Έχει αποδειχθεί ότι κάθε χρόνο διαπράττονται στην Ελλάδα περίπου 4.500 βιασμοί, από τους οποίους μόνο 270 (6%) καταγγέλλονται στην Αστυνομία, μόνο 183 καταλήγουν σε σύλληψη κάποιου υπόπτου, μόνο 47 φτάνουν στο ακροατήριο για να εκδικασθούν, μόνο 20 καταλήγουν σε καταδικαστική απόφαση και τελικά μόνο σε λιγότερους από 10 βιαστές επιβάλλεται κάθειρξη, δηλαδή στερητική της ελευθερία ποινή άνω των 5 ετών (βλ. Άγγελος Τσιγκρής: «Βιασμός: Το αθέατο έγκλημα», Εκδόσεις Σάκκουλα, 1996)». URL: Ο βιασμός, ο στιγματισμός του θύματος και η σιωπή – ΑΡΘΡΟ του Άγγελου Τσιγκρή – Kalavrytapress Βλ. επίσης σχετική αρθρογραφία της γράφουσας στο propago, URL: 

Μιντιακές απεικονίσεις εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας με θύματα γυναίκες – propago.gr

Το «σκοτεινό» έγκλημα του βιασμού και η σπουδαιότητα του να «σπάσει» η σιωπή – propago.gr

Βιασμός: Τι λέει ο νόμος, τι σκέπτεται η κοινωνία και η “κλειδαρότρυπα” των ΜΜΕ – propago.gr

Οι διαδικτυακές πηγές ανακτήθηκαν στις 28-4-2023. 

[2] Βλ. ενδεικτικά για το θέμα,URL: Halo Effect in Psychology: Definition and Examples (simplypsychology.org)

 Frontiers | An Analysis of the Generalizability and Stability of the Halo Effect During the COVID-19 Pandemic Outbreak (frontiersin.org)

Το «φαινόμενο του φωτοστέφανου» σε δράστες εγκληματικών πράξεων – Postmodern

Οι διαδικτυακές πηγές ανακτήθηκαν στις 28-4-2023. 

[3] Βλ. και σχετική πρόσφατη αρθρογραφία της γράφουσας για το θέμα, URL:  Η σιωπή δεν θα “σπάσει” θυσιάζοντας την αξιοπρέπεια των γυναικών! | Καρδαρά Αγγελική (wordpress.com) “Not fearless, just brave” | Καρδαρά Αγγελική (wordpress.com) & Το λανθάνον νόημα και ο μιντιακός λόγος | Καρδαρά Αγγελική (wordpress.com)

Οι διαδικτυακές πηγές ανακτήθηκαν στις 28-4-2023

To Newsletter του Propago

Λάβετε την ανάλυση της ημέρας στο email σας