Οι εξαγγελίες των νέων μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας από τον υπουργό Υγείας Β. Κικίλια προκάλεσαν ήδη πολλών ειδών αντιδράσεις και σχόλια: από την αναμενόμενη αποτελεσματικότητα των μέτρων (μιας και καθώς το καλοκαίρι τελειώνει τα κρούσματα και οι θάνατοι φαίνονται να ξαναρχίζουν να ανεβαίνουν σε όλο το Βόρειο Ημισφαίριο ανεξαρτήτως εμβολιαστικής κάλυψης των διαφόρων χωρών) ως την εξωτερική τους συνοχή (π.χ. για την επιλεκτική μεταχείριση υγειονομικών, εκπαιδευτικών και εργαζόμενων σε εστίαση και θεάματα έναντι άλλων) και από τις κοινωνικές επιπτώσεις της απόλυσης σημαντικών μερίδων εργαζομένων έως την ενίσχυση της εργοδοτικής και κρατικής εξουσίας που επιφέρουν.
Υπάρχει ωστόσο κάτι που είναι πολύ πιο βαθύ και αφορά τη «λογική» των μέτρων, κάτι που μπορεί να αποβεί πολύ πιο επικίνδυνο για την κοινωνία μας από οτιδήποτε άλλο. Κι αυτό είναι η ανακοίνωση της μερικής σε αυτήν τη φάση απόσυρσης του κράτους από τη φροντίδα και ευθύνη όσων δεν συμμορφώνονται στις οδηγίες του (όπως αυτό εκφράζεται π.χ. με την κατάργηση του δικαιώματος των ανεμβολίαστων στη διεξαγωγή τεστ, στη μετάθεση του κόστους της υποχρεωτικής διεξαγωγής τεστ σε αυτούς κ.ο.κ.).
“Δεν μπορούν οι εμβολιασμένοι να πληρώνουν τα τεστ των μη εμβολιασμένων” ήταν οι κουβέντες που ακούστηκαν από υπουργικά χείλη. Για “τζαμπατζηδες που δεν δικαιούνται πρόσβαση σε δημόσιες δομές” μίλησε άλλο μέλος της κυβέρνησης. Αυτό, φυσικά, αμέσως μετά πυροδότησε σωρεία σχολίων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης – τα δε υποστηρικτικά εξ αυτών ήταν άκρως αποκαλυπτικά: «γιατί να πληρώνουμε εμείς οι εμβολιασμένοι τα τεστ των ανεμβολίαστων;» ήταν ο κοινός τόπος όσων υπερθεμάτιζαν τα νέα μέτρα. Πράγμα που δημιουργούσε εύλογα την απορία ποιο άραγε να είναι το επόμενο βήμα; Να μη νοσηλεύονται οι ανεμβολίαστοι καθόλου στα δημόσια νοσοκομεία; Να τους κοπεί και η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη; Ή τι άλλο ανάλογο;
Όλα αυτά δεν σηματοδοτούν παρά την εγκατάλειψη της συλλογικής ανάληψης της ευθύνης από την κοινωνία των κινδύνων και την προσχώρηση σε μια λογική κοινωνικής μηχανικής που ο καθένας είναι «για τον εαυτό του και μόνο». Η λογική αυτή –αν τυχόν επικρατήσει– είναι πολύ πιο επικίνδυνη ακόμα και από την ίδια την πανδημία. Άπαξ και αρχίσει κανείς να σκέπτεται έτσι εύκολα μπορεί να σκεφτεί επίσης:
- Γιατί να πληρώνουμε οι νομοταγείς πολίτες για να τρέφονται και να ζουν αξιοπρεπώς στις φυλακές οι καταδικασμένοι για αδικήματα, μερικές φορές ιδιαζόντως ειδεχθή;
- Γιατί να πληρώνουν για τη δημόσια εκπαίδευση άνθρωποι που δεν έχουν παιδιά;
- Γιατί να πληρώνουμε όλοι οι ασφαλισμένοι για την περίθαλψη των καπνιστών, των παχύσαρκων, όσων δεν αθλούνται κ.ο.κ.;
- Γιατί να πληρώνει μια ευυπόληπτη οικογένεια για τους άστεγους, τα εγκαταλειμμένα παιδιά, τους παρίες της κοινωνίας;
- Γιατί να πληρώνει ο δημότης ενός εύπορου δήμου για υποδομές ενός λιγότερο αναπτυγμένου;
- Τέλος (και σε μια τραγικά ειρωνική αντιστροφή), γιατί να πληρώνει κάποιος που θα ζήσει λιγότερο για τη σύνταξη που θα λαμβάνει επί δεκαετίες κάποιος άλλος που θα ζήσει τυχόν περισσότερο;
Η λογική αυτή ως κατήφορος δεν έχει πάτο… Και ξέρουμε πολύ καλά πως μπορεί σήμερα το έργο να ξεκινάει με τη διχαστική απόσυρση του κράτους από την ευθύνη παροχής υπηρεσιών για μία και μόνο κατηγορία συμπολιτών μας (που δεν είναι και μικρή), πολύ σύντομα όμως ο κατήφορος θα συνεχιστεί και θα δούμε μία-μία τις κοινωνικές λειτουργίες που θεωρούσαμε ευθύνη του κοινωνικού συνόλου να παραδίδονται στην περιβόητη «ατομική ευθύνη» των εμπλεκομένων: οι γονείς να πληρώνουν για τα σχολεία των παιδιών τους, η κάθε τοπική κοινότητα αναλόγως τα εισοδήματά της να κανονίζει τα του οίκου της, ο καθένας να πληρώνει για να γιατρεύεται όταν αρρωσταίνει και οι παρίες της κοινωνίας να μένουν στον δρόμο, εκτός κι αν τους αναλάβει κανένας από τους εξ επαγγέλματος «φιλάνθρωπους»…
Το κράτος πρόνοιας – κράτος δικαίου όμως που επικράτησε στις ευρωπαϊκές κοινωνίες μεταπολεμικά στηρίχτηκε στην ακριβώς αντίθετη παραδοχή: στην κοινωνική ανάληψη του κόστους των κινδύνων και στο συλλογικό διαμοιρασμό του. Στην αποδοχή, δηλαδή, ότι οι κοινωνίες της συνοχής και της αλληλεγγύης οφείλουν να επωμίζονται το κόστος της συνδρομής των ευάλωτων, των ευπαθών, όσων έχουν ανάγκη όποτε και για όσο διάστημα τη χρειάζονται. Και πως είναι διατεθειμένες να αποδεχθούν την ανισότητα στην επιβάρυνση ακριβώς για να διατηρήσουν το αίσθημα του δικαίου και της κοινωνικής προστασίας. Το ότι αυτό έγινε έτσι είχε θεαματικά θετικά αποτελέσματα στην κοινωνική ζωή στην Ευρώπη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο: οι γενιές που γεννήθηκαν, μεγάλωσαν και έζησαν «μέσα» σε αυτό το κλίμα, με δεδομένη δηλαδή την ύπαρξη ενός κράτους πρόνοιας – κράτους δικαίου δεν ένοιωθαν μια διαρκή απειλή, αισθάνονταν ότι ακόμα και αν στραβοπατήσουν στη ζωή, ακόμα κι αν τα πράγματα δεν πάνε καλά για εκείνους, δεν θα χάνονταν, κάποιος θα υπήρχε για να τους στηρίξει. Το ότι υιοθετήθηκε η αλληλεγγύη ανάμεσα στο σύνολο των κοινωνιών απέναντι σε όλους όσους έχουν ανάγκη για όσες φορές χρειαστούν έκανε τη ζωή πιο ανθρώπινη, πιο βιώσιμη, μας έκανε να αισθανθούμε πως ξεφεύγουμε από τον κοινωνικό δαρβινισμό και πως ο ανθρώπινος πολιτισμός μπορεί να ξεφύγει από τις επιβιωτικές αναγκαιότητες του «νόμου της ζούγκλας».
Με έναυσμα την τρέχουσα πανδημία και την αντιμετώπισή της, ούτως ή άλλως οι ευρωπαϊκές κοινωνίες έχουν δεχθεί σοβαρά πλήγματα σχετικά με το κεκτημένο του τρόπου ζωής τους: δημοκρατικά δικαιώματα και κοινωνικές ελευθερίες, οικονομικές δυνατότητες και προσωπικές επιλογές που μέχρι πρότινος ήταν αδιαπραγμάτευτες έχουν ήδη περισταλεί ή τουλάχιστον απειληθεί. Δεν είναι λάθος να πει κανείς ότι, με όχημα την πανδημία και τα μέτρα αντιμετώπισής της, η Κίνα εκτός από τα βιομηχανικά της προϊόντα κατάφερε να εξάγει και το βιοπολιτικό μοντέλο εξουσίας της στην Ευρώπη.
Αν λοιπόν, σε συνέχεια αυτών, σήμερα διακυβευτεί και ο ίδιος ο «πυρήνας» του κράτους πρόνοιας και δικαίου, αν αμφισβητηθεί η καθολικότητα των λειτουργιών κρατικής προστασίας και αρχίσει η δημόσια διοίκηση να καλύπτει à la carte ορισμένες μόνο κατηγορίες πολιτών αναλόγως της συμπεριφοράς και των επιλογών των τελευταίων, αν το κράτος αποσυρθεί από την υποχρέωσή του να συνδράμει όλους ανεξαιρέτως όσους έχουν ανάγκη και για όσο διάστημα έχουν ανάγκη, τότε η μετάλλαξη της κοινωνικής ζωής θα είναι τεραστίων διαστάσεων. Αποσυρόμενο βαθμιαία από την παροχή φροντίδας ανεξαρτήτως κριτηρίων, το κράτος θα περιοριστεί σε μια εισπρακτική μηχανή απόσπασης μέρους του παραγόμενου πλούτου από τους πολίτες και μια απέραντη διωκτική, κατασταλτική μηχανή μονοπώλησης της φυσικής βίας: θα γίνει μόνο Εφορία και Αστυνομία.
Και αυτό θα είναι μια εξέλιξη που η πλατιά κοινωνική πλειοψηφία έχει κάθε λόγο να απεύχεται.
Ο Γιώργος Νικολαΐδης είναι Ψυχίατρος, Διευθυντής Διεύθυνσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού